Οι προγραμματικές θέσεις του Κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών (PES) προσφέρεται, φυσικά, ως βασική πολιτική πλατφόρμα για την ελληνική σοσιαλδημοκρατία. Όποιος δεν έχει σοβαρές επιφυλάξεις για το ιδεολογικό προφίλ που αντικατοπτρίζει το PES μπορεί να πάρει την πολιτική ατζέντα του ως βάση και να εξειδικεύσει την ελληνική πλατφόρμα για να την προσαρμόσει στην ελληνική πραγματικότητα. Μια τέτοια διαδικασία θα έλεγα ότι θα αποτελούσε αποφασιστικό βήμα προς τον πραγματισμό που έχει ανάγκη η δική μας εσωτερική πολιτική σκηνή. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν μπορεί η συζήτηση εδώ να διεξάγεται με την γνωστή εθνική μας αυταρέσκεια που θεωρεί πάντα ως δεδομένη την ελληνική εξαιρεσιμότητα. Ένα μεγάλο μέρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές χώρες σήμερα είναι κοινό για όλες. Κοινές επομένως λύσεις μπορεί να επιδιώκονται. Απομένει ένα υπόλοιπο, που αποτελεί την εθνική ιδιομορφία και γιαυτό το υπόλοιπο μιλάμε σε ειδική αναφορά στην χώρα μας.
Στον Ιστότοπό του, το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα συνοψίζει σε πέντε κεφάλαια την τρέχουσα πολιτική ατζέντα του: Θέσεις εργασίας, οικονομική και χρηματοοικονομική δραστηριότητα, Περιβάλλον, Παγκόσμια Ζητήματα και ζητήματα Δημοκρατίας. Είναι μια λιτή και πραγματιστική πολιτική ατζέντα που μπορεί να γίνει επαρκώς κατανοητή από τον μέσο Ευρωπαίο Πολίτη. Και όμως, της λείπει ένα στοιχείο που θα την συνέδεε με την μεγάλη ιδεολογική παράδοση της Αριστεράς δηλαδή με τον κρίκο της αιώνιας απορίας Για την Κατάσταση του Ανθρώπου (Human Condition). Γιατί, σε τελευταία ανάλυση η πολιτική κινητοποίηση της ψυχής του πολίτη δεν αρκείται στα τεχνικά και εργαλειακά ζητήματα της ζωής του – όσο αναγκαία κι αν είναι- αλλά ζητάει επιπλέον και κάποιο νόημα για τη ζωή του για να μην αισθάνεται απλό γρανάζι μιας απάνθρωπης διαδικασίας που του προσφέρει απλώς αναπνευστήρα για να συνεχίζει την α-νόητη βιολογική του ύπαρξη. Η καθημερινότητα είναι απλό εργαλείο για μια ζωή με νόημα. Γιαυτό και η ομορφιά της Αριστεράς ήταν πάντα οι ουτοπίες της. Ουτοπίες που στα θεμέλια τους είχαν την ευαγγελική ρήση «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Και ας μη παρεξηγηθώ. Εννοώ τις ουτοπίες που φωτίζουν τον δρόμο για μια συνεχή βελτίωση της Κατάστασης του Ανθρώπου και όχι εκείνες που, σαν άνωθεν συνταγή, τον εγκλωβίζουν σε εγκληματικές ιστορικές περιπέτειες με το πρόσχημα της ιστορικής αναγκαιότητας.
Στο κείμενό μου αυτό, θα επιχειρήσω μια στοιχειώδη προσπάθεια ιδεολογικής διεύρυνσης της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής ατζέντας, συνεισφέροντας τη δική μου άποψη για το κομμάτι που της λείπει κατά που προείπα στην προηγούμενη παράγραφο. Ένα τέτοιο συμπλήρωμα μπορεί να φαίνεται σήμερα ως πολυτέλεια για το πολιτικό σκηνικό της ΕΕ εν συνόλω, αλλά για χώρες σαν τη δική μας αποτελεί ανάγκη υψηλής προτεραιότητας, που ίσως προδρομικά εμφανίζεται εδώ για να προειδοποιήσει για το τι ενδεχομένως επέρχεται και στην υπόλοιπη ΕΕ στο εγγύς μέλλον.
Η τρέχουσα σοσιαλδημοκρατική ευρωπαϊκή πλατφόρμα τοποθετείται με σχετικά σαφείς προσδιορισμούς στα τέσσερα βασικά κεφάλαια της σύγχρονης πολιτικής που αναφέραμε σε γενικούς τίτλους παραπάνω:
- Αύξηση της απασχόλησης,
- Ρύθμιση του παραγωγικού κύκλου και του χρηματοοικονομικού του συμπληρώματος,
- Αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης,
- Ρύθμιση της παγκόσμιας τάξης ώστε να διασφαλίζεται η παγκόσμια ασφάλεια, η ομαλή κατανομή της ευημερίας και ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των συναφών προς αυτή δικαιωμάτων,
- Εμβάθυνση της δημοκρατίας και τόνωση της δημοκρατικής συμμετοχής.
Τον θεματικό αυτό κατάλογο μπορούμε να τον εκλάβουμε και ως πίνακα προτεραιότητας, ιδίως κατά το ότι προτάσσεται το πρόβλημα της απασχόλησης. Γιαυτό θα σταθώ μόνο σε αυτό το ζήτημα. Στη σχετική μπροσούρα, υπογραμμίζεται η ιδιαίτερη οξύτητα που έχει προσλάβει η ανεργία μεταξύ των νέων. Η απειλητική ανεργία, είναι πράγματι το σκοτεινό φάσμα που αιωρείται την τελευταία δεκαετία πάνω από τον Δυτικό κόσμο και ιδιαίτερα στον ορίζοντα της ΕΕ. Αλλού, η έκτασή της έχει προσλάβει ήδη δραματική διάσταση και αλλού ο φόβος μιας επερχόμενης κρίσης απασχόλησης σκοτίζει το νου των πολιτικών ηγεσιών. Η ανεργία είναι ένας διαπιστωμένος κίνδυνος καθαυτός που δεν έχει ιδεολογικό η πολιτικό χρώμα. Είναι δεινό τόσο για τον νεοφιλελεύθερο όσο και για τον σοσιαλδημοκράτη. Είναι κοινωνική μάστιγα.
Η ανεργία αναδείχνει στην χειρότερη μορφή της την παθογένεια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Φέρνει στο προσκήνιο το ωμό αίσθημα της απόλυτης αποξένωσης, αλλιώς αλλοτρίωσης της δημιουργικής υπόστασης του ανθρώπου ακόμη και από το υποθετικό προϊόν της. Γιατί απλούστατα, στην ακραία αυτή περίπτωση δεν υπάρχει καν προϊόν! Η σοσιαλδημοκρατία οφείλει να αναδείξει το ζήτημα αυτό και να επεξεργαστεί λύση στο πρόβλημα. Δεν αρκεί η παραπομπή της λύσης στην δημιουργία θέσεων απασχόλησης με μόνο τον παραδοσιακό μηχανισμό της αγοράς, γιατί στην ουσία αυτή η παραπομπή καθιερώνει την ανεργία ως μόνιμο φαινόμενο μέχρι να βρει τη λύση και όποτε την βρει. Η καταπολέμηση της αίσθησης αποξένωσης από το προϊόν και την παραγωγή είναι αυτόνομο πρόβλημα του συστήματος και σαν τέτοιο πρέπει να βρει την πολιτική του λύση. Να, λοιπόν, τι είναι αυτό που η εργαλειακή αντιμετώπιση του ζητήματος της απασχόλησης από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αφήνει ανέγγιχτο και κατά τούτο οδηγείται σε μια ανεπίτρεπτη συγγένεια με τον νεοφιλελευθερισμό. Η φυσική σοσιαλδημοκρατική απάντηση στη πρόκληση είναι να σχεδιαστούν πολιτικές, που αν δεν λύνουν, τουλάχιστο απαλύνουν την αλλοτριωτική πλευρά της ανεργίας και που αυτές, αν πετύχουν, μπορεί να χρωματίσουν και το σύνολο της εργασιακής πολιτικής. Λύσεις που αντιμετωπίζουν το ζήτημα «στο εν τω μεταξύ μέχρι την ορθόδοξη λύση του». Ποιες είναι αυτές; Κάθε άλλο παρά σαφής μπορεί να είμαι, αλλά μένω στην ειλικρίνεια της τοποθέτησης του προβλήματος στα χέρια πιο δυνατών λυτών.
Για ορισμένες χώρες, κυρίως του Ευρωπαϊκού Νότου και ιδιαίτερα για την Ελλάδα το ζήτημα της ανεργίας και των συμπαρομαρτούντων κατά την παραπάνω ανάλυση, έχει ήδη πάρει δραματικό χαρακτήρα και απαιτεί επείγουσες παρεμβάσεις. Η ανεργία στη χώρα μας έχει προσλάβει διαστάσεις κοινωνικής διαμερισματοποίησης. Οι άνεργοι του ύψους του 25 – 27% και που μετεωρίζονται σε τελικά ύψη της τάξης του 40% όταν σε αυτούς περιληφθούν και οι μερικώς απασχολούμενοι, που περισσότερο με ανέργους μοιάζουν παρά με κανονικά εργαζομένους, συνιστούν ήδη κοινωνική ομάδα που μόνο με τις παραδοσιακές κοινωνικές τάξεις θα μπορούσε να παρομοιωθεί σε ό,τι αφορά την δυναμική που αναπτύσσει στο σύστημα της κοινωνικής συνοχής. Αυτό που θέλω να πω είναι, ότι μια τέτοια κοινωνική ομάδα δεν υστερεί σε τίποτα από την κλασσική αντίληψη που έχουμε για τον ανατρεπτικό ρόλο που υποθέταμε ότι θα έπαιζε η διόγκωση του προλεταριάτου για παράδειγμα.
Εδώ αξίζει να παρατηρήσουμε ότι, παραδοσιακά, τέτοια επίπεδα ανεργίας εμφάνισε μόνο πρόσκαιρα ο καπιταλισμός στην νεώτερη περίοδό του και αυτά σε περιόδους σχετικά παροδικών κρίσεων του συστήματος. Είναι η πρώτη φορά στην νεώτερη Ιστορία, που αυτά τα επίπεδα ανεργίας παίρνουν την μορφή παγιωμένου παράγοντα στην οργανική σύνθεση του κοινωνικού σώματος, αφού, στις χώρες όπου παρατηρούνται, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ρεαλιστικά ότι θα μειωθούν σε χρονική προοπτική μικρότερη της εικοσαετίας, αν βέβαια επαληθευθούν οι προγνώσεις των οικονομολόγων. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για προσωρινό φαινόμενα, αλλά για συστημικό φαινόμενο που ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί αφού δεν αρκούν οι ήπιες κεϋνσιανές τακτικές που έχουν εφαρμογή σε βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις της απασχόλησης. Για την χώρα μας ειδικά, η προοπτική αυτή αποτελεί την μόνη ρεαλιστική πρόβλεψη που μπορούμε να κάνουμε αν θέλουμε να μιλήσουμε με πλήρη ειλικρίνεια και με το χέρι στην καρδιά.
Όταν λοιπόν έχεις να αντιμετωπίσεις μια δομική κοινωνική μερίδα πολιτών που βασανίζεται από ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα όπως η έλλειψη απασχόλησης, δεν μπορείς να επαναπαύεσαι σε παραδοσιακές πολιτικές που αφορούν σε παροδικές εξάρσεις της ανεργίας. Το πρώτο που έχεις να κάνεις είναι τουλάχιστο να αναγνωρίσεις ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σημαντική έκφανση κοινωνικού ζητήματος που απαιτεί ιδιαίτερη οπτική για να γίνει κατανοητό.
Ως ιδεολογική και πολιτική κίνηση, ευαισθητοποιημένη ούσα στο κοινωνικό ζήτημα, η ελληνική σοσιαλδημοκρατία τι συγκεκριμένο έχει να πει για το θέμα αυτό; Η διατύπωση αναλυτικής πρότασης για το θέμα μπορεί ν’ αποτελέσει την συμβολή χωρών όπως οι η δική μας, στην ιδεολογική αναβάπτιση της σοσιαλδημοκρατικής πλατφόρμας για ολόκληρη την Ευρώπη.
Το πρώτο που πρέπει να αναγνωρίσουμε εν προκειμένω, είναι η έκδηλη ιστορική τάση. Στην τρέχουσα φάση της παγκοσμιοποίησης, η τάση σε χώρες της Δύσης θα είναι να χάνουν απασχόληση στο μέτρο που η ανταγωνιστικότητα ενισχύει την απασχόληση και την ευημερία στις νέες ανερχόμενες οικονομίες, ιδίως την Κίνα και την Ινδία. Κοντόφθαλμα αυτό έχει ήδη ονομαστεί «κόστος της παγκοσμιοποίησης». Όμως η ουσία είναι πιο σύνθετη. Σε σχετικά πρόσφατο άρθρο του ο νομπελίστας οικονομολόγος Angus Deaton επισήμανε εύγλωττα το αυτονόητο, ότι δηλαδή, με την ανακατανομή της ανταγωνιστικότητας που επέφερε η παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστο ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι στον πλανήτη βγήκαν από τα όρια της φτώχειας. Δεν επεξέτεινε, βέβαια, την παρατήρησή του για να εξηγήσει ότι οι φτωχοί των Brics «τρώνε δουλειές» ή εισοδήματα από τους εργαζόμενους στις αναπτυγμένες οικονομίες για να πετύχουν αυτή τους την έξοδο από την φτώχεια και την ανέχεια. Και οι μεν μεγαλύτερες χώρες του αναπτυγμένου κόσμου μπορούν ακόμη να αντισταθμίζουν μερικώς αυτήν την πίεση στην απασχόληση με τρόπους που τους είναι οικείοι εξ αιτίας του μεγέθους τους, αλλά οι δευτεραγωνιστές και τριταγωνιστές όπως εμείς, δεν έχουμε ακόμη βρει την λύση, εφόσον για λόγους καθαρά πολιτισμικούς, δικαίως, αντιστεκόμαστε στην λογική της φτηνής εργατικής δύναμης που είναι το μόνο άμεσο εργαλείο που διαθέτουμε. Η γενική τάση, εν τούτοις, δεν παύει να είναι μια διαδοχική προσέγγιση των εργατικών αμοιβών που συνεπάγεται μείωση στους μεν και βαθμιαία αύξηση στους δε μέχρι να φτάσει το νέο επίπεδο ισορροπίας του ανταγωνισμού. Αυτό το αναμενόμενο παραδείσιο επίπεδο, όμως, είναι φανερό ότι απέχει κάποιες δεκαετίας από το σήμερα και προϋποθέτει βασανιστικές προσπάθειες για συμφωνίες παγκόσμιας διακυβέρνησης βασικών παραμέτρων της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής. Να, γιατί μιλώ για δομικό ζήτημα και αναζητώ απάντηση με ιδεολογικό και πολιτικό βάθος. Είναι ένα πρόβλημα του «εν τω μεταξύ», όπου το εντωμεταξύ προβλέπεται να κρατήσει για δεκαετίες.
Για πολλά χρόνια μπροστά, επομένως, θα πρέπει να περιμένουμε υψηλούς δείκτες ανεργίες και ταυτόχρονα χαμηλές αμοιβές που σε σχέση με το πρόσφατο προ – κρίσης παρελθόν θα φαντάζουν περίπου σαν επιδοματικές παροχές περισσότερο παρά σαν μισθοί και ημερομίσθια. Αυτή η γείωση της εργατικής αμοιβής γίνεται ήδη και θα συνεχίσει και αρκετά ακόμη χρόνια με δύο τρόπους: Με ευθεία μείωση της αμοιβής για τακτική εργασία, αφενός, και αφετέρου με αύξηση του ποσοστού των απασχολουμένων με ιδιαίτερα ελαστικούς όρους μερικής απασχόλησης. Η δεύτερη αυτή κατηγορία θα παλεύει ψυχολογικά και κοινωνιολογικά στα όρια της ψυχολογίας του ανέργου. Αυτό σημαίνει, ότι πολιτικά το συνολικό δυναμικό της ανεργίας θα παραμένει υψηλό ως ομάδα συμφερόντων και συναντίληψης.
Τι απαντάμε σε αυτή την πρόκληση μιας τόσο σημαντικής πτυχής του νέου κοινωνικού ζητήματος; Η ρητορική του περιμένετε να δούμε πώς οι νέες επενδύσεις θ’ αρχίσουν να δημιουργούν νέες θέσεις, πολύ σύντομα θα αποδειχτεί απλή ανωδύνη. Και τότε;
Μια ιδέα που με βασανίζει σχετικά με το θέμα αυτό είναι ότι εφόσον αυτή η μεγάλη κοινωνική ομάδα των ανέργων + οιονεί ανέργων (θα τους ονομάσω ανεργοποιημένους, για λόγος συντομίας) δεν μπορεί ψυχολογικά να αισθανθεί την συνοχή της με την κανονική κοινωνία, πρέπει να στηριχθεί ώστε να μη περιπέσει στην μοναδική εναλλακτική επιλογή που είναι η περιθωριοποίηση. Εδώ ο νους μου με οδηγεί να θέσω ζήτημα εξειδικευμένων πολιτικών που καταπολεμούν την αίσθηση της αλλοτρίωσης, υποκατάστατα φάρμακα της οριστικής λύσης που προφανώς είναι η απασχόληση. Όταν η σοσιαλδημοκρατική σκέψη βρει την συνταγή μιας τέτοιας πολιτικής παρέμβασης, θα έχει αποκτήσει την δυνατότητα να μιλήσει για ιστορική συμβολή της στην ανανέωση της ιδεολογικής και πολιτικής ατζέντας της.
Συνοψίζω για να προχωρήσω.
Οι υψηλοί δείκτες «ανεργοποιημένων» πολιτών θα επιμένουν για δεκαετίες ακόμη και στην περίπτωση λογικής ανάκαμψης της οικονομίας. Στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων θα έχουμε μια αδύναμη αύξηση της απασχόλησης ταυτόχρονα με μια μακρόχρονη διατήρηση του υψηλού συνολικού δείκτη ανεργίας και οιονεί ανεργίας. Τι κάνουμε, λοιπόν, γιαυτή την καινούργια κοινωνική τάξη που η κοινωνία μας θα την κουβαλάει μαζί της για όλο το προβλεπτό της μέλλον;
Προφανώς χρειάζεται μια παράλληλη κοινωνική στήριξη του «αποθέματος των ανεργοποιημένων» καθώς θα μένουν στην ουρά περιμένοντας την οριστική τους απασχόληση μέσα από τον μοναδικό δρόμο που ξέρει η αγορά, δηλαδή την αύξηση των νέων επενδύσεων. Αυτή η στήριξη δεν μπορεί να είναι η παραδοσιακή επιδοματική πολιτική γιατί απλούστατα η παραγωγική βάση δεν αντέχει μια τέτοια δημόσια δαπάνη. Από την άλλη, τα διαβόητα προγράμματα κοινωνικής καταπολέμησης της φτώχιας αποδείχτηκαν πολύ σύντομα σκόνη ασπιρίνης και απλά παρηγορητικά συνθήματα. Γιατί, εν τέλει, πόσους φτωχούς αντέχει η ελληνική οικονομία να στηρίξει και μάλιστα σε επίπεδο αξιοπρέπειας που είναι το πράγματι ζητούμενο;
Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να πηδήξει έξω από τη λογική της αγοράς εργασίας για να βρει αξιακά παραδεκτή λύση σε αυτό το πρόβλημα. Η λογική της αγοράς είναι η γνωστή συνταγή: Η ζήτηση εργασίας να προσαρμοστεί ελεύθερα στην προσφορά και στο σημείο προσαρμογής τους ας οριστεί η αμοιβή της εργασίας. Αυτό σημαίνει αλληλέγγυα φτωχοποίηση όλων εργαζομένων, την οποία δεν ξέρω αν ψυχολογικά μπορεί να την αντέξει μια τάξη εργαζομένων που όσο κι αν ξέπεσε λόγω κρίσεως, διατηρεί ακόμη την ανάμνηση των καλών ημερών. Αν πηδήξουμε έξω από την λογική αυτή, που μπορούμε να προσγειωθούμε; Σε αυτό το ερώτημα οφείλει η ελληνική σοσιαλδημοκρατία να απαντήσει αν θέλει να σηκώσει τη σημαία της έξω από τα τείχη του παραδοσιακού νεοφιλελευθερισμού.
Η πρώτη μου σκέψη, όταν έτσι τεθεί το ζήτημα, είναι η εξής: Αφού η στενά οικονομική αντιμετώπιση του προβλήματος είναι τεχνικά ανέφικτη, πρέπει να αναζητήσουμε ένα υποκατάστατο πολιτικής έξω από την λογική της οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να διακρίνουμε στο πρόβλημα και την εξωοικονομική του διάσταση γιατί αλλιώς θα καταλήγαμε σε παραλογισμό, προσπαθώντας να δώσουμε εξωοικονομική λύση σε πρόβλημα που έχει μόνο οικονομική διάσταση. Έχει λοιπόν, η «ανεργοποίηση» εξωοικονομική διάσταση και ναι ποια είναι;
Εδώ σταματάει ο συμβατικός πραγματισμός της σκέψης μου και ο νους μου στρέφεται αναγκαστικά ζητώντας την σωτηρία στην ουτοπική παράδοση της αριστεράς. Το μόνο κάνω εδώ είναι να θέσω το πρόβλημα. Ομολογώ, όμως, πως νοιώθω ανώριμος να κλείσω μια τέτοια συζήτηση. Γιαυτό ας δανειστώ χρόνο για μια άλλη φορά. Στο κάτω – κάτω της γραφής κι αυτές οι ατελείς σκέψεις μου σε κάποιους μπορεί να βάλουν τον πειρασμό να πουν κάτι δικό τους και εποικοδομητικό. Δεν είναι άραγε μια καλή αφορμή για δημιουργική συζήτηση με φαντασία και ευρηματική διάθεση;