Στην πρόσφατη ομιλία του από το βήμα της Βουλής, κατά την διάρκεια της συζήτησης για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, έκανε χρήση της έννοιας του «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού». Για την ακρίβεια, δήλωσε πως «έχοντας, λοιπόν, αυτή την βαριά παράδοση η γενιά μας καλείται να δώσει περιεχόμενο στο δικό της εθνικό στόχο, θα τον ονόμαζα ένα «Πολυδιάστατο Εκσυγχρονισμό».[1]
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η χρήση του γλωσσικού όρου ‘ονόμαζα’, σημαίνει, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως δημιουργός του γλωσσικού νεολογισμού ‘πολυδιάστατος εκσυγχρονισμός’ που όμως έχει σαφές και ευδιάκριτο πολιτικό περιεχόμενο, είναι ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στο εγκάρσιο σημείο όπου μέσω αυτού του νεολογισμού δείχνει την πρόθεση του να αφήσει πίσω τέτοια κληρονομιά, ώστε να μπορέσουν να την αξιοποιήσουν προς όφελος τους, οι επόμενες γενιές.
Όπως συνέβη και στο παρελθόν με τους Ελευθέριο Βενιζέλο, Κωνσταντίνο Καραμανλή, Ανδρέα Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη. Βέβαια, υπάρχει και γλωσσική-πολιτική συνέχεια, καθότι ο πρωθυπουργός προσφέρει έναν πρώτο ορισμό του τι σημαίνει πολυδιάστατος εκσυγχρονισμός.
«Με αυτόν τον όρο εννοώ τη μεγάλη προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει η χώρα μας, να αντιμετωπίσει πολλές παθογένειες σε πολλά μέτωπα, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να κινούμαστε με μεγάλη ταχύτητα, με την ταχύτητα της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, για να αντιμετωπίσουμε τις μεγάλες προκλήσεις οι οποίες έρχονται από το μέλλον».[2]
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, μπορούμε να συμπεράνουμε πως η σύνδεση και δη η νοηματική σύνδεση μεταξύ του «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού» και του περιεχομένου του, ούτε ‘ελεύθερη’ καθίσταται αλλά ούτε και «χαλαρή», για να παραπέμψουμε στους Φιλοσίδου και Fleischer.
Αντιθέτως, γίνεται προκειμένου η κυβέρνηση και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας να αποκτήσουν από τις απαρχές του νέου πολιτικού-κοινοβουλευτικού και κυβερνητικού κύκλου, ευδιάκριτο πρόταγμα παρόμοιας συμβολικής ισχύος και πολιτικοϊδεολογικής εμβέλειας με το πρόταγμα του ‘εκσυγχρονισμού’ του Κώστα Σημίτη, με το οποίο πρόταγμα μοιράζεται την ίδια ακλόνητη πίστη στην ιδέα της αλλαγής, η οποία βρίσκει πεδίο εφαρμογής και στο επίπεδο των συμπεριφορών και των νοοτροπιών.[3]
Την προτίμηση στο μείγμα συναίνεσης αλλά και σύγκρουσης, εάν αυτή καταστεί απαραίτητη, στο εγκάρσιο σημείο όπου τα ‘πάνω’ και τα ‘κάτω’ (up & downs) του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος (υπόθεση ταυτοτήτων και μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ).[4] Την διατύπωση και την αναδιατύπωση κρίσιμων διλημμάτων και όχι συνθημάτων.
Τώρα, για να πιάσουμε το νήμα από εκεί όπου το αφήσαμε πιο πάνω, θα σημειώσουμε πως μέσω της χρήσης του όρου «πολυδιάστατος εκσυγχρονισμός» (ο Μητσοτακικός εκσυγχρονισμός είναι ό,τι δηλώνει: Πολυδιάστατος, δηλαδή εκσυγχρονισμός που πρέπει να εφαρμοσθεί σε πολλά πεδία ταυτόχρονα), ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει με σαφήνεια την πολιτικοϊδεολογική και αξιακή διεύρυνση του κόμματος του προς διάφορες κατευθύνσεις προκειμένου αυτό να αντιστοιχηθεί με την διευρυμένη και πολυσυλλεκτική κοινωνική συμμαχία που το υποστηρίζει.
Τρίτον, να θέσει στο επίκεντρο τις κυβερνητικές προτεραιότητες εν όψει της δεύτερης κυβερνητικής θητείας, κάτι που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο πιστοποιείται μέσω της αναφοράς στον Ανδρέα Παπανδρέου και στη δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ),[5] και, τέταρτον, να διατρανώσει πως δεν πρόκειται να αφήσει κάποιο πολιτικό κόμμα και εν προκειμένω το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής του Νίκου Ανδρουλάκη, να διεκδικήσει μόνο του και να μονοπωλήσει την Βενιζελική πολιτική κληρονομιά.
Όπως συνέβαινε μέχρι τώρα,[6] και παρά το γεγονός πως ο ‘Βενιζελισμός’ εν ευρεία εννοία δεν αποτέλεσε έναν εκ των βασικών πυλώνων που διαδραμάτισαν ρόλο στην ίδρυση και την μετέπειτα λειτουργία του ΠΑΣΟΚ.
Πιο άμεσος και πιο συμβατός διεκδικητής της Βενιζελικής κληρονομιάς ήσαν ο Γεώργιος Παπανδρέου και πολύ λιγότερο ο γιος του Ανδρέας.
Τώρα, συγκεφαλαιώνοντας, θα πούμε πως «πολυδιάστατος εκσυγχρονισμός» σημαίνει να μπορείς να μαθαίνει συνεχώς από τα λάθη και τις παραλείψεις σου, με το παράδειγμα της πανεπιστημιακής αστυνομίας να καθίσταται αρκούντως διδακτικό, ως προς το πως μπορούν συμφέροντα και κλειστές και παρωχημένες νοοτροπίες (η underdog culture, θα μας έλεγε ο Νικηφόρος Διαμαντούρος), μπορούν να ακυρώσουν εν τοις πράγμασι μία μεταρρύθμιση που κινείται προς την σωστή κατεύθυνση (εδώ έλειψε και η πολιτική βούληση).
Σημαίνει να συνδέεις τον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα με τον μεσομακροπρόθεσμο παράγοντες καινοτόμες ιδέες τέτοιες, ώστε το μόνο που να μπορούν να κάνουν οι αντίπαλοι να είναι η άρθρωση ενός ‘μα πως’;
Σημαίνει να μπορείς να καθιστάς την όποια αποτυχία, απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του τελικού στόχου. Σημαίνει να είσαι πολιτικοϊδεολογικά ευρύχωρος, όπως είναι ήδη ο πρωθυπουργός, όχι όμως και αφελής.
Σημαίνει να μπορείς να δημιουργείς θετικά παραδείγματα. Μέσω αυτής της δήλωσης που μετεξελίχθηκε σε πρόταγμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέτει από τώρα τις βάσεις για την διαμόρφωση συνθηκών πολιτικής ηγεμονίας, έχοντας να αντιμετωπίσει αρχικά το ακόμη αδύναμο κοινωνικά Πασοκικό, Σοσιαλδημοκρατικό πρόταγμα. Συν τοις άλλοις, ο πολυδιάστατος εκσυγχρονισμός αποτελεί την δική του κληρονομιά στο κόμμα και στα στελέχη του. Τωρινά και μεταγενέστερα.
[1] Βλέπε σχετικά, ‘Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην έναρξη της συζήτησης στη Βουλή για τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης,’ Ελληνική Δημοκρατία-Πρωθυπουργός, 06/07/2023, Διαθέσιμο στο: Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην έναρξη της συζήτησης στη Βουλή για τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης | Ο Πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας (primeminister.gr) Πέραν του πρωθυπουργού, ουδείς εκ των άλλων πολιτικών αρχηγών στην δική τους ομιλία, αναφέρθηκε σε ονόματα σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων του παρελθόντος (Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Κώστας Σημίτης). Η επίκληση των ονομάτων και της πολιτικής τους κληρονομιάς, βοήθησε ώστε ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας να αυτο-τοποθετηθεί στη χορεία των πολιτικών που ‘είδαν πέραν της εποχής τους’ και που επιδιώκουν (ή επεδίωξαν) σημαίνουσες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, παραλαμβάνοντας την σκυτάλη από ‘προκατόχους’ του.
[2] Βλέπε σχετικά, ‘Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην έναρξη της συζήτησης στη Βουλή για τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης…ό.π. Εναλλακτικά, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση ‘επόμενο κύμα εξευρωπαϊσμού,’ για να περιγράψουμε τις προθέσεις του πρωθυπουργού περί άρσης διαχρονικών παθογενειών, ‘θεραπείας’ στρεβλώσεων και επίτευξης δραστικών αλλαγών που υπερτερούν έναντι της αίσθησης της ‘συνέχειας.’ Άλλωστε, στην ομιλία του από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός δεν επένδυσε συμβολικούς-γλωσσικούς και πολιτικούς πόρους, πέραν ίσως των αναφορών του στα κυβερνητικά επιτεύγματα της περιόδου 2019-2023, με στόχο να διαφανεί πως η τωρινή κυβέρνηση δεν κινείται ‘εν κενώ.’
[3] Συν τοις άλλοις, δεν πρέπει να ξεχνάμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως ένα χαρακτηριστικά κοινό γνώρισμα και των τεσσάρων πολιτικών τους οποίους επικαλέσθηκε δίχως ουδεμία δυσκολία και με την άνεση του πολιτικού που γνωρίζει να αναγνωρίζει τις αξίες και να αποδίδει τα του ‘Καίσαρος τω Καίσαρι,’ είναι πως επένδυσαν πολλά σε ευδιάκριτα πολιτικά προτάγματα που λειτουργούσαν ως ‘οδοδείκτης,’ προσφέροντας αρκετές ευκαιρίες και συμβάλλοντας στο να αποκτήσουν την απαραίτητη κοινωνική πλειοψηφία, δίχως την ύπαρξη της οποίας θα ήσαν εκ των προτέρων δύσκολη η επίτευξη αλλαγών και τομών. Σε ποιο σημείο τέμνονται αυτοί οι δύο όροι; Δεν θα διστάσουμε να επισημάνουμε πως από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και την Μεταπολιτευτική Νέα Δημοκρατία, δεν εστιάζει στην έννοια του ‘ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού,’ πτυχές του οποίου αξιοποίησε εν μέρει και ξεδίπλωσε την περίοδο 2021-2023, αλλά, αντιθέτως, στέκεται στη δημιουργία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, στη διαμόρφωση λειτουργικών δημοκρατικών θεσμών και στην σταθεροποίηση τους. Σε αυτήν ακριβώς την συγκυρία, με τους ποικιλώνυμους ‘αρνητές’ της Δυτικής, φιλελεύθερης δημοκρατίας να προσπαθούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ο πρωθυπουργός έκρινε πως η καθ’ όλα ορθή σύνδεση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με την διαδικασία οικοδόμησης σταθερών και λειτουργικών Μεταπολιτευτικών δημοκρατικών θεσμών, εκλαμβάνει μεγαλύτερη συμβολική και πολιτική αξία από μία απλή αναφορά στον ‘ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό’ που διακρίνεται από κάποια αμφισημία, όπως υποστηρίζει ο Ευθύμης Παπαβλασόπουλος, συγγραφέας μίας διδακτορικής διατριβής που αφορά το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Έτσι λοιπόν, ο πρωθυπουργός εγγράφεται στην πολιτική παράδοση όλων όσοι υπερασπίζονται με ζέση την εγχώρια Μεταπολιτευτική Δημοκρατία, προσδιορίζοντας την ως μείζον ‘αγαθό’ που δεν χαρίστηκε σε κανέναν, αλλά δημιουργήθηκε, σταθεροποιήθηκε και αναπτύχθηκε χάρη στις άοκνες προσπάθειες διορατικών πολιτικών ανδρών όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αυτήν ακριβώς την Δημοκρατία, επιθυμεί να εμβαθύνει. Βλέπε και, Παπαβλασόπουλος, Ευθύμης., ‘Η ανασυγκρότηση του ελληνικού συντηρητισμού: η οργάνωση της Νέας Δημοκρατίας 1974-1993,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2004, Διαθέσιμη στο: Η ανασυγκρότηση του ελληνικού συντηρητισμού: η οργάνωση της Νέας Δημοκρατίας 1974-1993 (didaktorika.gr)
[4] Αξίζει να σημειωθεί πως η προτεινόμενη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος που είχε ως πρωτεργάτη τον Τάσο Γιαννίτση, δεν πραγματοποιήθηκε όχι λόγω της ύπαρξης μίας «συστηματικά αρνητικής αξιωματικής αντιπολίτευσης», σύμφωνα με την διατύπωση του Άρη Αλεξόπουλου, αλλά, λόγω της πολλαπλώς διατυπωθείσας αντίδρασης συνδικαλιστικών φορέων ή συντεχνιών, της εναντίωσης πολλών στελεχών του ΠΑΣΟΚ, της απροθυμίας υπουργών και βουλευτών του τότε κυβερνώντος κόμματος να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης, αφήνοντας τον Τάσο Γιαννίτση, ‘τελείως μόνο’, να προσπαθεί να κινηθεί ‘απέναντι στο ρεύμα’, έχοντας την υποστήριξη μεμονωμένων προσώπων που δεν ανήκαν στο χώρο της πολιτικής. Ως προς αυτό, έχουμε να κάνουμε με την ύπαρξη μίας κλασικής «γραφειοκρατικής διολίσθησης», εκεί όπου για να επιτύχει αυτή συνασπίσθηκαν αντι-μεταρρυθμιστές και ‘δογματικοί’ διαφόρων αποχρώσεων, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση του Τάσου Γιαννίτση από το υπουργείο Εργασίας και την τοποθέτηση του στην θέση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών. Ήσαν η κατοχή αυτού του αξιώματος που τον κατέστησε ‘ακίνδυνο ‘πολιτικά δια της ‘εξουδετέρωσης’ της μεταρρυθμιστικής ορμής του. Άλλωστε, σε ποιες σημαντικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να προχωρήσει κάποιος από την θέση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών. Ακόμη και αν η μεταρρύθμιση περνούσε και εφαρμόζονταν, το εγχώριο ‘οικοσύστημα,’ δεν θα επέτρεπε εύκολα την μακροημέρευση της. Ένα από τα πολιτικά λάθη που διέπραξε ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Κώστας Σημίτης, ήσαν η μη στήριξη στον Τάσο Γιαννίτση (εάν θέλεις να στηρίξεις πραγματικά έναν υπουργό, ακόμη και αν η μεταρρυθμιστική του προσπάθεια απέτυχε, απλά τον ‘επιβραβεύεις’ αναβαθμίζοντας τον και δηλώνοντας προς όλους πως ‘είσαι δίπλα του’). Η χρονική περίοδος όπου ενέσκηψε στην επιφάνεια το όλο ζήτημα, ήτοι το 2001, έναν μόλις χρόνο μετά την σημαντική εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου του 2000, αποδεικνύει πως σημασία δεν έχει το χρονικό διάστημα πραγματοποίησης μίας μεταρρύθμισης, όσο η ύπαρξης ισχυρής πολιτικής βούλησης και στρατηγικής που να λαμβάνει υπόψιν όλες τις παραμέτρους, ξεκινώντας με το εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος. Βλέπε και, Αλεξόπουλος, Άρης., ‘Η Μεταρρύθμιση των Πολιτικών του Κράτους και ο ρόλος της Δημόσιας Διοίκησης,’ Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Διοικητικών Επιστημόνων, Αθήνα, 2005, σελ. 605, Διαθέσιμο στο: (arisalexopoulos.gr) Και το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: Πόσες σημαντικές μεταρρυθμίσεις στήριξαν την τελευταία δεκαετία οι υπάλληλοι των διαφόρων υπουργείων; Πόσο υποστηρίχθηκε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Άννας Διαμαντοπούλου το 2011, από τους υπαλλήλους του υπουργείου Παιδείας;
[5] Οφείλουμε στον πρωθυπουργό την σημαντική υπενθύμιση του έργου που επιτέλεσαν προδικτατορικά, οι κυβερνήσεις της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Και γιατί αυτή η υπενθύμιση είναι σημαντική; Είναι σημαντική διότι λειτουργεί ως συμβολή σε μία διαφορετική ανάγνωση και ερμηνεία της περιόδου, λιγότερο ‘φορτισμένη’ και σίγουρα ‘απαλλαγμένη’ από τις επιφανειακές και ρηχές Αριστερές αναλύσεις περί ‘μη Δημοκρατίας,’ περί ‘πλήρους απουσίας Δημοκρατίας,’ περί ‘κεκαλυμμένης Δικτατορίας.’ Τώρα, η αναφορά στον Ανδρέα Παπανδρέου που δεν είναι ένας πολιτικός του ‘στυλ Μητσοτάκη,’ πολιτικός που να τον έχει επηρεάσει και ως προς την διαμόρφωση της πολιτικής του αντίληψης (η κοσμοθεωρία του πρωθυπουργού ήσαν και παραμένει βαθιά φιλελεύθερη, Δυτικότροπη και καταστατικά αντι-λαϊκιστική), αποδεικνύει περίτρανα την σημασία που θα δώσει ο ίδιος και ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης στη μεταρρύθμιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Ορθότερα, στην επανίδρυση του, καθότι μόνο με αυτό τον τρόπο (σε μία πρόχειρη κλίμακα μέτρησης των μεταρρυθμίσεων και του αποτυπώματος του, η επανίδρυση του ΕΣΥ καταλαμβάνει την πιο υψηλή θέση, νοούμενη ως μεταρρύθμιση-τομή), θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις νέες πολύπλοκες συνθήκες και στην αντιμετώπιση ασθενειών με ισχυρό κοινωνικό και προσωπικό αποτύπωμα όπως ο καρκίνος. Στο παρελθόν, πρόσφατο και μη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε αναφερθεί καθόλου στον Ανδρέα Παπανδρέου και στην πολιτική του πορεία και παρουσία.
[6] Το να πούμε πως μέσω αυτής της δήλωσης, ο πρωθυπουργός σπεύδει να καλύψει τον χώρο μεταξύ φιλελεύθερης Δεξιάς και εκσυγχρονιστικής Κεντροαριστεράς, είναι κάτι απολύτως σωστό. Όμως επειδή έχει ειπωθεί, θα το αποφύγουμε, ισχυριζόμενοι πως πλέον, με αυτό το πρόταγμα, αλλάζει ριζικά (ας το κρατήσουμε αυτό), η πολιτικοϊδεολογική και αξιακή φυσιογνωμία της Νέας Δημοκρατίας (κομματικός μετασχηματισμός) προσεγγίζοντας τον ‘Βενιζελισμό’ (ο Ελευθέριος Βενιζέλος ασκεί σταθερά επιρροή στον πρωθυπουργό) ο οποίος μέσω της αξιοποίησης των καλύτερων δυνατών στοιχείων δύο πρόδρομων πολιτικών ιδεολογιών ή παραδόσεων όπως ήταν ο ‘Τρικουπισμός’ και ο ‘Δηλιγιαννισμός,’ μπόρεσε να αλλάξει εν πολλοίς την φυσιογνωμία της χώρας. Αυτό που επιχειρεί αυτή την στιγμή ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δηλαδή την σύνθεση και την δημιουργική ώσμωση των καλύτερων παραδόσεων του ‘Καραμανλισμού,’ του ‘Ανδρεοπαπανδρεϊσμού’ και του ‘Σημιτισμού’ για να προχωρήσει με τις απαραίτητες και πολλές μεταρρυθμίσεις, δεν το επιχειρήσει κάποιο άλλο πολιτικό κόμμα εν καιρώ Μεταπολίτευσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος του «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού» είναι να παραμείνουν οι πιο σημαντικοί υπουργοί στην θέση τους για πάνω από 2 χρόνια. Ο Άδωνις Γεωργιάδης ανήκει στην κατηγορία των υπουργών της κυβέρνησης που μπορούν να υπηρετήσουν αυτόν τον στόχο, όντας εργατικός και επίμονος.