Με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου του Θανάση Χουλιάρα “Ποινική εξουσία, αντεγκληματική πολιτική και τα πολιτιστικά τους συγκείμενα”
Να ευχαριστήσω καταρχάς για την τιμή που μου έγινε να είμαι ένας από τους παρουσιαστές του εξαίρετου βιβλίου του Θανάση Χουλιάρα. Και για έναν ξεχωριστό λόγο. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του αδελφικού μου φίλου Βασίλη Καρύδη με μια αφιέρωση μάλιστα που συνοδεύεται από ένα πολύ συγκινητικό κείμενο. Είμαι βέβαιος πως παρόντες απόψε είναι και πολλοί άλλοι, συνάδελφοι, φίλοι και μαθητές του. Αισθάνομαι λοιπόν την αποψινή εκδήλωση και ως ένα είδος επιστημονικού μνημόσυνου για τον Βασίλη.
Επειδή δεν είμαι ούτε ποινικολόγος ούτε εγκληματολόγος, υποθέτω πως θα μου συγχωρεθεί μια κάποια παρέκκλιση από την επιστημονική ορθοδοξία. Αφορμώμενος λοιπόν από το περιεχόμενο του βιβλίου, θα αναφερθώ στην ποινική εξουσία και τη εγκληματική πολιτική, εστιάζοντας όμως όχι στα πολιτιστικά συγκείμενα όπως επιχειρεί ο συγγραφέας, αλλά σε αντίστοιχα θεσμικά και πολιτικά, αντλώντας εν μέρει από τη βουλευτική εμπειρία μου κατά την τετραετία 2019-2023 καθώς και από την αρκετά προγενέστερη ως Συνήγορος του Πολίτη (2003-2010).
Ως βουλευτής καταρχάς είχα την απαγοητευτική εμπειρία να ζήσω την κατεδάφιση του Ποινικού Κώδικα του 2019. Πρόκειται για μια κατά κυριολεξία αντιμεταρρύθμιση που αντί να επιτρέψει ένα χρονικό περιθώριο δοκιμασίας των νέων διατάξεων, σάρωσε τα πάντα μέσα σε ένα πνεύμα ποινικού λαϊκισμού. Είτε πρόκειται για σεξουαλικά εγκλήματα κατά ανηλίκων, είτε για γυναικοκτονίες, είτε για την οπαδική βία, τις δασικές πυρκαγιές, το σκάνδαλο των υποκλοπών ή το δυστύχημα στα Τέμπη, πάγια πολιτική της κυβερνητικής πλειοψηφίας ήταν μια σπασμωδική αντίδραση σε εγκλήματα της επικαιρότητας, μέσω βεβιασμένων νομοθετικών μεταβολών που κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν η μεταβολή επί το αυστηρότερο. Η ίδια τιμωρητική προσέγγιση επικράτησε και στο επίπεδο της σωφρονιστικής πολιτικής. Τις φυλακές ανέλαβε το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, ενέργεια απολύτως αντίθετη στη λογική που παραδοσιακά πρυτανεύει στον ευρωπαϊκό χώρο, όπου η αντεγκληματική πολιτική ανήκει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Η μεταφορά αυτή συνοδεύτηκε από μία αμιγώς κατασταλτική αντίληψη με συνέπεια να τεθούν στο περιθώριο άλλοι, εναλλακτικοί της φυλάκισης, τρόποι έκτισης της ποινής όπως η κοινωφελής εργασία και η ηλεκτρονική επιτήρηση (“βραχιολάκι”), ενώ ο θεσμός των αγροτικών φυλακών αφέθηκε να παρακμάσει.
Η ταφόπλακα στον ΠΚ του 2019 μπήκε με τον Ν. 5090/2024 που θεσπίστηκε κατά παράβαση σειράς προβλέψεων για την καλή νομοθέτηση.
‘Ολοι γνωρίζουμε πως η Εθνική Αντιπροσωπεία, η Βουλή των Ελλήνων, δεν λειτουργεί άψογα. Δεν πρέπει ωστόσο να λησμονούμε πως η Βουλή παραμένει ο μοναδικός θεσμός στον οποίο η πολιτική αντιπαράθεση διεξάγεται με τρόπο οργανωμένο και βάσει κανόνων που διασφαλίζουν το ζωτικό για τη δημοκρατία αγαθό της ισηγορίας. Επιπλέον, με την εισαγωγή των θεσμών της δημόσιας διαβούλευσης και της κοινοβουλευτικής ακρόασης των φορέων, η νομοθετική διαδικασία έχει αισθητά βελτιωθεί σε σχέση με το παρελθόν. Με δεδομένη τη χαοτική κακοφωνία που επικρατεί σήμερα στη δημόσια σφαίρα -και όχι μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- τον πολύτιμο αυτό ρόλο της Βουλής οφείλουμε, πιστεύω, να τον διαφυλάξουμε και ενισχύσουμε.
Αυτά ωστόσο που ανέφερα πιο πριν μάς δίνουν σε πολύ αδρές γραμμές μια πικρή γεύση του ποινικού λαϊκισμού που χαρακτηρίζει την κυβερνητική πολιτική των τελευταίων ετών. Για τον λαϊκισμό αυτό σημειωτέον πάγιο νομιμοποιητικό επιχείρημα υπήρξε το “κοινό περί δικαίου αίσθημα”, φράση που τη συναντάμε τόσο στις αιτιολογικές εκθέσεις πολλών από τα νσχ που αναφέραμε αλλά και επανειλημμένα στις αγορεύσεις εκπροσώπων της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Δεν σκοπεύω να αναφερθώ στις μεγάλες παγίδες που κρύβει η φράση “κοινό περί δικαίου αίσθημα”. Αρκούμαι μόνο να σημειώσω ότι καθώς πάσχει από μια εγγενή απροσδιοριστία είναι κατεξοχήν χρήσιμη στον λαϊκισμό ο οποίος αρέσκεται να ψαρεύει στα θολά νερά.
Νομίζω πως πολύ πιο χρήσιμη μπορεί να αποδειχθεί μια άλλη έννοια, που χρησιμοποιείται μεν σε συγγενή ζητήματα, είναι όμως δεκτική προσδιορισμού και εξειδίκευσης. Πρόκειται για την “εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη” που απασχολεί τον δημόσιο διάλογο τον τελευταίο καιρό. ‘Οταν λέμε “έχω εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη” θα συμφωνήσουμε πως εννοούμε ότι η εμπιστοσύνη αυτή δεν αφορά την αξία “δικαιοσύνη”. Αυτό από μόνο του δεν μας λέει τίποτα. Αφορά όμως τον φορέα που απονέμει δικαιοσύνη, δηλαδή τη δικαστική εξουσία, την οποία άλλωστε συχνά αναφέρουμε και ως Δικαιοσύνη (βλ. π.χ. η Ελληνική Δικαιοσύνη). Την εμπιστοσύνη αυτή μπορούμε να την εννοήσουμε ως εξής: Θεωρώ άξια εμπιστοσύνης, δηλαδή αξιόπιστη, τη δικαστική εξουσία υπό την έννοια ότι είναι αποτελεσματική, ότι δηλαδή πράγματι επιλύει τις διαφορές μεταξύ ιδιωτών ή μεταξύ ιδιωτών και του κράτους εφαρμόζοντας τον νόμο. Αυτόν όμως οφείλει να τον εφαρμόζει όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, δηλαδή ως ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Αποτελεσματικότητα και Ανεξαρτησία είναι συνεπώς οι δύο γνώμονες αξιοπιστίας της δικαιοσύνης.
Οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στη δικαιοσύνη είναι πολύ χαμηλή. Εύλογο το εύρημα, αφού όλοι γνωρίζουμε πόσο πολύ καθυστερεί η απονομή της δικαιοσύνης και ότι η χώρα μας έχει επανειλημμένα καταδικαστεί από το ΕΔΔΑ για τον λόγο αυτό. Επικρατεί επίσης η πεποίθηση ότι η δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη. Κι εδώ υπάρχει εξήγηση, αφού η ηγεσία της δικαιοσύνης διορίζεται από την κυβέρνηση. Κατά καιρούς, όλα τα πολιτικά κόμματα που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας έχουν δεσμευτεί ότι θα κόψουν αυτό τον δεσμό εξάρτησης της δικαστικής από την εκτελεστική εξουσία, δυστυχώς όμως, παρά τις επανειλημμένες συνταγματικές αναθεωρήσεις, η σχετική διάταξη του Συντάγματος παραμένει ως έχει από το 1975. Επειδή στην Ελλάδα ζούμε, το γεγονός αυτό καθεαυτό ότι η ηγεσία της δικαιοσύνης επιλέγεται από την Κυβέρνηση αρκεί για να υπονομεύσει το κύρος της, ειδικά σε πολύ κρίσιμες συγκυρίες όπως είναι η σημερινή.
Στον πυρήνα της ποινικής διαδικασίας εντοπίζονται τρεις βασικοί παράγοντες της δίκης: Ο κατηγορούμενος, το θύμα και ο δικαστής. Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, στην περιφέρεια αυτού του πυρήνα ενδέχεται να ενεργοποιούνται και άλλοι παράγοντες με δημόσια θεσμική ιδιότητα. Η Βουλή π.χ., η οποία μπορεί να εμπλακεί βάσει της περί ευθύνης υπουργών διαδικασίας ή λόγω μιας εξεταστικής επιτροπής. Κατά δεύτερο λόγο ενδέχεται να εμπλέκεται και κάποια ανεξάρτητη αρχή με ελεγκτικές αρμοδιότητες, π.χ. η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών ή ο Συνήγορος του Πολίτη.
Εδώ, το ερώτημα της αξιοπιστίας των θεσμών εκ των πραγμάτων διευρύνεται, καθώς δεν εμπλέκεται πια μόνον η δικαστική εξουσία, αλλά και οι ανεξάρτητες αρχές και μέσω της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η κυβέρνηση. Και επειδή οι υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται όλοι αυτοί οι συνταγματικοί παράγοντες κατά τεκμήριο απασχολούν έντονα την κοινή γνώμη και τον δημόσιο διάλογο, άρα και τα ΜΜΕ και βεβαίως τα πολιτικά κόμματα, το ζήτημα της θεσμικής αξιοπιστίας τείνει πλέον να περιλάβει το σύνολο του πολιτικού συστήματος.
Το σύνολο μεν αλλά όχι όλους εξίσου. Διότι την κύρια ευθύνη την φέρει πάντοτε η κυβέρνηση. Αυτή μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης εποπτεύει την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, η ίδια επίσης δια της κοινοβουλευτικής της πλειοψηφίας έχει τον αποφασιστικό λόγο όταν εμπλέκεται η Βουλή και, τέλος, μέσω της ιεραρχίας της δημόσιας διοίκησης η κυβέρνηση οφείλει να διασφαλίσει ότι η διοίκηση θα συνεργαστεί πλήρως με τις ανεξάρτητες αρχές.
Υποθέτω πως όλοι έχουν καταλάβει πού το πάω. Πράγματι, θίγω το ζήτημα των πολιτικών και θεσμικών συγκείμενων έχοντας κατά νου τρεις υποθέσεις : Τις τηλεφωνικές υποκλοπές, το δυστύχημα των Τεμπών και το ναυάγιο της Πύλου. Αυτά που γνωρίζουμε είναι ότι προς το παρόν οι υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης -Κατά σύμπτωση έχω κληθεί να καταθέσω στη δίκη που αρχίζει αύριο για τις υποκλοπές. Κατά τα λοιπά, δεν επιθυμώ να επεκταθώ στα της δικαιοσύνης για τις υποθέσεις αυτές. Υπάρχουν άλλοι αρμοδιότεροι να μιλήσουν. Περιορίζομαι μόνο να επισημάνω τις βαρύτατες κυβερνητικές ευθύνες τόσο στο θέμα της κοινοβουλευτικής διαχείρισης του σκανδάλου των υποκλοπών όσο και της τραγωδίας των Τεμπών. Και στις δύο περιπτώσεις συστάθηκε εξεταστική επιτροπή που, κατά τα ειωθότα, δεν οδήγησε πουθενά. Αντίθετα, εκεί όπου επιλήφθηκε ανεξάρτητη αρχή, δηλαδή στο σκάνδαλο των υποκλοπών και στο ναυάγιο της Πύλου έγινε σοβαρή δουλειά, όπως μπορούμε να κρίνουμε από τα πορίσματα της έρευνας των δύο αρχών. Και στις δύο περιπτώσεις επισημάνθηκαν οι βαρύτατες ευθύνες της ΕΥΠ στο σκάνδαλο των υποκλοπών και του Λιμενικού Σώματος στο ναυάγιο της Πύλου. Και δυστυχώς τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση η κυβέρνηση προτίμησε να φυγομαχήσει, κατά τρόπο απροκάλυπτο να συγκαλύψει την αλήθεια, οχυρωμένη πίσω από δήθεν κρατικά απόρρητα και αφού επανειλημμένα επιχείρησε να απαξιώσει και τους επικεφαλής των ανεξάρτητων αρχών.
Οι δύο ανεξάρτητες αρχές έσωσαν την τιμή του πολιτικού συστήματος, προφανώς όμως δεν είναι ικανές να σώσουν το ίδιο το σύστημα. Σε μια δημοκρατία όπου οι κυβερνώντες αρνούνται συστηματικά τη λογοδοσία, οι ανεξάρτητες αρχές δεν αρκούν για να φέρουν την πολυπόθητη κάθαρση. Γιατί όταν μιλάμε για τραγωδίες με δεκάδες νεκρούς, όπως είναι ο θλιβερός απολογισμός στα Τέμπη ή και εκατοντάδες, όπως σφόδρα πιθανολογείται για την Πύλο, κάθαρση μπορεί να υπάρξει μόνο με την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων. Κυρίως την ποινική τιμωρία. Αυτός είναι ο αναντικατάστατος ρόλος του ποινικού δικαίου. Αποτελεί μεν την ultima ratio στο πεδίο των επαπειλούμενων κυρώσεων, αλλά και το ultimum refugium, το έσχατο καταφύγιο, των θυμάτων μιας τραγωδίας.
‘Οπως είχα προϊδεάσει στην αρχή, έχω ξεφύγει από τα αυστηρά επιστημονικά χωράφια του βιβλίου που παρουσιαζουμε σήμερα. Επ’αυτού θα ακούσουμε άλλους αρμοδιότερους. ‘Εχω όμως την εμπειρία να διακρίνω την επιστημοσύνη ενός βιβλίου που ασχολείται με θέματα που μου είναι οικεία. Η κριτική ματιά του Θ. Χουλιάρα, σε συνδυασμό με την πλατιά εποπτεία τηςς ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας αφήνουν τον αναγνώστη με την αίσθηση ενός επιστημονικού έργου που θα είναι απαράκαμπτο σημείο αναφοράς για τα επόμενα χρόνια.