Πόσες και πόσες φορές έχω αναρωτηθεί τα τελευταία χρόνια που πέρασαν χωρίς τον Λεωνίδα, τι θα σκεφτόταν, ποιες θα ήταν οι εκτιμήσεις του, τι θα μας έλεγε, τι θα μας έγραφε, τι θα μας συμβούλευε για τα μεγάλα θέματα που κυριάρχησαν αυτόν τον καιρό στη χώρα και την κοινωνία. Πώς θα αντιμετώπιζε την κρίση, τις κυβερνητικές επιλογές, το μεταναστευτικό, τον Ελληνικό νεοναζισμό, την τρομοκρατία.
Η καθαρή του σκέψη, η αδογμάτιστη κρίση του, η βαθειά του πίστη στην ουσιαστική και κόσμια πολιτική αντιπαράθεση, η άρνησή του στη βία, ο γνήσιος ευρωπαϊσμός του και η συνεχής επίμονη προτροπή του για την συγκρότηση και αναγέννηση της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης μέσα από την συνάντηση της σύγχρονης αριστεράς με τις προοδευτικές κεντρώες δυνάμεις, διαμόρφωσαν πολιτικά όσους περπατήσαμε κοντά του και όσους συνεχίζουμε μέσα σε πολλαπλές δυσκολίες σήμερα.
Δεν δικαιώθηκαν βεβαίως οι αγώνες του. Η πολιτική και η κοινωνία κινήθηκαν με διαφορετικό τρόπο.
Καλύτερη καταγραφή αυτής της αδικαίωτης πορείας του δεν θα μπορούσε να υπάρξει από το εκπληκτικό σκίτσο του εξαίρετου Δημήτρη Χατζόπουλου το δημοσιευμένο την ημέρα της κηδείας του Λεωνίδα. Ρωτάει στο σκίτσο κάποιος «Ποιος πέθανε;» «Ένας εξαιρετικός σύντροφος που μας έπαιξε φυσαρμόνικα» του απαντάει ο διπλανός «Και έπαιζε καλά;» ξαναρωτάει «Που να ξέρουμε; Εδώ όλοι είμαστε κουφοί» η απάντηση.
Πάντως άφησε σε όλους όσοι τον άκουγαν ή δεν τον άκουγαν, τον θησαυρό του πολιτικού του ήθους.
Κλείνω το σημείωμα με την φράση του Γιάννη Βούλγαρη όταν τιμήσαμε εν ζωή οι φίλοι του τον Λεωνίδα, σε μια μεγάλη εκδήλωση:
«Λεωνίδα είμαστε τυχεροί που βρεθήκαμε στο δρόμο σου».
Δημοσιεύθηκε στην Ελευθερία του Τύπου