Για τον Λ. Κύρκο και τον Κ. Σημίτη

Νίκος Γκιώνης 16 Σεπ 2012

Αρχίζω αυτό το κείμενο προσθετικά, προκειμένου να αναφερθώ εισαγωγικά στο κύριο θέμα, στον Κ. Καραμανλή.

Η εμπλοκή του αρχικά για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ενοποιούμενη Ευρώπη, ξεκινά στη δεκαετία του 1960 με την αίτηση σύνδεσής μας και ολοκληρώνεται με την πολιτική του απόφαση για πλήρη και ισότιμη ένταξη αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Εκτός από τους προφανείς λόγους ευρωπαϊκής προστασίας της μεταδικτατορικής Ελλάδας, η κίνησή του αυτή ήταν κι ένα εμπροσθοβαρές βήμα για την πολιτισμική ένταξη της χώρας μας στη Δυτική Ευρώπη. Θυμάστε πόσο λοιδορήθηκε η φράση του «ανήκουμε στη Δύση», αντιδιαστελλόμενη με την άλλη του Ανδρέα, που μιλούσε για την Ελλάδα που ανήκει στους Έλληνες. Την εποχή εκείνη στο Παρίσι, όπου βρισκόταν και ο Καραμανλής από το 1961έως το 1974, ο Αξελός, ο Παπαϊωάννου κ.ά , μιλούν για την Ελλάδα της ταυτόχρονης πατημασιάς στις προπολιτικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που πια δεν υπήρχε και στις αστικές Δημοκρατίες της Δύσης. Οι έγκριτοι βιογράφοι του, τελικά, κατέληξαν πως ο Κ. Καραμανλής, με την απόφαση ζωής του, προσπάθησε δύο πράγματα να πετύχει:

1. Ασφάλιση της Πολιτικής Δημοκρατίας

2. Πολιτική και πολιτισμική ολοκλήρωση της χώρας.

Χωρίς να μπούμε σε άλλες περιόδους της διακυβέρνησης Κ. Καραμανλή -τουλάχιστον αμφιλεγόμενες- οι τότε επιλογές του για την Ελλάδα στην ΕΟΚ, δικαιώθηκαν ιστορικά, παρά τους σημερινούς κλυδωνισμούς.

Ο Λ. Κύρκος, ενώ ήταν δομημένος πολιτικός με επαμφοτερίζουσες, για τις εποχές τους, αναμονές -αναγνώριση του ΚΚΕεσωτ. απο ΚΚΣΕ, σχέσεις με Τσαουσέσκου- ταυτόχρονα αποτελούσε και αντιπροσωπευτικό παράδειγμα πολιτικού «εν τω γενάσθαι», ακολουθώντας τις πιο πρώιμες αναζητήσεις για τον Ευρωκομμουνισμό του Μπερλινγκουέρ και του Καρίγιο. Αυτές οι τελευταίες, με τη δόκιμη επεξεργασία τους από διανοούμενους όπως ο Πουλαντζάς ή ο Τσουκαλάς, άρχισαν σιγά-σιγά να ομογενοποιούνται ως προσωπική θέση και κομματική αντίληψη του φορέα του. Η οργανωμένη του θετική, πια, αντίληψη για την Ευρώπη, εμπεριείχε τις απόψεις Καραμανλή, αλλά έβαζε κι ένα σωρό άλλα θέματα της τότε Δημοκρατικής Αριστεράς, όπως αλληλεγγύη Ευρωπαίων εργαζομένων, γενικότερα ανθρώπινα δικαιώματα και στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις και στις παραγωγικές δυνάμεις, ενώ γίνονταν και οι πρώτες νύξεις για μια μελλοντική πολιτική και οικονομική φεντερασιόν της Ευρώπης. Οι προτάσεις του είχαν ταυτόχρονα έναν μερικώς ουτοπικό και έναν ρεαλιστικό χαρακτήρα.

Στην Ιταλία, στο μεταξύ, ο Μπερλινγκουέρ, μαζί με την ιδεολογική κληρονομιά του Νένι, άρχιζε ουσιαστικά να επανατοποθετεί τον Δημοκρατικό Σοσιαλισμό σε μια εφαπτομένη του ριζοσπαστικού ρεφορμισμού. Το κακό έγινε όταν η κυοφορούμενη κυβερνητική συνεργασία Μπερλινγκουέρ-Μόρο, τερματίστηκε άδοξα από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, κυρίως, και τον πρόωρο θάνατο του Ενρίκο. Παρόλα αυτά, έμεινε μια στέρεη παρακαταθήκη συνεργασίας συντηρητικής και σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής εκδοχής, στη ρεαλιστική κατεύθυνση του μερικού εξανθρωπισμού του καπιταλισμού.

Πρωτομάστορας της μεταλαμπάδευσης κι εδώ τέτοιων αντιλήψεων, ήταν πλέον ο Κύρκος. Το μείον της προσπάθειας στα χρόνια εκείνα, ήταν ο αντιευρωπαϊσμός του ΠΑΣΟΚ και η ταυτόχρονη έλξη του από περίεργα τριτοκοσμικά καθεστώτα. Στη σκέψη του ΠΑΣΟΚ, στην καλύτερη περίπτωση, υπήρχε χώρος μόνο για τον Σουίζι και τον Σαμίρ Αμίν και τις ορθές αναλύσεις τους για τα μητροπολιτικά κέντρα και τις περιφερειακές χώρες. Με τη διαφορά, όπως και οι ίδιοι δήλωναν, οι θεωρίες τους αφορούσαν τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, την Ευρωπη δεν τη γνώριζαν επαρκώς. Έτσι, στα χρόνια εκείνα, δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί μια σύγκλιση σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων δυτικόστροφης αντίληψης.

Βέβαια, πορευόμενο προς το 1981, το ΠΑΣΟΚ και ο Παπανδρέου είχαν την πολιτική πανουργία να βάλουν την Ευρώπη από το πορτάκι, αλλάζοντας το «ΕΟΚ –ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», σε μια ειδική, α λα Νορβηγία, σχέση με την ΕΟΚ. Μόνον που δεν έλεγε πόσο διαφορετικές ήταν οι οικονομίες των δύο χωρών.

Τις ίδιες περιόδους, οι άλλοι σοσιαλιστές της Ευρώπης, μαζί με τους Ευρωκομμουνιστές, όπου υπήρχαν και με μετριοπαθείς αστούς του Κέντρου, προσπαθούσαν να μετριάσουν τον μονοπωλιακό καπιταλισμό στα δυτικά κέντρα. Ο Σμίτ, ο Γκονθάλες, ο Καρίγιο, ο Μπερλινγκουέρ, ο Σοάρες, ακόμη κι ο Μιτεράν, εγκαλούντο ως παραλλαγμένη και γι’ αυτό πιο επικίνδυνη δεξιά, ενώ ο Κύρκος αλλά και ο Ηλιού, ήταν η Αριστερά φίλη των μπουρζουάδων. Πόσα πολλά «ΑΝ» θα μπορούσαμε να είχαμε στην περίπτωση προγραμματικών συγκλίσεων της όλης Δημοκρατικής Αριστεράς και πολιτικά φιλελεύθερων στελεχών των Συντηρητικών…

Πάντως, έστω και με μεγάλη χρονοτριβή, εκεί προς το 1991, ο Ανδρέας ενέταξε οργανικά τα ΠΑΣΟΚ στο άρμα της Σοσιαλδημοκρατίας.

Την τιμή της Δημοκρατικής Αριστεράς έσωσε ο Λ. Κύρκος. Με όχημα τις θέσεις του, αλλά και τη μη ναρκισσιστική χαρισματικότητά του, οι παρεμβάσεις του ξεπερνούσαν κατά πολύ την εμβέλεια του κόμματός του και μπόλιασαν την Ευρωπαικη Ιδέα σε ικανό τμήμα του προοδευτικού κόσμου, απενοχοποιώντας την έναντι είτε των δημαγωγικών ακροτήτων, είτε της νεάντερταλ Αριστεράς. Μα η πιο βαθιά διακύβευση όλων των επεμβάσεων ως το θάνατό του, ήταν η είσοδος του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στην πολιτισμική μας ταυτότητα.

Ο Κ. Σημίτης, υπήρξε απόλυτα συνειδητοποιημένος όσο και προβλεπτικός στις θέσεις του, από νωρίς. Κλασσικός σοσιαλδημοκράτης που αναζητά και ψάχνεται. Ήδη, από τη δεκαετία του 1960, ο ΟΜΙΛΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, στον οποίο ο Σημίτης και άλλοι ξεχωριστοί ανήκουν, αναζητά τρόπους για τον ταυτόχρονο προοδευτικό εκσυγχρονισμό και τον δυτικό προσανατολισμό. Έτσι, σαν γνήσιος ριζοσπάστης σοσιαλδημοκράτης, φτιαγμένος και σε λουθηρανικά περιβάλλοντα, αυτός και οι λιγοστοί τότε ομόδοξοί του, κατάλαβαν τα ευεργετικά για την Ελλάδα αποτελέσματα που θα είχε η ενεργός συμμετοχή της στα ευρωπαϊκά δρώμενα. Η ένταξή του στη Δημοκρατική Άμυνα ήταν αναμενόμενη, ωστόσο η μεταπήδησή του στο ΠΑΚ ξάφνιασε πολλούς.

Πάντως, κι εντός ΠΑΣΟΚ μετά, εξέφρασε με παρρησία τον Δυτικότροπο Σοσιαλδημοκρατικό Λόγο, εξαρχής. Γύρω στο 1977, η αφίσα που πρότεινε για την Ευρώπη των Λαών και όχι των μονοπωλίων, του δώρισε μια τετράχρονη απομάκρυνση από τα τεκταινόμενα στο ΠΑΣΟΚ. Όταν το 1981 έγινε Υπουργός Γεωργίας, εφάρμοσε στην πράξη πολλά από αυτά που πίστευε. Οργάνωσε τους Συνεταιρισμούς, εισηγήθηκε και πέτυχε τα ΜΟΠ, πρότεινε και οργάνωσε διευρωπαϊκές δράσεις, κ.λπ. Δυστυχώς για την Ελλάδα της αρπαχτής, οι Συνεταιρισμοί διεφθάρησαν και τα ΜΟΠ κατέληξαν κατά ένα μέρος σε άρμεγμα κοινοτικών επιδοτήσεων για άλλες καλλιέργειες και μετά σε ιδιόμορφο μερκαντιλισμό.

Ο Κ. Σημίτης, αντίθετα από τον Λ. Κύρκο, ήταν λιγότερο οραματικός και πιο πολύ ρεαλιστής, γι’ αυτό και οργάνωνε όλες τις διευρωπαϊκές δράσεις με τεχνοκρατική επάρκεια και πολιτικό ρεαλισμό. Αυτός όμως ασκούσε εξουσία και έτσι έπρεπε να είναι. Η Ευρώπη, στον Κύρκο είχε και χαρακτηριστικά φαντασιακής θέσμισης, στον Σημίτη ήταν ζώσα πραγματικότητα. Εκτός από Ευρώπη των λαών είναι και Ευρώπη της καινοτομίας, της ανάπτυξης και των πιο αντιστατικών επιχειρησιακών μοντέλων, ενώ ακόμα ο Διαφωτισμός μας διδάσκει την ανεξιθρησκία και την ανεκτικότητα. Αυτά και πολλά περισσότερα, ο Σημίτης τα εφάρμοσε όποτε του δόθηκε η ευκαιρία από θέσεις ευθύνης.

Στα δύσκολα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, με το κόμμα στο οποίο ανήκε να λαϊκίζει διαρκώς, ο Σημίτης κράτησε όρθια την ευρωπαϊκή σημαία στο ΠΑΣΟΚ και στη κοινωνία, με προσωπικό κόστος. Και κατά σύμπτωση, χαρακτηριζόταν κι αυτός, όπως και ο Κύρκος, δεξιός.

Αλλά και σήμερα, μέσα στην τρομερή δίνη, ο λόγος του είναι μεστός νοημάτων και προτάσεων, δίπλα στον Σμίτ, τον Μπεντίτ, τον Σρέντερ, τον Γκράας και βέβαια στον Γ. Χάμπερμας. Μέσα στη Χεγκελιανή ενωτική διαδικασία του πνεύματος και των ιδεών, κρύβεται ίσως η αυριανή μέρα της Ευρώπης με περισσότερη δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση. Τα λειτουργικά, πλην τεχνοκρατικά μέτρα Μ. Ντράγκι, κι όσα θα έρθουν, απαιτούν και ένα στέρεο πολιτικό αντέρεισμα.

Όσο για την Ελλάδα, οι συγκλίσεις που δεν έγιναν τότε με βάση τον Ευρωπαϊκό Λόγο και τον μεταρρυθμιστικό εκσυγχρονισμό, ας γίνουν τώρα.

*Ο Νίκος Γκιώνης είναι πολιτικός μηχανικός.