Για το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ

Βασίλης Δεληγκάρης 14 Φεβ 2013

– Ήταν ένα ιστορικό ατύχημα;

– Μια καταστροφική απρονοησία;

– Ή μήπως μια χαρούμενη σχολική εκδρομή που κατέληξε σε τραγωδία;

Ό,τι και να ήταν, το κακό έγινε, πάει τελείωσε και δυστυχώς δεν αλλάζει! Η πραγματικότητα είναι ίσως κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, ή σε όλα αυτά μαζί. Αλλά ούτως ή άλλως, η πραγματικότητα υπήρξε πολύ σκληρή σχεδόν για όλους μας, πολίτες, εργάτες, παραγωγούς, υπαλλήλους, κοινωνία, πολιτικό σύστημα, πολιτικούς, κόμματα. Ένας ολόκληρος κύκλος, μια ολόκληρη περίοδος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας έκλεισε, με μια παταγώδη κατάρρευση. Σε όλα τα επίπεδα.

Εν προκειμένω το ΠΑΣΟΚ, ένα ιστορικό πλέον σοσιαλιστικό κόμμα, που στο τέλος αυτού του μήνα πραγματοποιεί το Συνέδριό του, το κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα τα περισσότερα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, με μεγάλη προσφορά στην τρίτη ελληνική δημοκρατία και στην ελληνική κοινωνία, δεν υπάρχει πια όπως το γνωρίσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Είναι πια μια ασώματος κεφαλή που ζητά να ξαναπάρει σάρκα και οστά, ένα φάντασμα του παλιού καλού εαυτού του, που σέρνει μέρα – νύχτα τις αλυσίδες του και πληρώνει δυσανάλογα μαζί με τις δικές του και για τις αμαρτίες όλου του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Μιας μεταπολιτευτικής περιόδου, ωστόσο, που υπήρξε η καλύτερη στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και η οποία έλαβε τέλος με πραγματικά σκληρό και δραματικό τρόπο. Μέσα σε δύο χρόνια, το πάλαι ποτέ κραταιό κίνημα που πρωταγωνίστησε σε αυτά τα 38 χρόνια, έχασε περισσότερο από τα 2/3 της εκλογικής του επιρροής και κυρίως το μεγάλο κεφάλαιο της αξιοπιστίας του ως κυβερνητικό κόμμα.

Τα ερωτήματα που τίθενται είναι πλέον υπαρξιακά για το ΠΑΣΟΚ και συνεπώς το καθιστούν υποχρεωμένο να πάρει ιστορικές αποφάσεις όσον αφορά στην πορεία του μέσα στον νέο ιστορικό κύκλο που βίαια έχει ανοίξει. Αποφάσεις και απαντήσεις για όλα, τη φυσιογνωμία, την ιδεολογία, την οργανωτική του συγκρότηση, το καταστατικό. Θα έλεγα όμως ότι αυτό που χρειάζεται κυρίως να κάνει σήμερα, πριν από όλα, είναι να θέσει τα ερωτήματα, τα σωστά ερωτήματα… Αν είναι δυνατόν να τεθούν και να διατυπωθούν σωστά τα ερωτήματα αυτά, χωρίς ταμπού, δογματισμούς και προκαταλήψεις, το ΠΑΣΟΚ θα έχει ήδη διανύσει το μισό δρόμο και για τις απαντήσεις. Απαντήσεις που φυσικά δεν είναι εύκολο να δοθούν με βεβαιότητες, αποκλειστικότητες, στερεότυπα και θέσφατες αντιλήψεις και θεωρίες, ιδιαίτερα σήμερα που η κοινωνική και οικονομική κατάσταση είναι εξαιρετικά σύνθετη, πολύπλοκη, πολλές φορές αντιφατική και κυρίως εκρηκτική.

Το ΠΑΣΟΚ, αν θέλει να έχει μέλλον, πρέπει να μετεξελιχθεί σε σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό κόμμα. Θα έλεγα σε κανονικό ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Με τάσεις και ρεύματα σκέψεις στο εσωτερικό του, με κανονικές θεσμικές δημοκρατικές εσωτερικές λειτουργίες και όργανα, με κυβερνώσες πλειοψηφίες και θεσμικά κατοχυρωμένες και με δικαίωμα λόγου μειοψηφίες.

Τέτοιο κόμμα στην Ελλάδα, δεν υπάρχει. Για να αναδειχθεί έτσι, ακόμη μία φορά και μέσω αυτού του ελλείμματος, η θεσμική καθυστέρηση σε επίπεδο πολιτικού συστήματος, που μαζί με τους εκλογικούς νόμους και τον σταυρό προτίμησης, μαζί με τη γενικότερη υστέρηση σε σύγχρονες οικονομικές και κοινωνικές δομές, αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία και βάση του πελατειακού πολιτικού συστήματος, τον εκμαυλισμό της πολιτικής ζωής και τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στην κατάρρευση της χώρας.

Οφείλει το νέο αυτό, ουσιαστικά πολιτικό μόρφωμα που πρέπει να προκύψει από το Συνέδριο, είτε ως μια τομή στην ιστορική συνέχεια, είτε ως εντολή και εξουσιοδότηση για μετάβαση σε ένα ευρύτερο διάδοχο πολιτικό σχήμα, να προσπαθήσει πολύ για να ξαναεκφράσει τις σύγχρονες δυνάμεις της εργασίας και του πολιτισμού και τα σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένα σήμερα μεσαία στρώματα. Γι’ αυτά τα τελευταία, έχει και μια επιπλέον ιστορική ευθύνη να προσπαθήσει να τα συγκρατήσει εντός του προοδευτικού δημοκρατικού τόξου, μιας και στην κατάσταση που βρίσκονται, με ευκολία στρέφονται και πέφτουν στην αγκαλιά του φασισμού.

Πρέπει επίσης να αποσαφηνίσει ορισμένα θέματα, όπως ότι:

1. Δεν υιοθετεί ως φυσιογνωμικά και προγραμματικά του στοιχεία και δεν ταυτίζεται με τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες – μονεταριστικές οικονομικές συνταγές που κυριαρχούν σήμερα στην Ευρώπη και που επιβάλλονται εκβιαστικά στη χώρα μας.

2. Δεν εξαντλεί την πολιτική του παρουσία στον κυβερνητισμό, αλλά θέλει να αλλάξει τις δομές της οικονομίας, τον τρόπο ιδιοποίησης και διανομής του πλούτου και την καθυστερημένη κοινωνική και κρατική οργάνωση, με ριζοσπαστικές αλλαγές και προοδευτικές μεταρρυθμίσεις.

3. Η αποδοχή και εφαρμογή των μνημονίων από τις κυβερνήσεις μας μετά το 2009 και η παρουσία του στις κυβερνήσεις συνεργασίας, πριν και μετά τις εκλογές, υπήρξε κατά κύριο λόγο ένας «ιστορικός συμβιβασμός» που καθορίστηκε αποκλειστικά και αναγκαστικά από την τραγική οικονομική και πολιτική συγκυρία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο και από την ανάγκη απολύτου προτεραιότητας για τη σωτηρία της χώρας.

Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ συμμετέχουν σήμερα σε μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, η οποία αναγκάζεται να συνεχίζει την εφαρμογή ενός πολύ σκληρού και κοινωνικά άδικου προγράμματος, μια και η παραμονή της χώρας στην Ε.Ε και η συνέχιση του εντελώς απαραίτητου δανεισμού, δεν μπορεί να συνεχιστεί με άλλον τρόπο.

Δεν αποτελεί ορθή και σώφρονα απόφαση μια αποχώρηση αυτή τη στιγμή από την κυβέρνηση, όπως αρκετοί εντός και εκτός των «τειχών» εισηγούνται ή απαιτούν, γιατί αυτό θα οδηγούσε άμεσα σε εκλογές, πιθανόν αλλεπάλληλες και δι’ αυτής της οδού με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφική διακοπή του χρηματοδοτικού προγράμματος. Ιδιαίτερα δε όταν ζητείται με κάθε δυνατό τρόπο και μέθοδο, που δημιουργούν συνθήκες γενικότερης αποσταθεροποίησης, «να φύγει» η σημερινή κυβέρνηση, με τον τρόπο που το κάνουν σήμερα κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Μια πολυκομματική συμμαχική κυβέρνηση, η οποία, να θυμηθούμε ότι δημιουργήθηκε έπειτα από δύο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις και που δεν έχει ακόμη κλείσει ένα χρόνο ζωής. Κυβέρνηση στην οποία είχαν την ευκαιρία και την εθνική υποχρέωση, θα έλεγα, να μετάσχουν, αλλά δεν το έπραξαν, χωρίς ούτε και να επιχειρήσουν να διαμορφώσουν και μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, αγγίζοντας με αυτόν τον τρόπο τα όρια του πολιτικού τυχοδιωκτισμού.

Όμως, από την άλλη πλευρά, και η συμμετοχή σε μια συμμαχική κυβέρνηση, δεν πρέπει και δεν μπορεί να θεωρείται, σε κάθε περίπτωση, δεδομένη (βρέξει-χιονίσει), ούτε και ανεπιφύλακτη, αλλά υπό όρους και προϋποθέσεις και στη βάση διαρκώς ανανεωμένων και επικαιροποιημένων προγραμματικών και πολιτικών συμφωνιών. Οι οποίες θα πρέπει να γίνονται σεβαστές από τον Πρωθυπουργό και τους υπουργούς και να τηρούνται. Ούτε μπορεί κάθε τόσο να αναλαμβάνονται πολιτικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες που εκφράζουν μόνο τις αντιλήψεις και το πρόγραμμα της ΝΔ και του Σαμαρά, όπως αυτές που έρχονται το τελευταίο χρονικό διάστημα , όπως ο νόμος για την ιθαγένεια, η συζήτηση για τον περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας και ο νέος φόρος για τα ακίνητα έτσι όπως παρουσιάσθηκε αρχικά. Η συμμετοχή σε μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, δεν αποτελεί ιστορική παρέκκλιση και παραχάραξη της φυσιογνωμίας ενός κόμματος, αλλά ιστορική εθνική επιταγή, εφόσον οι συμμετέχοντες έχουν στο μεταξύ αποσαφηνίσει και ξεκαθαρίσει, ποιοι είναι, τι θέλουν, ποιους εκπροσωπούν και πού θέλουν να πάνε…

Το ΠΑΣΟΚ υπήρξε, ως γνωστό, ο κύριος κορμός της κεντροαριστεράς στη χώρα μας. Δεν έγινε τυχαία κάτι τέτοιο, αυτό συνέβη επειδή κατάφερε να συνενώσει σε ένα ριζοσπαστικό για την εποχή, αλλά συγχρόνως και ρεαλιστικό πολιτικό πρόγραμμα και σχέδιο, με καταλυτική βέβαια την χαρισματική πολιτική παρουσία του ιδρυτή του, Α. Παπανδρέου, όλες τις πέραν της κομμουνιστικής αριστερά προοδευτικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και να τις παντρέψει με τις κεντρώες αστικές δυνάμεις της εποχής, που δεν μπορούσαν να εκπροσωπήσουν πλέον τη Δημοκρατική Παράταξη διά της Ένωσης Κέντρου, η οποία είχε ήδη κλείσει στο μεταξύ τον ιστορικό πολιτικό κύκλο της.

Σήμερα που ανοίγει μια άλλη εποχή για την Ελλάδα, εξαιρετικά δύσκολη, αλλά πάντως νέα, μεταξύ των προκλήσεων των «μοντέρνων καιρών» είναι σίγουρα η αναδημιουργία της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης, η δημιουργία της παράταξης μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς. Μιας κεντροαριστεράς που θα καταφέρει να ξαναπερπατήσει πέραν της παλαιοημερολογίτικης κομμουνιστικής αριστεράς και της «αναρχοκομμουνιστικής», απολιτίκ, υστερικής εκδοχής του ΣΥΡΙΖΑ, που έτσι κι αλλιώς αυτοαποκλείονται. Παρά το γεγονός ότι υπήρξε μία περίοδος που επικράτησε η αντίληψη και από διάφορες πλευρές επενδύθηκαν ελπίδες ότι η κεντροααριτερά θα αναγεννηθεί μετά την καταστροφή του ΠΑΣΟΚ, τώρα πλέον άρχισε να γίνεται κατανοητό ότι κάτι τέτοιο δεν «δικαιώθηκε» από τις εξελίξεις. Και πως το ΠΑΣΟΚ άντεξε και αντέχει, με τάσεις τώρα μάλιστα ανάκαμψης και επανασυσπείρωσης, ως ο βασικός ακόμη, αν και «τσουρομαδημένος», κορμός της παράταξης.

Συνεπώς, στις πολιτικές συνθήκες που δημιουργούνται, ο Β.Βενιζέλος και Φ. Κουβέλης και όσοι άλλοι πιστεύουν στην αναδημιουργία μιας νέας μεγάλης σοσιαλδημοκρατικής οντότητας, ενός νέου προοδευτικού συνασπισμού εξουσίας, πρέπει να πάρουν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα τις σχετικές πρωτοβουλίες για την συνένωση – συνασπισμό των δύο μεγαλύτερων κομμάτων του χώρου, με την συμμετοχή και άλλων κινήσεων και ομάδων που αναλαμβάνουν το τελευταίο χρονικό διάστημα αντίστοιχες πρωτοβουλίες.