Λιγότερος από ένα μήνα έμεινε και κανένας δε φαίνεται να ασχολείται με το Συνέδριο του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ, πλην των εντεταλμένων των συμμετεχόντων στο εγχείρημα κομμάτων να συμμετέχουν στις διάφορες επιτροπές προετοιμασίας. Τα λιγοστά δημοσιεύματα ασχολούνται με το μόνο θέμα που φαίνεται να απασχολεί τους ιθύνοντες, που δεν είναι άλλο από τον πρωτοφανή –για τα δεδομένα ενός συνεδρίου- αριθμός διορισμένων. Διορισμένοι στην Οργανωτική Επιτροπή Συνεδρίου, που έφτασαν τους 650, χωρίς να γνωρίζει κανείς πως επιλέχτηκαν αυτοί, διορισμένοι σύνεδροι, διορισμένοι ακόμα και στην ίδια την Κεντρική Επιτροπή, όργανο που θα προκύψει από την τριήμερη διαδικασία στα μέσα του Μαρτίου. Η πολιτική λείπει από την μέχρι τώρα συζήτηση και δεν έχει φανεί ένα στίγμα, ενώ τα κόμματα δείχνουν να πορεύονται εν ηρεμία μεν, κάνοντας ότι θέλουν δε.
Μάλλον σε χρόνο ρεκόρ φαίνεται να ξεθυμαίνει ο ενθουσιασμός που υπήρξε – πέρα από την προτίμηση του καθένα για Πρόεδρο- και αυτό αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις. Σύμφωνα με την έρευνα της OPINION POLL τον Δεκέμβριο του 2017 η πρόθεση ψήφου για το ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ ήταν 7,5% (8,8% χωρίς τα λευκά και άκυρα). Άλλες μετρήσεις έδιναν μέχρι και 1% – 1.5% περισσότερο, αλλά μέχρι εκεί. Αυτό που φαινόταν καθαρά πάντως σε όλες, ήταν ότι υπήρχαν σχεδόν μηδενικές εισπράξεις από το κόμμα που είχε ισοπεδώσει το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια ώρα που η Ν.Δ. φαίνεται να εισπράττει περίπου το 10% των ψήφων του. Τα μεγέθη αυτά εμφανίζουν τάσεις κάμψης τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο. Ας σημειώσουμε ότι τον Σεπτέμβριο του 2017 σύμφωνα με μέτρηση πάλι της OPINION POLL το άθροισμα των ποσοστών ΔΗΣΥ και ΠΟΤΑΜΙΟΥ βρισκόταν στο 4,5%, ενώ τον Μάρτιο στο 6,5%.
Τι προκύπτει από αυτά τα στοιχεία; Πρώτον ότι εμφανιζόταν μια τάση συρρίκνωσης των ποσοστών αυτών των δυνάμεων, που προφανέστατα αυτό διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση να επιταχυνθούν οι διαδικασίες ένωσης όλων των δυνάμεων του χώρου. Κάθε άλλη επιλογή θα ήταν αυτοκτονική ενόψει εκλογών. Το ΠΟΤΑΜΙ θα έμενε εκτός Βουλής και μάλιστα με πολύ χαμηλά ποσοστά, αλλά και η ΔΗΣΥ θα άντεχε μεν, αλλά δεν θα πετύχαινε καμία ιδιαίτερα συγκλονιστικά εκλογική επίδοση. Αυτό πάντα σύμφωνα με τις τάσεις, που παρουσιάζονταν στις συγκεκριμένες συγκυρίες, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συνθήκες της επόμενης εκλογικής μάχης θα είναι πολωτικές μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Δεύτερον, ότι η διαδικασία εκλογής Προέδρου του νέου κόμματος συσπείρωσε δυνάμεις και δημιούργησε κλίμα που απεικονίστηκε στις έρευνες Νοεμβρίου, Δεκεμβρίου. Σημειώνουμε βέβαια ότι σε καμία περίπτωση δε μιλάμε και πάλι για «εκτίναξη» ποσοστών, αν θυμηθούμε ότι ΔΗΣΥ και ΠΟΤΑΜΙ είχαν συγκεντρώσει αθροιστικά ποσοστό περίπου 11% στις εκλογές του 2015. Φαινόταν δηλαδή μια συσπείρωση που δεν διασφάλιζε κάτι στα σίγουρα πλην μιας καλής αφετηρίας και ότι όλα τα άλλα αποτελούν ένα στοίχημα. Κανείς δε θα μπορεί για παράδειγμα να θεωρήσει ότι το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία αν το νέο κόμμα δεν έπαιρνε ένα 13% – 15% στις επόμενες εκλογές. Τρίτον, στο διάστημα που μεσολάβησε αναπτύχθηκαν τάσεις οριακής πτώσης από την μια και μια εδραίωση αυτή την στιγμή της τρίτης θέσης. Οποιαδήποτε πάντως πρόβλεψη του ποσοστού που θα συγκεντρώσει στις ερχόμενες εκλογές είναι αδύνατη, αφού όλα θα κριθούν. Όποιος θεωρεί σίγουρη τρίτη δύναμη το ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ και μάλιστα με ποσοστό που θα υπερβαίνει το 10% απλά αυταπατάται. Αυτός είναι ο στόχος που όμως δεν είναι διασφαλισμένος.
Το Συνέδριο ερχόταν επομένως να παίξει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στο να δώσει μια ώθηση, αυτό όμως δεν φαίνεται να γίνεται τουλάχιστον μέχρι αυτή την στιγμή. Αυτό είναι το ζητούμενο. Φαίνεται να έχουν γίνει βασικά λάθη που αν δεν ληφθούν υπόψη θα κοστίσουν. Ποια είναι αυτά;
ΠΡΩΤΟΝ: Φαίνεται σαν να θεωρούνται δεδομένοι συμμέτοχοι στο εγχείρημα – ή και ψηφοφόροι – οι 220.000 που συμμετείχαν στην εκλογή Προέδρου. Αυτό όμως δεν ισχύει. Η ταύτιση ψηφοφόρων σε εκείνη τη διαδικασία ως μελών ή ακόμα και αυριανών ψηφοφόρων δεν υπάρχει.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ: Η διαδικασία εκλογής Προέδρου αποτέλεσε σημαντικό πολιτικό και κοινωνικό γεγονός, κάτι που σφραγίστηκε από την ανέλπιστα μεγάλη συμμετοχή. Το Συνέδριο δεν παρουσιάζεται ως κάτι τέτοιο, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Σαφώς δε φταίει η κοινωνία ή ακόμα και οι 220.000. Φταίνε όσοι σπαταλούν δυνάμεις σε διορισμούς επιτροπών, στη δημιουργία μιας εικόνας ότι απασχολεί περισσότερο η κατανομή ρόλων ανάμεσα στα κόμματα ερήμην της βάσης. Παραγνωρίζεται ότι σημαντικό τμήμα των 220.000 δεν αισθάνονται ενταγμένοι σε κάποιο κόμμα, αλλά θα ήθελαν να συμβάλουν στην αυθεντική, ριζοσπαστική δημιουργία ενός νέου μορφώματος, στο οποίο θα εκπροσωπούνται και τώρα αισθάνονται αποξενωμένοι από όσα αποφασίζονται. Παραγνωρίζεται, ότι πολλοί κατέβηκαν επειδή ήθελαν να ψηφίσουν κάποιον ως Πρόεδρο και το να βλέπουν ότι κόμματα που δεν κατέβασαν υποψήφιο (λόγω αδυναμίας ή συμφωνιών κορυφής) διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο στις διαδικασίες από υποψήφιους που συγκέντρωσαν σημαντικά ποσοστά (π.χ. Ν. Ανδρουλάκης, Γ. Καμίνης, Γ. Μανιάτης) είναι κάτι που λειτουργεί απωθητικά. Παραγνωρίζεται ότι υπάρχουν στελέχη από κοινωνικούς χώρους που συνέδεσαν την πολιτική τους πορεία με την υπόθεση της Κεντροαριστεράς από τις αρχές της δεκαετίας το ΄90 και επειδή δεν ανήκουν σε κάποιο κόμμα ή κάποιο μηχανισμό, δεν έχουν καν καλεστεί να συμβάλουν.
ΤΡΙΤΟΝ: Λείπει εντελώς η πολιτική από την συζήτηση στην πορεία προς το Συνέδριο. Πότε θα συζητηθεί η φυσιογνωμία, το ιδεολογικό – πολιτικό – προγραμματικό στίγμα ενός κόμματος που δεν υπάρχει και φρόντισε να εκλέξει πρώτα αρχηγό; Ποια είναι η πρόταση για την διακυβέρνηση του τόπου και πως μπορεί να υπάρξει όταν η ρητορεία για «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ» συνοδεύεται από την τακτική των ίσων αποστάσεων; Ποια είναι τα βασικά προτάγματα του νέου κόμματος που θα μπορούσαν να ηλεκτρίσουν κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις και να τροφοδοτήσουν πολιτικές αναδιατάξεις; Η εικόνα που υπάρχει είναι εικόνα θολούρας και αυτό δεν αντικαθίσταται από τις γενικά σωστές τοποθετήσεις σε θέματα της επικαιρότητας, οι οποίες και πάλι δεν συνοδεύονται από πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να αναδείξουν τον φορέα.
ΤΕΤΑΡΤΟΝ: Οι συμφωνίες που αφορούν το Συνέδριο δημιουργούν μάλλον απογοήτευση. Μπορεί στο όνομα των ισορροπιών να υπάρξει αυθεντικό, δημοκρατικό Συνέδριο με Οργανωτική Επιτροπή 650 μελών, που κάποιοι διόρισαν όπως ήθελαν για να μπορέσουν να χωρέσουν όλοι, με το 50% των συνέδρων διορισμένων και με το νέο κεντρικό όργανο που θα αναδειχτεί από το 50% διορισμένων αντιπροσώπων να είναι κατά 50% διορισμένο; Ποιος πιστεύει ότι μπορεί να συγκινηθούν χιλιάδες πολίτες από αυτό το άχαρο, κακότεχνο παιχνίδι ισορροπιών; Πολύ περισσότερο όταν συνοδεύονται από δήθεν καινοτόμες ιδέες για κλήρωση 300 γυναικών αντιπροσώπων ή και Συνέδριο με όλους διορισμένους; Πόσο μπορούν να απασχολούν την κοινωνία αυτά τα δείγματα φόβου και προσπάθειας ελέγχου των πάντων; Ασφαλώς και έπρεπε να διασφαλιστεί μια στοιχειώδης εκπροσώπηση των κομμάτων, αλλά αυτό δεν μπορεί, δεν θα μπορούσε να υπερβαίνει το πολύ το 15% – 20% των Συνέδρων. Όλα αυτά προφανώς θα οδηγήσουν και οδηγούν σε απαξία το Συνέδριο, τα όργανα που θα προκύψουν και σε απομάκρυνση χρήσιμων, ζωντανών, ενεργών δυνάμεων.
Έμεινε λίγος χρόνος μέχρι το Συνέδριο και είναι δύσκολο να διορθωθούν όλα αυτά. Ωστόσο όλα αυτά λειτουργούν υπονομευτικά για το νέο εγχείρημα. Κανείς δεν ακολουθεί – πλην των πολύ πιστών – ένα κόμμα που είναι όλα προσχεδιασμένα πριν από αυτόν γι αυτόν. Η ζωή βέβαια θα δείξει, αλλά ας μην ξεχνούν οι ιθύνοντες, ότι έχουν ελπίσει εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες για να δημιουργηθεί ένας νέος, σύγχρονος, δυναμικός, ανανεωμένος χώρος των δυνάμεων του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς και δεν θα αντέξουν μια νέα αποτυχία, ένα νέο χαστούκι.
Ας μην ξεχνούν δε, ότι η πορεία των εκλογικών επιδόσεων της Κεντροαριστεράς ξεκίνησε 44% (μετρώντας το ΠΑΣΟΚ) το 2009, πήγε στο 19,91 % και στο 18,44% στις δύο εκλογές του 2012 (συμπεριλαμβάνοντας ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) για να φτάσει στο 13% και στο 11% στις εκλογές του 2015 (μετρώντας ΔΗΣΥ και ΠΟΤΑΜΙ). Τι σημαίνει αυτή η παράθεση αυτών των ποσοστών; Ότι ή θα σηματοδοτηθεί τώρα μια πορεία ανάκαμψης και επιστροφής σε πρωταγωνιστικό ρόλο της Κεντροαριστεράς ή το μέλλον θα είναι αβέβαιο και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δυστυχώς όμως το τελευταίο θα σήμαινε ακόμα πιο μεγάλη εδραίωση του δίπολου, που φαίνεται να διαμορφώνει πλέον τις καταστάσεις, αυτό της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ.