Είναι το καλύτερο βιβλίο που έχει γραφτεί για το μακεδονικό. Αλλά αυτή είναι μια άκρως υποκειμενική παρατήρηση. Υπάρχει, όμως, και μια αντικειμενική διαπίστωση: Ότι ένας επιστήμονας μόλις 31 χρόνων, μετά από μια επίμονη και επίπονη έρευνα, καταφέρνει να αποκαλύψει πτυχές μιας διπλωματικής ιστορίας που, ηθελημένα ή αθέλητα, παρέμεναν στο ημίφως. Και πετυχαίνει να εξηγήσει πολύ καθαρά, στο βιβλίο του Το μακεδονικό ζήτημα 1962-1995 (εκδόσεις Καστανιώτη), πώς φτάσαμε “από τη σιωπή στη λαϊκή διπλωματία”.
Είναι ενδιαφέρουσα και η στιγμή: Γιατί έκλεισε ακριβώς μισός αιώνας από τότε που οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας κατέληξαν σε μια μυστική συμφωνία κυρίων, με επίκεντρο το μακεδονικό. Με αφετηρία αυτήν την άγνωστη συμφωνία, ο συγγραφέας, αξιοποιώντας ένα πλούσιο ανέκδοτο υλικό, υφαίνει μια αφήγηση η οποία φωτίζει τις πολυεπίπεδες διπλωματικές διαδρομές που οδήγησαν στις κινητοποιήσεις για το όνομα της Μακεδονίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Γεννημένος το 1981 στην Αθήνα, ο Γιώργος Καλπαδάκης μεγάλωσε στη Σαουδική Αραβία, την Ουγγαρία και τη Σουηδία. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στο University College London και το London School of Economics, επέστρεψε στην Ελλάδα το 2005, για να εκπονήσει τη διδακτορική διατριβή του στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σήμερα διδάσκει στα τμήματα Νομικής και Πολιτικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «τυφλό σημείο» για την ελληνική ιστοριογραφία την περίοδο που προηγήθηκε της ανεξαρτητοποίησης της πΓΔΜ, κι αυτό όχι μόνο λόγω των αρχειακών περιορισμών, οι οποίοι σταδιακά αίρονται, αλλά επειδή πιστεύει ότι έχει υποεκτιμηθεί ο βαθμός στον οποίο η μακροχρόνια σιωπή γύρω από το μακεδονικό επέδρασε αρνητικά στην πολιτική μας, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Τονίζει επίσης ότι η περίοδος αυτή αποτελεί «τυφλό σημείο» και για τους γείτονές μας, γιατί συμπίπτει με την εντατικοποίηση της σλαβομακεδονικής εθνογενετικής διαδικασίας. Και είναι αλήθεια ότι όσο περισσότερο φωτίζονται τα τεκταινόμενα της περιόδου κατά την οποία επιταχύνθηκε η οικοδόμηση της νεοπαγούς αυτής ταυτότητας, τόσο τείνει να διαλυθεί η αχλύ μακραίωνης δόξας, με την οποία η ηγεσία της πΓΔΜ επιχειρεί διακαώς να την περιβάλλει.
Τα τριάντα χρόνια μέχρι το 1992, καταδεικνύει η μελέτη, αποτελούν μια περίοδο «σιωπής» στο μακεδονικό. Έτσι την χαρακτήρισε πρώτος, άλλωστε, ο κατεξοχήν εμπειρογνώμονας του Υπουργείου Εξωτερικών για το θέμα, κ. Ευάγγελος Κωφός, μεταξύ των υπηρεσιακών παραγόντων που είχαν τη διορατικότητα να εμφυσήσουν πραγματισμό στην πολιτική μας γύρω από το μακεδονικό. Η αφετηρία της περιόδου της σιωπής, εντοπίζεται σε μια συμφωνία κυρίων που συνομολογήθηκε χωρίς να δημοσιοποιηθεί, το 1962, μεταξύ του τότε Υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ και του Γιουγκοσλάβου ομολόγου του, Κότσα Πόποβιτς, που είχε ως στόχο τη μη-ανακίνηση του μακεδονικού δημοσίως. Έκτοτε, και μέχρι το 1991, το πνεύμα της συμφωνίας θα ετηρείτο από κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων.
Η μελέτη αναλύει τους παράγοντες που οδήγησαν στη συμφωνία, ο βασικότερος εκ των οποίων αφορούσε τις γεωπολιτικές ισορροπίες του Ψυχρού Πολέμου, που επέτασσαν τη σύσφιγξη των σχέσεων της Αθήνας με την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία. Σχέσεις που διαταράσσονταν όποτε το μακεδονικό ανεκινείτο στη δημόσια σφαίρα, λόγω των εσωτερικών αντιδράσεων που προκαλούνταν στην Ελλάδα. Εξάλλου, έχοντας να αντιμετωπίσει τον «εξ ανατολών κίνδυνο» και ιδιαίτερα το Κυπριακό, η Αθήνα είχε πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις από τη φθίνουσα «από βορρά απειλή», ώστε να ριψοκινδυνεύσει να δηλητηριάσει τις σχέσεις της με το Βελιγράδι. Υπήρχαν όμως και εσωτερικοί παράγοντες. Στη μεταπολίτευση, το κραταιό πρόταγμα της εθνικής συμφιλίωσης υπαγόρευε την αποφυγή θεμάτων ικανών να αναμοχλεύσουν τα εμφυλιακά πάθη. Και το μακεδονικό, υπήρξε, από αυτήν την άποψη, ένα θέμα πολύ έντονα φορτισμένο. Ένας άλλος παράγοντας σχετιζόταν με το πολιτικό κόστος, στο οποίο αναφέρθηκε ρητά και ο ίδιος ο Αβέρωφ στις συνομιλίες που κατέληξαν στη «συμφωνία της σιωπής», όταν είπε ότι η συγκινησιακή πλευρά του μακεδονικού δημιουργούσε «πολιτικόν στοιχείον πολύ σκληρόν» για τις ελληνικές κυβερνήσεις. Οι εσωτερικές αντιδράσεις που είχαν προκληθεί από τις ελληνογιουγκοσλαβικές συμφωνίες μεθοριακής επικοινωνίας του 1959, είχαν ήδη προϊδεάσει τον ελληνικό πολιτικό κόσμο για το εκλογικό τίμημα που θα είχε η δημόσια, ανοικτή αντιμετώπιση του θέματος. Παρά τα πολυάριθμα μηνύματα που λάμβαναν οι ελληνικές κυβερνήσεις, ήδη από τη δεκαετία του 1970, ότι υπήρχε ενδεχόμενο να διαλυθεί η Γιουγκοσλαβία, δεν προείδαν τις συνέπειες μιας πιθανής αποσύνθεσής της, ειδικότερα όσον αφορά στο μακεδονικό. Κυριολεκτικά μέχρι την ύστατη ώρα, λίγο πριν να ανεξαρτητοποιηθεί η πΓΔΜ, το 1991, ήσαν πεπεισμένες ότι το κρατίδιο αυτό θα συνέχιζε να αποτελεί μέρος μιας χαλαρής συνομοσπονδίας, στην οποία το Βελιγράδι θα κατάφερνε να ελέγχει τα ακραία εθνικιστικά στοιχεία.
Έτσι, μετά τη διμερή συμφωνία του 1962, που συνήφθη στην Κηφισιά, η ελληνική πλευρά μπορεί εξωτερικά να έδειχνε σαν να μην αναγνωρίζει την ύπαρξη της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», αλλά στην πραγματικότητα ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε. Ο συγγραφέας καταδεικνύει ότι οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες γνώριζαν, κατέγραφαν τα τεκταινόμενα και όπου έκριναν σκόπιμο, παρενέβαιναν, πάντοτε διακριτικά. Αυτό που διαφαίνεται εναργώς από τα τεκμήρια που μελέτησε, ήταν η αχίλλειος πτέρνα αυτής της πολιτικής. Ποια ήταν αυτή; Ότι κανείς δεν μερίμνησε να καταστήσει κοινωνούς τους πολίτες για τις εξελίξεις στο μακεδονικό και για την παράλληλη διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής πολιτικής αντιμετώπισής τους από την Αθήνα.
Γιατί, όπως εξηγεί ο Καλπαδάκης, κατά την περίοδο της σιωπής, τα Σκόπια πέτυχαν να διεθνοποιήσουν τις πολιτικές και πολιτιστικές τους αξιώσεις, αξιοποιώντας την αυξανόμενη δυνατότητα συμμετοχής που είχαν οι οργανώσεις και οι φορείς τους στα διεθνή επιστημονικά κι ανθρωπιστικά φόρα. Στις δεκαετίες που προηγήθηκαν της ανεξαρτητοποίησής της, η πΓΔΜ κατάφερε, αξιοποιώντας ποικίλα μέσα και συνεπικουρούμενη από μια εξαιρετικά δραστήρια διασπορά στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία, η οποία ήταν ψυχή τε και σώματι ταγμένη στον κραταιό εθνογενετικό σκοπό, να διαδώσει τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» και να το συνδέσει με τη σλαβομακεδονική ταυτότητα που επιχειρούσε να συγκροτήσει. Όσο αστήρικτες κι αν ήταν πολλές από τις αξιώσεις που πρόβαλε κι ανεξάρτητα από τις διαφωνίες που αντέτειναν πολλοί ξένοι επιστήμονες, ήδη στη δεκαετία του 1960, η διεθνής κοινή γνώμη είχε αρχίσει να εμπεδώνει την ιδέα ότι το όνομα αυτό δεν αφορούσε πλέον μόνο την Ελλάδα, αλλά και μια αρτιπαγή σλαβική ταυτότητα. Χωρίς όμως να οικοδομηθεί στην Ελλάδα η επίγνωση της διεθνούς απήχησης που τύγχαναν οι σλαβομακεδονικές εθνογενετικές προσπάθειες, λοιπόν, είναι φυσικό ότι η ανεξαρτητοποίηση της πΓΔΜ, το 1991, ενεργοποίησε ανακλαστικά που παρέπεμπαν ευθέως στο επεκτατικό παρελθόν της μεταπολεμικής περιόδου, εκεί όπου είχε «παγώσει» η πρόσληψη του θέματος από την εγχώρια κοινή γνώμη.
Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο ο Γ. Καλπαδάκης χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία του 1991, «γνωσιακά αφοπλισμένη». Η εσωτερική πρόσληψη του μακεδονικού θέματος, μέχρι το 1991 περιοριζόταν κυρίως στην ανάδειξη των ελληνικών ριζών της αρχαίας Μακεδονίας και στον Μακεδονικό Αγώνα. Στη μεταπολίτευση, ακόμα και οι πιο πρόσφατες αναφορές στα βουλγαρογιουγκοσλαβικά επεκτατικά σχέδια της δεκαετίας του 1940, μειώθηκαν, λόγω των ευαισθησιών που συνδέονταν με τον εμφύλιο. Εν μία νυκτί και χωρίς επίγνωση των τεκταινομένων που μεσολάβησαν, η ανεξαρτητοποίηση της πΓΔΜ αναθέρμανε σκοτεινές μνήμες από το μακρινό παρελθόν και η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνισμού έκρινε ότι το όνομα αυτής της χώρας, δεν έπρεπε να έχει καμία αναφορά στη Μακεδονία.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, μέχρι το 1991 η θέση «ούτε όνομα, ούτε παράγωγα», εθεωρείτο ανεδαφική από τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες, που παρακολουθούσαν στενά τις διεθνείς εξελίξεις στο μακεδονικό. Το τρίπτυχο της πολιτικής μας στο θέμα, αφορούσε στην εγκατάλειψη του σλαβομακεδονικού αλυτρωτισμού και την αποκήρυξη των μειονοτικών αξιώσεων από την πλευρά των Σκοπίων, καθώς και στην αποτροπή των γειτόνων από το να μονοπωλούν το όνομα «Μακεδονία», ήμαστε δηλαδή υπέρ μιας σύνθετης ονομασίας κοινής αποδοχής. Αυτό είναι κάτι που το αποδέχονταν όλοι, από τις κυβερνήσεις της ΕΡΕ και τον πραγματιστικό πυρήνα του δικτατορικού καθεστώτος, μέχρι το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 και την κοινοβουλευτική αριστερά. Μετά το 1991, ωστόσο, η ονοματολογική διάσταση του μακεδονικού όχι μόνο απέκτησε πρωτεύουσα σημασία, αλλά και αναθεωρήθηκε ριζικά, ώστε να απορρίπτεται ακόμα και η χρήση ενός παραγώγου του ονόματος από τους γείτονες. Κεντρικός στόχος έγινε η απάλειψη κάθε αναφοράς στον όρο «Μακεδονία», ώστε η γειτονική χώρα να αποκαλείται «Νέα Δαρδανία», «Βαρδαρία», «Σλαβηνία», ή κάτι άλλο πάνω σε αυτές τις γραμμές. Αυτή η ριζική αναθεώρηση, όπως εξηγείται στο βιβλίο, αποτελεί βασικό κληροδότημα της περιόδου της «σιωπής» και θα χρειαζόταν δεκαπέντε χρόνια από το 1992 για να ανατραπεί και επισήμως.
Βέβαια, το εκρηκτικό μείγμα που δημιουργήθηκε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, είχε ακόμα ένα στοιχείο, εκτός από την μακροχρόνια έλλειψη ενημέρωσης που θα πυροδοτούσε τα συλλαλητήρια για το όνομα της Μακεδονίας: Τις ιδιαίτερες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα. Την «μεταψυχροπολεμική συγκυρία», όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας, η οποία σημαδεύτηκε από τον απογαλακτισμό μιας σειράς φορέων από τον κρατικό-κομματικό εναγκαλισμό. Από την τοπική αυτοδιοίκηση, τα μέσα ενημέρωσης και τους συνδέσμους βιομηχάνων, μέχρι τις εκκλησιαστικές οργανώσεις, τα συνδικάτα και τις τοπικές ενώσεις πολιτών, μια πλειάδα μικρών και μεγάλων συσσωματώσεων απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, όρθωσαν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια το ανάστημά τους με αφορμή τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις για το μακεδονικό. Και εδώ έχουμε ακόμη ένα πρωτότυπο εύρημα της μελέτης: Ότι πίσω και κάτω από το ενωτικό σύνθημα για την «ελληνικότητα της Μακεδονίας», οι φορείς αυτοί επιχείρησαν να προωθήσουν τις διακριτές, ενίοτε εκ διαμέτρου αντίθετες μεταξύ τους, πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές ατζέντες.
Σε κάθε περίπτωση, ως αποτέλεσμα της «λαϊκής διπλωματίας» στην οποία επιδόθηκαν οι φορείς αυτοί, η ονοματολογική διάσταση του Μακεδονικού όχι μόνο απέκτησε πρωτεύουσα σημασία, αλλά και αναθεωρήθηκε ριζικά, ώστε να απορρίπτεται ακόμα και η χρήση ενός παραγώγου του ονόματος από τους γείτονες. Όπως υπογραμμίζει ο Καλπαδάκης, αυτό αποτελεί βασικό κληροδότημα της περιόδου της σιωπής και θα χρειαζόταν δεκαπέντε χρόνια από το 1992 για να ανατραπεί και επισήμως, απόφαση που λήφθηκε χωρίς να δοθεί ιδιαίτερη δημοσιότητα, το 2007.