Για το Κοινοβούλιο της περιόδου 2019-2023

Σίμος Ανδρονίδης 27 Απρ 2023

Με άρθρο του στην εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ ο κοινοβουλευτικός συντάκτης (ας μην τον αποκαλέσουμε μόνο δημοσιογράφο), Λάμπρος Σταυρόπουλος, παραθέτει ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία σχετική με την κοινοβουλευτική δραστηριότητα της τετραετίας 2019-2023.

Το άρθρο έχει γραφεί με αφορμή την επίσημη και τυπική διάλυση της Βουλής, που εν προκειμένω θα λάβει χώρα το Σάββατο 22 Απριλίου, σχεδόν έναν μήνα πριν από την πραγματοποίηση των βουλευτικών εκλογών. Πέραν της καθαυτό ενημερωτικής του σημασίας το άρθρο αποκτά και μία ιδιαίτερη θεωρητική σημασία για νομικούς (συνταγματολόγους) και πολιτικούς επιστήμονες και γλωσσολόγους που καταπιάνονται επισταμένως με τα της κοινοβουλευτικής λειτουργίας και δραστηριότητας, με το πως εφαρμόζεται ο Κανονισμός της Βουλής, με το με ποιον τρόπο αναπτύσσεται ο κομματικός-πολιτικός ανταγωνισμός εντός του Κοινοβουλίου, για τα χαρακτηριστικά της κοινοβουλευτικής ρητορικής.

 Η τελευταία μάλιστα είναι ένα ιδιαίτερα αναπτυσσόμενο επιστημονικό πεδίο, με τον Van Eemeren να έχει συμβάλλει σε αυτή την εξέλιξη, αναλύοντας το περιεχόμενο των κοινοβουλευτικών λόγων και συζητήσεων επί τη βάση του «ζεύγους επιχειρηματολογίας/πειθούς»,[1] για να παραπέμψουμε στην Ειρήνη Τσαγκαράκη και στη διδακτορική της διατριβή.

 Όπως γράφει ο κοινοβουλευτικός συντάκτης, «σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε στην τελευταία συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής ο απερχόμενος Πρόεδρος της Κώστας Τασούλας, από τις εκλογές του Ιουλίου του 2019 έως τώρα η εθνική αντιπροσωπεία ψήφισε 423 νομοσχέδια, εκ των οποίων 270 νόμοι και 153 διεθνείς συμβάσεις, κάτι που ποσοτικά μεταφράζεται σε αύξηση 50% σε σύγκριση με την προηγούμενη Βουλή που είχε ψηφίσει 284 νομοσχέδια, εκ των οποίων 187 νόμους και 97 διεθνείς συμβάσεις».[2] Που οφείλεται όμως αυτή η αύξηση των νομοσχεδίων συγκριτικά με την τετραετία 2015-2019; Πρώτον, οφείλεται στην ύπαρξη παράλληλων και πολλαπλών κρίσεων που κατέστησαν αναγκαία την έγκαιρη και καλή νομοθέτηση και τη συστηματική εξειδίκευση και επικαιροποίηση ήδη ψηφισμένων νομοσχεδίων.

Για παράδειγμα, η περίοδος της πανδημικής κρίσης που συνοδεύθηκε από σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της Βουλής των Ελλήνων, κατέστησε σχεδόν απαραίτητη την υποβολή νομοσχεδίων και την συστηματική επικαιροποίηση τους αναλόγως των διακυμάνσεων και της εξέλιξης της πανδημίας του κορωνοϊού, σε ένα εγκάρσιο σημείο όπου η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας τέθηκε σε πρώτο πλάνο.

Δίχως αυτό να σημαίνει πως είχαμε την μετατροπή του τότε υπουργού Υγείας Βασίλη Κικίλια, από έναν υπεύθυνο ομιλητή-αγορητή, σε κοινοβουλευτικό ρήτορα που σήκωσε πάνω του το μεγαλύτερο μέρος της αντιπαράθεσης με τα άλλα κόμματα και τους κοινοβουλευτικούς τους εκπροσώπους.

Δεύτερον, στην μεγαλύτερη άνεση που αισθάνθηκαν αρκετοί βουλευτές της συμπολίτευσης (και της αντιπολίτευσης), και υπουργοί, οι οποίοι, απαλλαγμένοι σχεδόν από το καθεστώς μνημονιακής εποπτείας της χώρας (η πανδημική κρίση επιτάχυνε τις εξελίξεις), νομοθέτησαν χωρίς την ύπαρξη πολλών και εκ των προτέρων δεσμεύσεων (όχι ότι αυτές εξέλιπαν εντελώς), δίνοντας έμφαση σε εσωτερικά θέματα, σε θέματα της εκλογικής τους περιφέρειας, σε θέματα παραμελημένα την τετραετία της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων.

Τρίτον, στην κοινοβουλευτική απουσία της Χρυσής Αυγής, απουσίας αισθητής στο ήθος και στο ύφος των κοινοβουλευτικών παρεμβάσεων-ομιλιών (όχι ό,τι δεν παρατηρούμε την ύπαρξη ομιλιών με οιονεί ‘πολεμικό’ και συγκρουσιακό ύφος), εκεί όπου αυτή, διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο στην παραγωγή πιο ποιοτικού κοινοβουλευτικού λόγου,[3] ενθαρρύνοντας τους υπουργούς και τους βουλευτές να προβούν στην νομοθέτηση χωρίς τον φόβο και το άγχος του ό,τι θα υποστούν λεκτική-ψυχολογική βία από τους βουλευτές της οργάνωσης.

Όπως συνέβαινε ενίοτε την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο. Ο φόβος όμως,  υπόρρητα υπήρχε και επηρέαζε, ακόμη και αν οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής δεν είχαν κάποια πρόθεση άσκησης λεκτικής-ψυχολογικής βίας. Εξάλλου, δεν είμαστε θιασώτες της απλοϊκής αντίληψης πως για την όποια ‘κακή κοινοβουλευτική λειτουργία’ ευθύνονταν μόνο η νεο-ναζιστική  Χρυσή Αυγή.

 Τέταρτον, στην πολύ συγκροτημένη και άρτια επιστημονική εργασία που έκαναν οι επιστημονικές συνεργάτες βουλευτών και υπουργών, εργασία που και  συνετέλεσε στην αύξηση της κοινοβουλευτικής παραγωγής, αλλά, και στην προσέγγιση του ό,τι θα προσδιορίσουμε ως ‘κοινοβουλευτική αριστεία.’

Η συμβολή των επιστημονικών συνεργατών διαφαίνεται και στην μείωση της εισαγωγής προς συζήτηση και ψήφιση επειγόντων και κατεπειγόντων νομοσχεδίων, εξέλιξη καθ’ όλα σημαντική («από 47 σε 10»),[4] και των άσχετων τροπολογιών που εκτρέπουν την κοινοβουλευτική συζήτηση και την υποβιβάζουν στο επίπεδο της διαχείρισης και της βιαστικής και πρόχειρης νομοθέτησης. Το γεγονός πως η Βουλή  της περιόδου 2019-2023, ήσαν αναθεωρητική δεν επηρέασε την αυξημένη κοινοβουλευτική παραγωγή και την αυξημένη ποιότητα αυτής, καθότι δεν έχει σχέση άμεσα με το εν στενή εννοία ‘νομοθετείν’ και δη με το ‘καθημερινό νομοθετείν.’

Διαδικασία που παράγει κοινοβουλευτικούς άνδρες μικρής ή βραχυπρόθεσμης (απλή αντίκρουση επιχειρημάτων και εστίαση σε αυτό, χωρίς πρόθεση αλλαγής τώρα ή στο μέλλον), μέσης (αντίκρουση επιχειρημάτων σε συνδυασμό με προτάσεις περιορισμένου εύρους) και μακράς διάρκειας (εστίαση στην παραγωγή θετικού κοινοβουλευτικού λόγου, υπό μορφή υπόδειξης στον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό και στην κυβέρνηση: ‘Ενσωμάτωσε και κάνε’).

 

[1] Βλέπε σχετικά, Τσαγκαράκη, Ειρήνη., ‘Ελληνικός Κοινοβουλευτικός λόγος,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2022, σελ. 42, Διαθέσιμη στο: Τσαγκαράκη Ειρήνη (2022 Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)) Ελληνικός κοινοβουλευτικός λόγος (ekt.gr) Εκτιμούμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως η μελέτη της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση αφενός μεν για την όσο πιο διεισδυτική και στοχευμένη μελέτη του κοινοβουλευτικού λόγου ή αλλιώς, της κοινοβουλευτικής γλώσσας, και, αφετέρου δε, για την μελέτη της ποιότητας του λόγου που παρήχθη. Προσθέτοντας μία επιπλέον παράμετρο, θα λέγαμε πως οφείλουμε να εστιάζουμε στα είδη του κοινοβουλευτικού-λαϊκιστικού λόγου που ενσκήπτουν, αν και για έναν λαϊκιστή πολιτικό, το κοινοβούλιο δεν αποτελεί προνομιακό χώρο για την εκφορά ενός τέτοιου λόγου. Μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, κατά τη διάρκεια των διάφορων κοινοβουλευτικών συζητήσεων, επενδύουν εξαρχής συμβολικούς, γλωσσικούς και πολιτικούς πόρους, τόσο στην «μη αποδοχή μιας τοποθέτησης» (αμιγής διαφωνία), συνηθέστερα ενός υπουργού, όσο και στο μοντέλο της «πολλαπλής διαφωνίας». Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως εκκινούν από μία συγκεκριμένο νομοσχέδιο με το οποίο διαφωνούν, για να περάσουν πολύ γρήγορα και δίχως ενδιάμεσα στάδια, στο άνοιγμα επιπλέον ‘μετώπων’ και δη πολιτικών ‘μετώπων’ ώστε να διαφανεί η διαφωνίας τους συνολικά με την κυβέρνηση αλλά και την υπόλοιπη αντιπολίτευση, εάν χρειαστεί.

[2] Βλέπε σχετικά, Σταυρόπουλος, Λάμπρος, ‘Ο απολογισμός μιας τετραετίας,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 19/04/2023, σελ. 14. Εάν επιλέγαμε ενδεικτικά, πράγμα που σημαίνει πως δεν είναι η μόνη, από τις ομιλίες-‘σταθμούς’ κατά τη διάρκεια της θητείας της παρελθούσας Βουλής, θα μπορούσαμε να σταθούμε στην ομιλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη από του Βήματος της Ολομέλειας, την 1η Μαρτίου του 2022, λίγες ημέρες μετά την έναρξη της βάρβαρης Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία. Η ομιλία του πρωθυπουργού έφερε τα εξής χαρακτηριστικά: Πρώτον, ήσαν αυστηρά μονοθεματική, μη παρεκκλίνοντας στιγμή από το ιστορικό ή από το μείζον συμβάν (Ρωσική στρατιωτική εισβολή) και τον στόχο της πολιτικής, αξιακής, ηθικής, ιστορικής καταδίκης του, κάτι που παρέχει όχι μόνο τη δυνατότητα της υψηλότερης συγκέντρωσης στο περιεχόμενο της ομιλίας, αλλά, διαμορφώνει και τις προϋποθέσεις ώστε όλοι όσοι τοποθετηθούν, να μην παρεκκλίνουν καθόλου από το θέμα. Με έναν ιδιαίτερο τρόπο λοιπόν, ο πρωθυπουργός δέσμευσε γλωσσικά τους επόμενους ομιλητές, εξέλιξη που συνιστά βασική προϋπόθεση για την διεξαγωγή μίας ποιοτικής κοινοβουλευτικής συζήτησης. Δεύτερον, διάνθισε τον λόγο του με πολλές και πυκνές ιστορικές αναφορές από την ευρωπαϊκή και σοβιετική ιστορία του 20ου αιώνα, από την σύγχρονη ιστορία της Ουκρανίας και των σχέσεων της με την Ρωσία, προκειμένου να καταστεί λογικός (‘για ποιους λόγους εισβάλλει η Ρωσία στη γειτονική της χώρα;’ ‘Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί είναι εκ προοιμίου αδύνατα, ανιστόρητα και εσφαλμένα’), πειστικός σε πολλούς, γνωρίζοντας μάλιστα εκ των προτέρων τις αντιδράσεις που θα προκύψουν από Αριστερά έδρανα καθώς και από τα έδρανα όπου κάθονται οι βουλευτές της Ελληνικής Λύσης (‘για πολλούς και διάφορους λόγους η Ελλάδα στέκεται στο πλευρό της αμυνόμενης Ουκρανίας’), και επίσης, επιδραστικός στους βουλευτές της δικής του παράταξης, δηλώνοντας προς αυτούς, εμμέσως πλην σαφώς, ‘πάρτε εν συνόλω ή μέρη της ομιλίας μου και ενσωματώστε τα στα δικά σας επιχειρήματα, στις δικές σας αναλύσεις και αφηγήσεις περί Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία.’ Μάλιστα, πέτυχε αναφερόμενος στη «βίαιη κολεκτιβοποίηση της γη από τα Σοβιέτ», να αποτρέψει τις λεγόμενες «άσχετες διακοπές» (Ειρήνη Τσαγκαράκη), από βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος, τα οποία, αντί να αντιδράσουν εντόνως φωνασκώντας και κατηγορώντας, ως είθισται (πρώτη και τελευταία ‘γραμμή’ γλωσσικής άμυνας) για αντι-κομμουνισμού, αναδιπλώθηκαν στις θέσεις του με ‘τρόμο,’ αναλογιζόμενοι πως θα απαντήσουν σε έναν πρωθυπουργό που ‘γνωρίζει ιστορία’ και μπορεί να αντιπαρατεθεί στη συνήθη επιχειρηματολογία τους. Τρίτον, επιχείρησε την λεγόμενη γλωσσική-πολιτική σύνδεση, αντί να ακροβατεί και να αφήνει το θέμα να αιωρείται, μεταξύ Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία και της Τουρκικής στην Κύπρο το 1974 (δεν εξετάζουμε εδώ την σύγκριση μεταξύ δύο διαφορετικών βίαιων υποδειγμάτων δράσης), πετυχαίνοντας να αναδείξει τόσο την εμβέλεια του Διεθνούς Δικαίου που είναι σαφές και κατηγορηματικό και δεν είναι με το μέρος του εισβολέα, όσο και το ό,τι η Ελλάδα τοποθετείται με σαφήνεια (νύξη προς τον Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς), υπέρ του Διεθνούς Δικαίου, ‘πάντα.’ Τέταρτον, ισορρόπησε επιτυχημένα μεταξύ στοχευμένης και διεισδυτικής ανάλυσης (ο λαϊκισμός δεν έχει θέση μέσα σε μία τέτοια ομιλία), και επίκλησης του συναισθήματος (με θάρρος και πίστη υπέρ της Ουκρανίας), αποφεύγοντας παράλληλα την γλωσσική στρατηγική της «μετάθεσης». Δηλαδή, της μη αναφοράς σε συγκεκριμένα στοιχεία προκειμένου αυτά να αναλυθούν σε μεταγενέστερη ομιλία για το ίδιο θέμα. Όλα τέθηκαν επί τάπητος, με τις αντιδράσεις που προέκυψαν (η εστίαση στο φιλο-δυτικό προσανατολισμό της χώρας αποτελεί ένα πέμπτο χαρακτηριστικό), να συνιστούν ισχυρό δείγμα επιτυχημένης κοινοβουλευτικής ομιλίας, η οποία περιελάμβανε πολλά ρήματα και ρηματικούς τύπους, ξεκινώντας με το προφανές για μία τέτοια ομιλία: ‘Κάνω, κάνουμε ως κυβέρνηση και ως χώρα.’ Βλέπε και, Τσαγκαράκη, Ειρήνη., ‘Ελληνικός Κοινοβουλευτικός Λόγος…ό.π., σελ. 51-52. Και, ‘Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή στη συζήτηση σύμφωνα με το άρθρο 142Α του Κανονισμού της Βουλής, με αντικείμενο την ενημέρωση του Σώματος σχετικά με την κρίση στην Ουκρανία και τις επιπτώσεις για την Ελλάδα,’ Ελληνική Δημοκρατία, Ιστοσελίδα Πρωθυπουργού, 01/03/2022, Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή στη συζήτηση σύμφωνα με το άρθρο 142Α του Κανονισμού της Βουλής, με αντικείμενο την ενημέρωση του Σώματος σχετικά με την κρίση στην Ουκρανία και τις επιπτώσεις για την Ελλάδα | Ο Πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας (primeminister.gr)

[3] Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα επισημάνουμε πως η ποιότητα του παραγόμενου κοινοβουλευτικού λόγου είναι πιο υψηλή κατά τη διάρκεια ομιλιών από το Βήμα της Ολομέλειας, συγκριτικά με τις ομιλίες κατά τη διάρκεια εξεταστικών και προανακριτικών επιτροπών, εκεί όπου δεν επικρατεί το ‘ένστικτο της επιβίωσης’, αλλά, πολλές απευθείας γλωσσικές αλληλεπιδράσεις και αντιπαραθέσεις (γλωσσικά ‘τζαρτζαρίσματα’ μεταξύ βουλευτών και ατόμων που κατηγορούνται για συγκεκριμένα αδικήματα), με αποτέλεσμα, όσο περισσότερο αυξάνεται η ένταση της φωνής που ‘πρέπει να ακούγεται παντού,’ τόσο περισσότερο να μειώνεται η συμβολικής-γλωσσική ισχύς του εκφερόμενου επιχειρήματος. Οι στιγμές έντασης κατά τη διάρκεια εξεταστικών επιτροπών είναι ό,τι πιο κοντινό διαθέτουμε σε οπαδική-γηπεδική συμπεριφορά.

[4] Βλέπε σχετικά, Σταυρόπουλος, Λάμπρος, ‘Ο απολογισμός μιας τετραετίας…ό.π., σελ. 14. Εμβαθύνοντας ακόμη περισσότερο, θα λέγαμε πως οφείλουμε να αποδώσουμε βαρύτητα στα κοινοβουλευτικά δίδυμα που συγκροτήθηκαν κατά τη διάρκεια της παρελθούσης κοινοβουλευτικής περιόδου (το ‘Γεωργιάδης-Πολάκης’ το συναντήσαμε λιγότερες φορές συγκριτικά με την περίοδο 2015-2019), στο ποιοι λειτούργησαν ως κοινοβουλευτικοί ρήτορες που εξέπεμψαν μία διαφορετική πολιτική αισθητική και διαπαιδαγώγησαν πολίτες σε ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης και πολιτικής ρητορείας, στο ποιοι βουλευτές διακρίθηκαν στο πεδίο της άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, στο ποιοι έκαναν χρήση ομιλιακών παρεκβάσεων, χιουμοριστικών αναφορών (η Αλέκα Παπαρήγα δεν ήσαν εξ αυτών). Χρήση της «ημικής προσέγγισης», σύμφωνα με τη διατύπωση των Taylor & Cameron, δηλαδή μίας προσαρμογής του κοινοβουλευτικού λόγου ή της κοινοβουλευτικής ομιλίας στην «οπτική των συμμετεχόντων στη συζήτηση» (υπουργών, βουλευτών), κάνει ο πρώην βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μπογδάνος. Taylor, T.J., & Cameron, D., ‘Analyzing conversation. Rules and Unities in the Structure of Talk,’ Oxford, Pergamon, 1987. Και, ‘Ελληνικός Κοινοβουλευτικός Λόγος…ό.π., σελ. 41.