Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κορυφής που πραγματοποιήθηκε μέσω τηλεδιάσκεψης ανήμερα της εθνικής επετείου (25 Μαρτίου 2021), ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο πεδίο των ευρω-τουρκικών σχέσεων, με άξονα τις κατευθύνσεις της έκθεσης που κατέθεσε ο ύπατος εκπρόσωπος για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, Ζοζέπ Μπορέλ. Η έκθεση μπορεί να χαρακτηριστεί ισορροπημένη ως προς τις κατευθύνσεις ή και τα συμπεράσματα στα οποία και κατέληξε, δίχως όμως να απόσχει από το κεντρικό σημείο που έχει αναδειχθεί τους τελευταίους μήνες και επηρεάζει και το πλέγμα των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.
Και ποιο είναι αυτό; Ό,τι η Ευρωπαϊκή Ένωση ως υπερ-εθνική οντότητα έχει στραφεί προς την διαμόρφωση μίας θετικής ατζέντας για την Τουρκία που συμπληρώνεται από σταδιακά ανοίγματα και προσπάθειες σύγκλισης προς θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Αν και τα ?αγκάθια? και τα προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν (βλέπε την συγκρότηση ενός Τουρκικού κράτους ?εκτάκτου ανάγκης?), όπως και οι αναφορές για το ενδεχόμενο λήψης αυστηρότερων μέτρων σε περίπτωση που η Τουρκία συμβάλλει σε μία όξυνση της έντασης στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, προχωρώντας σε μονομερείς ενέργειες που στρέφονται εναντίον δύο χωρών-μελών της Ένωσης, που είναι η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία, ο βασικός άξονας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής, είναι συγκεκριμένος.
Σημαίνουσα εστίαση στη συγκράτηση των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών από την Τουρκία, επί τη βάσει της συμφωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας του 2016, ανάδειξη και περαιτέρω ενίσχυση της λεγόμενης θετικής ατζέντας, προσπάθεια να παρθεί το εφικτό, με την προσπάθεια να περιστρέφεται γύρω από το να καταστεί ή αλλιώς, να λειτουργήσει η Τουρκία για την Ένωση ως μία σημαντική τρίτη χώρα που ακόμη και εάν δεν ασπάζεται τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης που άπτονται των καταστατικών των συνθηκών, θα αποτελεί εταίρο σε μία σειρά ζητημάτων που έχουν να κάνουν και με την γεω-πολιτική και περιφερειακή ασφάλεια και σταθερότητα.
Και εδώ μπορούμε να αναφέρουμε το γεγονός ό,τι ήταν η Γερμανική προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατάφερε να προσδώσει μία δυναμική στα πράγματα, θέτοντας εν τοις πράγμασι τον θεμέλιο λίθο και για τα αποτελέσματα της πρόσφατης συνόδου.
Αν και στην εν Ελλάδι δημόσια σφαίρα παραγνωρίζεται αυτή η διάσταση, διότι υιοθετείται μία κοντόθωρη οπτική των πραγμάτων, η Γερμανική προεδρία πέτυχε αποτελέσματα στο τρίπτυχο ?αποκλιμάκωση της έντασης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, κάτι που κατάφερε σταδιακά. Αποκατάσταση διαύλων επικοινωνίας και σε ανώτερο διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο. Δημιουργία των προϋποθέσεων για την επανάληψη των διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών που ήταν το σημείο-κλειδί που απομάκρυνε την προοπτική επιβολής κυρώσεων και δη στοχευμένων κυρώσεων προς την Τουρκία. Εξέλιξη καθαυτό σημαντική.
Μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η Γερμανική διπλωματία παρενεβλήθη ουσιαστικά, κερδίζοντας τον απαραίτητο χρόνο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ευρω-τουρκικές σχέσεις και τα νέα δεδομένα που έχουν προκύψει (στο φόντο και των πρόσφατων εξελίξεων στη Λιβύη) και το εγχείρημα επανέναρξης των διερευνητικών ως πρόπλασμα διαλόγου, καθίστανται στοιχεία που αλληλο-τροφοδοτούνται, δείχνοντας και τον δρόμο που χρειάστηκε να διανύσει η Ένωση έως ότου καταφέρει να επιτύχει ένα modus vivendi, προσδιορίζοντας τις ευρω-τουρκικές αλλά και τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις ως παίγνιο θετικού αθροίσματος.
Ακόμη και μετά από αυτό το βήμα προς τα εμπρός, την ελληνική διπλωματία την διακρίνει μία ευδιάκριτη αμηχανία, όταν δεν αυτοϋπονομεύεται, εκεί όπου η ίδια, όπως και τμήμα των αναλύσεων που αναπαράγονται στον έντυπο και στον διαδικτυακό τύπο, δίδουν έμφαση στο ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων προς την Τουρκία, σε περίπτωση που αποκλίνει της γραμμής και όχι των συμφωνηθέντων.
Δίχως να γίνεται στρατηγικά αντιληπτό πως σε μία ρευστή περίοδο όπου λαμβάνουν χώρα διάφορες ανακατατάξεις και διεργασίες, η συγκέντρωση δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή, η εξέλιξη της πανδημίας σε ευρωπαϊκές χώρες, η έλλειψη ιδιαίτερης δυναμικής που παρατηρείται στην εμβολιαστική εκστρατεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως και το ό,τι η ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων παραμένει μετέωρη, η Ένωση επιλέγει την μέθοδο του να επιδιώκεις να κλείνεις μέτωπα και όχι αυτή του να ανοίγεις καινούργια. Οπότε η επιλογή των κυρώσεων καθίσταται μη προτιμητέα.
Οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις (όπως και οι αντίστοιχες ευρω-τουρκικές) δεν συνιστούν κούρσα της ?μίας ανάσας,? αλλά μία δυναμική διαδικασία που τροφοδοτείται εκατέρωθεν από μία χορεία παραγόντων.
Στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, με το ένα βήμα εμπρός στα ευρω-τουρκικά, και με τις αναφορές των Ηνωμένων Πολιτειών που αφήνουν να διαφανεί μία αίσθηση γεω-πολιτικής σημαντικότητας της Τουρκίας (όχι βέβαια χωρίς εντάσεις), η ελληνική πλευρά πρέπει να κοιτάξει πέρα από την πεπατημένη, να αφήσει πίσω της διάφορα σύνδρομα (όπως και η Τουρκία), επενδύοντας δραστικά και στην επιχειρούμενη σύγκλιση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας, αλλά και στο πεδίο των διερευνητικών ώστε αυτές όχι μόνο να εξελιχθούν αλλά και να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για την μετάβαση στη φάση των επίσημων διαπραγματεύσεων.
Εν έτει 2021, η έμφαση στην πολιτική των κυρώσεων, έστω και να επικρέμανται, με την τιμωρητική διάθεση και τον διδακτισμό που ενέχει, εκτός από το να είναι μη γόνιμη, δεν αποτελεί την ενδεδειγμένη οδό για την ?επίλυση προβλημάτων? μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, με την χώρα να καλείται, ακόμη και επιτακτικά να αντιμετωπίσει το ερώτημα των όρων της επίλυσης. Όχι με ηττοπάθεια, αλλά με διάθεση επίτευξης συμβιβασμών και εμπέδωσης μίας αίσθησης καλής γειτονίας και ειλικρινούς φιλίας.
Η ?επίλυση των προβλημάτων? με την γειτονική χώρα δεν έχει συζητηθεί επισταμένως από το πολιτικό σύστημα της χώρας. Στο βάθος, η επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, σημαίνει αντικρίζω τον ?άλλο? και τις θέσεις του κατάματα, με σθένος και με αυτοπεποίθηση που πηγάζει από τα όσα έχει επιτύχει η χώρα και ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά από την δεκαετία της κρίσης, η θέσης της εντός Ένωσης, οφείλει να αξιοποιηθεί περαιτέρω.