Το 2019 είχα γράψει ένα μυθιστόρημα για τα τελευταία χρόνια της σοβιετικής Γεωργίας. Το βιβλίο, με τίτλο «Το λούνα παρκ στο ιερό βουνό», ήταν η ιστορία μιας νεαρής δημοσιογράφου στο φόντο οδυνηρών γεγονότων για τους Γεωργιανούς. Όταν κυκλοφόρησε «Το λούνα παρκ στο ιερό βουνό», κάποιοι από τη γεωργιανή κοινότητα στην Ελλάδα, χωρίς να το έχουν διαβάσει ―είτε εξαιτίας φανατισμού, είτε εξαιτίας αδυναμίας στην ελληνική γλώσσα― έγιναν έξαλλοι: Ποια είναι αυτή που γράφει για τη χώρα μας; Και τι γράφει;;; Απηύθυναν λοιπόν διαμαρτυρία στη γεωργιανή πρεσβεία στην οποία αναγκάστηκα να εξηγήσω το αυτονόητο: ότι επρόκειτο για μυθοπλασία και όχι για κριτική στη γεωργιανή κοινωνία, γραμμένο με γνώση και συμπάθεια για τη Γεωργία. Οι συγγραφείς δεν αφιερώνουν την ενέργειά τους σε πρόσωπα και πράγματα που μισούν ή που περιφρονούν. Στη συνέχεια, σε μια παρουσίαση του βιβλίου σε βιβλιοπωλείο, όπου είχαν έρθει ορισμένοι Γεωργιανοί με επιθετική διάθεση, σκεφτόμουν ότι τα έθνη με αυτοπεποίθηση δεν αντιδρούν έτσι: για παράδειγμα, γράφω επί σαράντα χρόνια για την πολιτική των ΗΠΑ ―και εναντίον της― χωρίς να διαμαρτυρηθεί κανείς στην αμερικανική πρεσβεία. Και γιατί να διαμαρτυρηθεί; Δεν απειλώ κανέναν· διατυπώνω τη γνώμη μου από μια πολύ μικρή γωνία του κόσμου.
Το ίδιο και ο δημοσιογράφος Alexander Clapp. Ο κ. Clapp δημοσίευσε στους New York Times ένα άρθρο με τίτλο «Η σήψη στην καρδιά της Ελλάδος είναι πλέον ξεκάθαρη για όλους» στο οποίο σχολιάζει τις παρακολουθήσεις και τις υποκλοπές επικρίνοντας σε υψηλούς τόνους την κυβέρνηση Μητσοτάκη και γενικότερα τη φύση της ελληνικής κοινωνίας. Δεν θα μπω στην ουσία του άρθρου, ούτε στην επιλογή του τίτλου την οποία θεωρώ αναίσχυντο κιτρινισμό ― στο παρελθόν έχω γράψει τη γνώμη μου για την κατάντια των New York Times. Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω εδώ είναι ότι για όλες τις χώρες, τα έθνη και τους λαούς, οι παρεξηγήσεις και τα στερεότυπα είναι επίμονα: σε περιβάλλον ελευθερίας του λόγου πρέπει να είμαστε ψύχραιμοι όταν ακούμε ψέματα, αερολογίες, υπονομευτικούς υπαινιγμούς και πολιτικούρες. Για τους Έλληνες έχει επικρατήσει το στερεότυπο του ρουσφετολόγου, του κουτοπόνηρου, του φοροφυγά, του δωρολήπτη: οι ευρω-ατλαντικές ελίτ, είτε πρόσκεινται στην αριστερά είτε στη δεξιά, αποτυγχάνουν να δουν και να ερμηνεύσουν κοινωνίες που τους φαίνονται «ξένες»· να διακρίνουν την ενδεχόμενη εξέλιξή τους και πιθανώς να παραδεχθούν τις πρότερες πλάνες τους γύρω από αυτές. Κι όμως, το στοίχημα της δημοκρατικής συνεννόησης είναι η καλοπροοαίρετη προσέγγιση «ξένων» κοινωνιών και η αναγνώριση μάλλον των ομοιοτήτων και λιγότερο των διαφορών. Αντιθέτως, η συστηματική διαφοροποίηση σκληραίνει τις ατομικές και εθνικές ταυτότητες δυσχεραίροντας τις σχέσεις στο παγκόσμιο τοπίο.
Με λίγα λόγια, ο καθένας μπορεί να γράφει ό,τι του κατεβαίνει. Κι αν δεν κατανοεί το κοινωνικό μας πλαίσιο ή καθοδηγείται από ιδεολογίες και όχι από hard facts δεν είναι πρόβλημα των Ελλήνων, ούτε μπορεί να επισύρει την κατηγορία του ανθελληνισμού. Αν αναλογιστούμε τι γράφουν οι Γάλλοι για τους Βρετανούς, οι Βρετανοί για τους Γάλλους, οι Έλληνες για τους Τούρκους, οι Τούρκοι για τους Έλληνες, οι Πολωνοί για τους Ρώσους και ούτω καθ’ εξής, θα κατακτήσουμε, νομίζω, κάποιο είδος αταραξίας μπροστά στην άγνοια για την Ελλάδα και στα κλισέ που τη συνοδεύουν.
Διαβάστε τη συνέχεια
Πηγή: www.athensvoice.gr