«Κοίτα, πήραμε κιόλας τον δρόμο για μια Νέα λησμονιά που θα κρατήσει αιώνες. Και Ποικίλες ομιλίες κατευνασμού θα κατακλύσουν τον κόσμο Μαζί με την κοφτερή ρομφαία εις το όνομα του καλού Και της ελευθερίας και του ελέους» (Δημήτρης Άναλις).
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ρώσων και των Ουκρανών διαπραγματευτών, συνεχίζονται, με συναντήσεις ανά τακτικά χρονικά διαστήματα, ενόσω μάλιστα οι ένοπλες συγκρούσεις συνεχίζονται στο εσωτερικό της χώρας, με την Ρωσική στρατιωτική εισβολή να έχει εισέλθει στην τρίτη εβδομάδα.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως το μεγαλύτερο ίσως εμπόδιο που συναντούν οι διαπραγματευτές της Ουκρανικής πλευράς, είναι το γεγονός πως οι Ρωσικές επιθέσεις συνεχίζονται, με ό,τι μπορεί να σημάνει κάτι τέτοιο και για την συνέχεια αλλά και για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων, από την στιγμή μάλιστα όπου εκτίθενται (κάτι που εν τοις πράγμασι προκαλεί ψυχο-συναισθηματικές διακυμάνσεις), σε μία σκληρή πραγματικότητα που αφορά τη χώρα τους.
Και όμως, εντός ενός ιδιαίτερου περιβάλλοντος, όπου δεν ενσκήπτει η λεγόμενη άνεση χρόνου,[1] (αν και το περιβάλλον που έχει συγκροτηθεί είναι προστατευτικό), και δεν υπάρχει η πολυτέλεια των καλά υπολογισμένων και ζυγισμένων κινήσεων, διεφάνησαν κάποια θετικά σημάδια, σχετικά με την πρόθεση της Ουκρανίας να συζητήσει σοβαρά το ενδεχόμενο παροχής λήψης εγγυήσεων ασφαλείας, ως στρατηγικό υποκατάστατο της μη ένταξης της χώρας στον πολιτικο-στρατιωτικό συνασπισμό του ΝΑΤΟ.
Οι αναφορές αυτές (ας μην ξεχνάμε πως δεν έχουμε καταλήξει σε συμφωνία),[2] συνιστούν, για την Ουκρανία, υπέρβαση, καθότι η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ αποτέλεσε μείζον στόχο της Ουκρανικής εξωτερικής πολιτικής όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, έχοντας μάλιστα προσλάβει και συνταγματική χροιά.
Ως προς αυτό, επιθυμούμε να προβούμε σε δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, εάν όντως επαληθευθεί έμπρακτα πως η Ουκρανία συζητά σοβαρά το ενδεχόμενο της παροχής εγγυήσεων ασφαλείας, με την έννοια της ασφάλειας να προσδιορίζεται εδώ ως εξωγενής διαμόρφωση των προϋποθέσεων ώστε να διασφαλισθεί, σε περίπτωση που απαιτηθεί, δια της άμεσης αμυντικής συνδρομής, η εδαφική ακεραιότητα της χώρας,[3] τότε, ένα πρώτο συμπέρασμα είναι πως η εξέλιξη του πολέμου ή αλλιώς, της Ρωσικής εισβολής (η Ρωσία είναι η επιτιθέμενη χώρα) δεν έχει επιδράσει με αρνητικό τρόπο στη διαμόρφωση της Ουκρανικής διαπραγματευτικής στρατηγικής, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η υποβολή εναλλακτικών προτάσεων που δεν απόσχουν όμως δραστικά από ό,τι θα ορίσουμε θεωρητικά ως Ουκρανικά ‘συμφέροντα ασφαλείας.’
Δεύτερον, αναδύεται στην επιφάνεια το γεγονός πως η Ουκρανική πλευρά προσέρχεται με διάθεση εξεύρεσης μίας αμοιβαίας αποδεκτής λύσης, που αξιο-θεμελιώνεται ακριβώς πάνω στη δυνατότητα επίτευξης συμβιβασμών.
Και μία τέτοια πρόταση, που εφάπτεται και με τα Ρωσικά συμφέροντα ασφαλείας, μπορεί να συσχετισθεί με την επίδειξη μίας συμβιβαστικής διάθεσης ή αλλιώς, ενός συμβιβαστικού πνεύματος. Και εάν το Πουτινικό καθεστώς θεωρεί πως το ΝΑΤΟ είναι μέρος των σύνθετων προβλημάτων που προκύπτουν,[4] τότε, η Ουκρανική πρόταση διανοίγει μία ευκαιρία και στο ίδιο, προκειμένου να επιδείξει θετικό πνεύμα, προτείνοντας μέτρα που και θα μπορέσουν να αμβλύνουν το συγκρουσιακό κλίμα, αλλά και να θέσουν τις βάσεις για την εμβάθυνση των συνομιλιών.
Και ένα τέτοιο μέτρο που μπορεί να προσδώσει μία ευρύτερη δυναμική, είναι η ανακήρυξη κατάπαυσης του πυρός και η έναρξη της αποχώρησης των Ρωσικών στρατευμάτων[5] από τα μεγάλα αστικά κέντρα αρχικά και εν συνεχεία από τη χώρα, στο εγκάρσιο σημείο όπου, ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να συμβάλλει στην απόκτηση μίας σχετικής άνεσης χρόνου για επιπλέον συνομιλίες και με άλλη σύνθεση, που τώρα δεν υπάρχει.
Απαιτούνται μία σειρά από υπερβάσεις από την πλευρά της Ρωσίας, για την οποία, η επίτευξη μίας ισορροπίας μεταξύ των στρατιωτικών επιχειρήσεων και της συμμετοχής της σε εκ του σύνεγγυς συνομιλίες, δεν συντελείται ανώδυνα. Η κατάσταση εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη και ασταθής. Απαιτείται η δημιουργική αξιοποίηση των όποιων ρωγμών (ευκαιριών) προκύψουν, ώστε να τεθεί ένα πλαίσιο ανάσχεσης σε αυτή τη σπείρα της καταστρεπτικότητας που άνοιξε η Ρωσική στρατιωτική εισβολή.
[1] Θεωρητικώ τω τρόπω, οι διαπραγματευτές Ουκρανίας και Ρωσίας, δεν επιδίδονται σε μία ‘μάχη’ τύπου μπρα ντε φερ. Απεναντίας, η μεθοδολογία που έχει ακολουθηθεί, συνδέεται με την ανοιχτή έως εξαντλητική συζήτηση των επίμαχων ζητημάτων τα οποία αφορούν την ασφάλεια των δύο πλευρών, με την αναζήτηση λύσεων για την επιβολή μίας έστω και χρονικά περιορισμένης κατάπαυσης του πυρός, με τη δυνατότητα της εστίασης σε θέμα ή θέματα στα οποία διαφαίνονται προϋποθέσεις σύγκλισης, και, με τον ή τους τρόπους ‘κεφαλαιοποίησης’ των όποιων συγκλίσεων προκύψουν.
[2] Έχουμε κατά νου πως οι συζητήσεις διεξάγονται πάνω σε μία οιονεί ρευστή και μεταβαλλόμενη συνθήκη, εκεί όπου υπεισέρχονται παράμετροι όπως είναι οι εξελίξεις στα πεδία των μαχών, οι στρατηγικές και οι αφηγήσεις των δύο χωρών, οι μεταβολές που συντελούνται στο διεθνές, γεω-πολιτικό περιβάλλον, το πως οι δύο χώρες αξιοποιούν τις συμμαχίες που διαθέτουν. Άρα, το όλο διαπραγματευτικό πλαίσιο είναι δυναμικό και πολυπρισματικό ή αλλιώς, πολυπαραγοντικό.
[3] Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς την κατεύθυνση της παροχής εγγυήσεων ασφαλείας συνιστά δείγμα εφαρμογής μίας ‘έξυπνης’ στρατηγικής από πλευράς Ουκρανίας (ιδωμένη και υπό το πρίσμα ανάσχεσης και κατά το δυνατόν εξισορρόπησης της Ρωσικής στρατιωτικής ισχύος), η οποία σπεύδει να διακρίνει ρωγμές, να αναδείξει περαιτέρω αντιθέσεις και να αξιοποιήσει την διπλωματική απομόνωση στην οποία έχει περιέλθει η Ρωσία μετά την στρατιωτική της εισβολή στην Ουκρανία. Σε αυτό το σημείο όπως, ανακύπτει και ένα βαθύτερο σημείο. Και ποιο είναι αυτό το σημείο; Είναι το ό,τι μπορούμε να διακρίνουμε μία ισχυρή συσχέτιση (correlation) μεταξύ της στροφής προς την κατεύθυνση της παροχής εγγυήσεων ασφαλείας, του σοκ που προκάλεσε στην Ουκρανία η Ρωσική επίθεση και της αίσθησης πως η χώρα δεν έλαβε την αναμενόμενη βοήθεια από το εν ευρεία εννοία Δυτικό μπλοκ. Οπότε, επενδύει πόρους σε αυτό το ‘χαρτί’ προκειμένου να εξασφαλισθεί για το άμεσο μέλλον. Έχει ενδιαφέρου το να δούμε από ποιες χώρες μπορεί να ζητήσει η Ουκρανία εγγυήσεις ασφαλείας.
[4] Συνυπολογίζουμε, σε αυτό το πλαίσιο, την Ρωσική οπτική των πραγμάτων, ώστε να αποκτήσουμε μία όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα, δίχως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως την υιοθετούμε.
[5] Απέχουμε ακόμη από το σημείο υπογραφής μίας συμφωνίας μόνιμης και βιώσιμης ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών.