Για τις κινήσεις του Τυνήσιου Προέδρου

Σίμος Ανδρονίδης 01 Αυγ 2021

 Ο πρόεδρος της Τυνησίας, Κάις Σαϊντ, έλαβε, προ ολίγων ημερών, μία απόφαση που προκάλεσε αντιδράσεις εντός και εκτός της χώρας.

Πιο συγκεκριμένα, αποφάσισε την αναστολή της λειτουργίας του Κοινοβουλίου και την παύση του πρωθυπουργού, Μασίσι, που εν προκειμένω, ανήκει στο κόμμα «Ενάχντα» το οποίο και έχει αναφορές στο χώρο του πολιτικού Ισλάμ.

Επίσης, όπως γράφει η δημοσιογράφος Κίττυ Ξενάκη, στην εφημερίδα «Τα Νέα,» «μετά την αποπομπή του Μασίσι, ο Σαϊντ απέπεμψε επίσης τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Άμυνας. Παράλληλα, διεύρυνε τη νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας καθώς και την απαγόρευση μετακίνησης μεταξύ των πόλεων και απαγόρευσε τις συναθροίσεις άνω των τριών ατόμων- μέτρα που ενίσχυσαν όσα ήδη ίσχυαν λόγω πανδημίας».1

Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να κάνουμε λόγο για την συγκρότηση ενός ιδιαίτερου καθεστώτος ?εκτάκτου ανάγκης,? στο σημείο όπου, για την αναπαραγωγή και λειτουργία του, γίνεται επίκληση του ίδιου του συνταγματικού χάρτη της χώρας, όπως προέκυψε μετά από την αναθεώρηση του το 2014.

Οι πολιτικές κινήσεις του προέδρου Σαϊντ, προσιδιάζουν προς την κατεύθυνση μίας εν τοις πράγμασι ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας, διευρύνουν την δυνατότητα ανασυγκρότησης κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, σε μία χώρα η οποία και αποτέλεσε την «μήτρα» της εξεγερσιακής Αραβικής «άνοιξης,» που επεκτάθηκε σε μία σειρά χωρών της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, δίχως όμως, μετά από την εκδήλωση των μαζικών «κυμάτων» διαμαρτυρίας που εξελίχθηκαν σε εξεγέρσεις με πολιτικά, κοινωνικά, δημοκρατικά χαρακτηριστικά, να προκύπτει μία αιτιώδης συσχέτιση τους με ό,τι ο Samuel Huntington αποκαλεί ως «κύμα εκδημοκρατισμού».2

Κάτι που σημαίνει πως οι εξεγέρσεις της Αραβικής «άνοιξης» δεν οδήγησαν ή αλλιώς, δεν συνέβαλλαν στην εκκίνηση μίας διαδικασίας ριζικού εκδημοκρατισμού (υποσημείωση 2).

Η Τυνησία τώρα, ως προς την ίδια την διαδικασία της μετάβασης, αντλεί στοιχεία από το «τέταρτο μονοπάτι του εκδημοκρατισμού»,3 για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Manfred Schmidt, εκεί όπου, το «παλαιό καθεστώς μεταβάλλεται σημαντικά από μεταρρυθμιστές της παλαιάς τάξης, με σημαντική συμμετοχή της αντιπολίτευσης».

Η ειδοποιός διαφορά είναι πως το Τυνησιακού τύπου, «τέταρτο μονοπάτι του εκδημοκρατισμού», συναρθρώνεται δραστικά όσο και ποιοτικά, με την παράμετρο των κοινωνικών-πολιτικών κινητοποιήσεων κατά την περίοδο 2010-2011, εκεί όπου δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για μία μετάβαση που συντελούνταν με όρους πολιτικούς, πολιτειακούς και θεσμικούς, ενσωματώνοντας εντός της ως καύσιμη και τροφοδοτική ύλη, την μνήμη της Τυνησιακής εξέγερσης.

Κατ αυτόν τον τρόπο, επιλέχθηκε ένα μοντέλο προεδρικής δημοκρατίας, το οποίο και θεσμοθετεί την παρουσία και δη την σημαντική παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, από κοινού όμως με την θεσμοθέτηση θέσης πρωθυπουργού. Το μοντέλο της Τυνησιακής προεδρικής δημοκρατίας, προσιδιάζει προς την κατεύθυνση λειτουργίας του ως «ημιπροεδρικό σύστημα διακυβέρνησης»,4 σύμφωνα με την διατύπωση του Γάλλου, με την θέση του πρωθυπουργού να συνιστά ένα θεσμικό εχέγγυο ή αλλιώς, αντίβαρο για τις υπερ- εξουσίες του προέδρου, κίνηση που ακριβώς λαμβάνει υπόψιν την αρνητική κληρονομιά της διακυβέρνησης Μπεν Άλι και την συγκέντρωση εξουσιών που επήλθε.

Οι πολιτικές του νυν προέδρου της χώρας, ακόμη και εάν τυπικά, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει ο ίδιος, ερείδονται στο σύνταγμα της Τυνησίας, συνιστούν, εκ του αποτελέσματος τους, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, στο βαθμό όπου αυτή η κατάχρηση θέτει προσκόμματα στην δημοκρατική οργάνωση της χώρας, στη λειτουργία της κοινοβουλευτικής-νομοθετικής εξουσίας και σε ένα δεύτερο επίπεδο, στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών που ενυπάρχει και στο Τυνησιακό προεδρικό σύστημα, αποτελώντας κατά βάση ένα ιδιότυπο εγχείρημα.

Και γιατί ιδιότυπο;, μπορεί να αναρωτηθεί εύλογα πιθανός αναγνώστης του κειμένου αυτού. Σπεύδουμε να απαντήσουμε: Ιδιότυπο διότι, το προεδρικό εγχείρημα, τιθέμενο στη βάση μετατροπής του Τυνήσιου προέδρου από πολιτικό άνδρα σε αποφασισμένο πολιτικό ηγέτη που είναι έτοιμος για σειρά υπερβάσεων, καταλήγει στο να υπονομεύει τα θεμέλια της κληρονομιάς της μετάβασης, να δημιουργεί συνθήκες αστάθειας, κοινωνικής-πολιτικής, να δυσχεραίνει την προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημικής κρίσης, δυνάμενο να διεγείρει τα ανακλαστικά της κοινωνικής-κινηματικής αντίδρασης.

Κοντολογίς, από αποφασισμένος πολιτικός ηγέτης, όπως είναι ο στόχος του καθηγητή που εκλέχθηκε το 2015 στη θέση του προέδρου της χώρας, επενδύοντας στο πρόσημο της «αλλαγής± και της διατήρησης της μνήμης και του αντίκτυπου της εξέγερσης, κινδυνεύει να μετεξελιχθεί σε καρικατούρα του Μπεν Άλι.




1 Βλέπε σχετικά, «Ξενάκη Κίττυ, »Τι σχεδιάζει ο «Ρόμποκοπ» της Τυνησίας»;, Εφημερίδα «Τα Νέα,» 28/07/2021, σελ. 18. Ο Σαϊντ είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και πρώην πρύτανης της «Σχολής Νομικής και Πολιτικών Επιστημών της Τύνιδας».

2 Στο πρώτο στάδιο των «κυμάτων» διαμαρτυρίας σε χώρες όπως η Τυνησία και η Αίγυπτος (με τις επιμέρους διαφορές τους), προέκυψε μία σύνδεση τους με την δυνατότητα παραγωγής «κυμάτων εκδημοκρατισμού» που θα ήταν σε θέση να συμβάλλουν στην πραγματοποίηση δραστικών πολιτικών και θεσμικών μεταβολών και τομών. Οπότε, μπορούμε να πούμε, πως «κύματα» διαμαρτυρίας και «κύματα» εκδημοκρατισμού αλληλοτροφοδοτούνταν, επιτυγχάνοντας στόχους και δη άμεσους στόχους (κάτι που συχνά παραγνωρίζεται), με το σημείο τομής για την απόκλιση τους να ανακύπτει όταν εκδηλώνεται ένα σύνολο παραμέτρων, όπως, η υποχώρηση του αυθόρμητου χάριν του οργανωμένου που περιελάμβανε την δράση διαφόρων οργανώσεων που γρήγορα μετατράπηκαν και έδρασαν ως πολιτικά κόμματα (βλέπε την «Μουσουλμανική Αδελφότητα» στην Αίγυπτο), η σύγχυση που επικράτησε μετά την επίτευξη των πρώτων στόχων, κάτι που κατέστησε εφικτή μία σχετική απώλεια κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής, η μη κατάλληλη αξιοποίηση του παράγοντα «εκλογές» (εφόσον αυτή η οδός επιλέχθηκε σε Τυνησία-Αίγυπτο), και συνακόλουθα, η μη δημιουργία «κινηματικών κομμάτων», σύμφωνα με την ανάλυση του Kitchelt, η εμπλοκή διαφόρων άλλων παραγόντων (βλέπε Ένοπλες Δυνάμεις), σε μεταγενέστερες φάσεις της εξέγερσης. Ευρύτερα ομιλώντας, θα πούμε πως το «κύμα εκδημοκρατισμού» που υπήρξε, ήταν ασταθές, ρευστό, αντιφατικό και διακεκομμένο, που, σε χώρες όπως η Αίγυπτος υποχωρούσε αισθητά, χάριν ενός εδραιωμένου αυταρχισμού το οποίο παραπέμπει στο καθεστώς του προέδρου Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι. Βλέπε σχετικά, Kitchelt, H., «Movement parties,»στο: Katz R.S., & Crotty, W.J., (επιμ.), «Handbook of Party Policies,»SAGE, London, 2006, σελ. 278-290. Και, Huntington Samuel, «The third wave. Democratization in the Late Twentieth Century,» Norman, 1991. Στην Τυνησία η κατάσταση εξελίχθηκε διαφορετικά, με την ανα-συγκρότηση δημοκρατικών θεσμών να εξελίσσεται περισσότερο ομαλά, μετά την πτώση του Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι, συγκριτικά με την Αίγυπτο, αν και δεν εξέλιπαν οι εντάσεις που άπτονται της ίδιας της διαδικασίας της μετάβασης.

3 Βλέπε σχετικά, Schmidt Manfred, «Θεωρίες της Δημοκρατίας,» Επίμετρο: Πάσχος Γιώργος, Επιστημονική επιμέλεια: Δώδος Δημοσθένης, Μετάφραση: Δεκαβάλλα Ελευθερία, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2004, σελ. 528.

4 Βλέπε σχετικά, Duverger Maurice, «A new political system model: Semi-presidential government,» EJPR, 8, σελ. 165-187.

5 Το 72% που έλαβε στις προεδρικές εκλογές εκείνης της χρονιάς, αποτελεί απόρροια της θεωρούμενης ως μη ένταξης του στο παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό, κάτι που διέγειρε θετικά ως επί το πλείστον, συναισθήματα (έλλειψη πολιτικής «επαγγελματοποίησης»), της δημιουργίας ενός προφίλ «ήρεμης δύναμης» που είναι σε θέση να εγγυηθεί την λύση χρονιζόντων προβλημάτων, τα οποία και απέτυχε να επιλύσει το παλαιό πολιτικό προσωπικό, την εστίαση στη δυνατότητα αξιοποίησης προς όφελος των πολλών, του γνωσιακού του «κεφαλαίου,»«ενσαρκώνοντας» κύρια την εναλλακτική απέναντι στο όραμα εξουσίας που προέβαλλε το «Ενάχντα.»