Μετά την παρέλευση του τριήμερου εθνικού πένθους που κηρύχθηκε για τους νεκρούς επιβάτες του πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος στην Κοιλάδα των Τεμπών (το δυστύχημα πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 28 Φεβρουαρίου), εκδηλώθηκαν και συνεχίζουν να εκδηλώνονται με ιδιαίτερη δυναμική, κινητοποιήσεις σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Κινητοποιήσεις που εν προκειμένω, λειτουργούν και ως τρόπος ψυχο-συναισθηματικής εκτόνωσης ή αλλιώς, διαχείρισης του πένθους που προέκυψε το ίδιο βράδυ του δυστυχήματος, ή για την ακρίβεια, από την πρώτη στιγμή που άρχισε να γίνεται γνωστός ο αντίκτυπος του δυστυχήματος. Εν πρώτοις, μπορούμε να αναφέρουμε πως η ηλικιακή μεταβλητή καθίσταται διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην συγκέντρωση σε ένα μέρος και στην πραγματοποίηση των κινητοποιήσεων.
Διαφορετικά ειπωμένο, οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας οργανώνονται κατά κύριο λόγο άτομα νεαρής ηλικίας, από φοιτητές διαφόρων σχολών που παράλληλα συμμετέχουν, κρατούν πανό και φωνάζουν διάφορα συνθήματα, επιθυμώντας να δείξουν προς όλους[1] το μέγεθος της θλίψης και της οργής τους (αρνητικά συναισθήματα όπως η οργή μπορούν να αποτελέσουν την ‘καύσιμη ύλη’ που βγάζει ένα άτομο στο δρόμο), για τον θάνατο συμφοιτητών και συνομηλίκων τους.
Ατόμων που έχασαν ‘τόσο άδικα’ την ζωή τους, σε ένα λεπτό συμβολικά σημείο, όπου στη θέση τους θα μπορούσαν να βρίσκονται και οι ίδιοι, ταξιδεύοντας για να επιστρέψουν στη σχολή τους ή στο πατρικό σπίτι τους μετά το κλείσιμο της σχολής.[2]
Υπό αυτό το πρίσμα, θα επιχειρήσουμε μία ανάλυση του τρόπου κινητοποίησης και οργάνωσης της κινητοποίησης ατόμων νέων σε ηλικία (υπάρχουν μαθητές μεταξύ τους; ) στρεφόμενο, όχι σε συμβατές πλέον με την εποχή που διανύουμε, θεωρίες περί της συσχέτισης της συλλογικής-κινηματικής δράσης με τη χρήση των νέων μέσων κοινωνικής δικτύωσης[3], παρά το ό,τι θα μπορούσαμε να το κάνουμε κάλλιστα.
Προτιμούμε, ακόμη και ως υπόθεση εργασίας, να δώσουμε έμφαση στη συσχέτιση ή στη συνάφεια μεταξύ της οργάνωσης των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίες που εξ αρχής διαθέτουν ευρύτερο πολιτικό πρόσημο[4] και όχι στενά αντι-κυβερνητικό, και στη χρήση τηλεφώνων, κινητών τηλεφώνων.
Ορμώμενοι από την έρευνα που πραγματοποίησε η Riles σχετικά με τη «δραστηριότητα κινημάτων στις Νήσους Φίτζι μετά τη συνδιάσκεψη».[5]
Ήτοι, μετά το πέρας της 4ης Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τις Γυναίκες. Η Riles, με ικανοποιητική ακρίβεια, τεκμηρίωσε το πως οι δρώντες χρησιμοποιούσαν ως «μέσο καθημερινής επικοινωνίας. Το τηλέφωνο ήταν χρήσιμο ακριβώς επειδή θεωρούνταν προσωπικό (σε αντιδιαστολή προς τη θεσμική επισημότητα των ιδρυμάτων), ιδιωτικό (σε αντίθεση με τις συναντήσεις στους συλλογικούς χώρους των γραφείων) και άτυπο».[6]
Έτσι λοιπόν, στηριζόμενοι σε αυτή την ανάλυση-τεκμηρίωση, θα τονίσουμε πως τα άτομα (οι διαδηλωτές) που διαδηλώνουν για το πολύνεκρο και με οσμή τραγικότητας, σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, χρησιμοποιούν το τηλέφωνο αποβλέποντας, πρώτον, στην οργάνωση των κινητοποιήσεων υπό μορφή συγκέντρωσης σε ένα χώρο εύκολα προσβάσιμο και αναγνωρίσιμο από όλους, από τον οποίο ξεκινά η πορεία διαμαρτυρίας (μέχρι στιγμής οι διαδηλωτές δεν έχουν φθάσει έως την έδρα του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών).
Δεύτερον, στο κάλεσμα άλλων γνωστών και φίλων, το οποίο μπορεί να γίνει εύκολα, έχοντας το πλεονέκτημα της διατήρησης της ιδιωτικότητας (βλέπε και Riles). Είναι εύλογο να υποθέσουμε εδώ πως οι δρώντες καλούν κατά κύριο λόγο στο τηλέφωνο γνωστούς και φίλους για να τους πουν ‘κατεβείτε στην πορεία. Πρέπει,’ κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο, χρόνο απαραίτητο όχι μόνο για την οργάνωση, αλλά και για την επίτευξη της μαζικότητας μίας συγκέντρωσης.
Το μήνυμα προς έναν χρήστη, με παρεμφερές με τη λεκτική συνομιλία, περιεχόμενο, μπορεί να φτάσει άμεσα στον αποδέκτη του, αλλά αυτός, για κάποιους λόγους να μην το δει και να μην απαντήσει άμεσα.
Τρίτον, η χρήση του τηλεφώνου, ακόμη και βιντεοκλήσης μέσω της αξιοποίησης πλατφορμών τύπου ‘Viber’ ή ‘What’s app,’ συνιστά πρακτική που ανακαλεί στη μνήμη και σε ένα δεύτερο επίπεδο, στην επιφάνεια, κάποιους εκ των νεκρών επιβατών του τραίνου, οι οποίοι έσπευσαν να πληροφορήσουν τους γονείς τους μέσω τηλεφώνου, για το που βρίσκονται, να κοινοποιήσουν τις επιθυμίες και λόγια αγάπης, και παράλληλα, να καταστούν δέκτες μίας αντίστοιχης επιθυμίας: ‘Πάρε με, όταν φθάσεις.’[7]
Έκφραση απλή αλλά και καθ’ όλα ουσιαστικά για όλους όσοι χρησιμοποιούν το τρένο ως μέσο μεταφοράς. Έκφραση που συνδέει τον επιβάτη ή τον ταξιδιώτη, με το περιβάλλον του και με τον τόπο προορισμού.
Λειτουργώντας ως σύνθημα που ακούγεται σε πορείες και γράφεται σε συγκεκριμένους χώρους (προαύλιο σχολείων που συνιστούν δυνητικές πηγές τροφοδότησης των διαδηλώσεων με άτομα), η έκφραση παραπέμπει σε ό,τι πλέον, δεν θα συμβεί ποτέ, λόγω της ‘κακιάς χώρας’:[8] Ούτε ο επιβάτης θα φθάσει ξανά σε κάποιον προορισμό, ούτε ο γονέας θα τον καλέσει στο τηλέφωνο για να του πει, ‘πάρε με ξανά.’
Δίχως ακόμη να διαθέτουμε ξεκάθαρα αιτήματα, πράγμα που οφείλεται στο θυμό που δεν έχει ξεθυμάνει (μπορεί ο θυμός να μετατραπεί σε ελπίδα; ) στον έντονο συναισθηματικό αντίκτυπο που δημιουργεί άμεσες και ισχυρές μνήμες που αποτρέπουν από το να λειτουργήσει κατευναστικά οποιαδήποτε ‘συγγνώμη,’ ένα βασικό ζητούμενο καθίσταται το να ζητηθούν καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες και καλύτεροι υπάλληλοι.
Σε έναν αυτό τον κύκλο διαμαρτυρίας που έχει ανοίξει, τα επόμενα βήματα μετά τις πορείες και τις διαδηλώσεις, ήσαν η κατάληψη σχολών σε διάφορα πανεπιστήμια της χώρας και η προκήρυξη μίας μεγάλης απεργιακής κινητοποίησης την Τετάρτη 8 Μαρτίου, κατά τη διάρκεια της οποίας τα κλαδικά αιτήματα (ακόμη δεν γνωρίζουμε πολλά για τα αιτήματα των σιδηροδρομικών υπαλλήλων),συνυπάρχουν με αιτήματα περισσότερο γενικά και πολιτικά, υποχωρώντας ελαφρά χάριν των δεύτερων.[9]
Όσο συνεχίζονται μάλιστα οι κινητοποιήσεις, τόσο πιο ρευστό και πορώδες θα καθίσταται το κοινωνικό-πολιτικό σκηνικό, αναγκάζοντας τα κόμματα να αναπροσαρμόζουν διαρκώς τη στρατηγική τους και να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις κινητοποιήσεις. Εάν κοιτάξει κανείς πιο βαθιά, θα αντικρίσει νέες κοινωνικές τάσεις να βρίσκονται υπό διαμόρφωση και άλλες να ‘επιστρέφουν’ στο προσκήνιο περισσότερο δυναμικά συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, όπως είναι για παράδειγμα, οι μεγάλες τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ).
Το προεδρείο της πρώτης αξιοποιεί το γεγονός πως διαθέτει στις τάξεις της συνδικαλιστές σιδηροδρομικούς, καλλιεργώντας έτσι το έδαφος ώστε αυτοί να συμμετάσχουν στις κινητοποιήσεις χωρίς πρόβλημα.
[1] Η ηλικιακή μεταβλητή δεν είναι η μόνη μεταβλητή που φέρει εγγύτερα αυτές τις κινητοποιήσεις με το συγκρουσιακό και δη το πολύ έντονο συγκρουσιακό ‘κύμα’ του Δεκεμβρίου του 2008 που ξέσπασε Αθήνα κυρίως και δευτερευόντως σε μία σειρά από άλλες πόλεις. Άλλη μία μεταβλητή ή αλλιώς, μία παράμετρος που μοιράζονται τα δύο υποδείγματα δράσης είναι το ό,τι δεν αποτελούν το έναυσμα για τη διαμόρφωση ακτιβιστικών προφίλ ή προφίλ διαμαρτυρίας από πλευράς διαδηλωτών. Ίσως το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει τους δρώντες είναι το να συγκροτήσουμε ένα τέτοιο προφίλ, συμμετέχοντας εν συνεχεία και με άλλους όρους, σε διάφορες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, ακριβώς διότι το ζητούμενο καθίσταται, τόσο τον Δεκέμβριο του 2008 όσο και τώρα, η διαμαρτυρία στεντορεία τη φωνή, για τον ‘αδόκητο θάνατο’ του ενός (Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος) και των πολλών (νεκροί επιβάτες που επέβαιναν στην αμαξοστοιχία που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Βέβαια, στο πρώτο συγκρουσιακό υπόδειγμα που κατέστη αντικείμενο επιστημονικής μελέτης από ερευνητές που ασχολούνται με τη συλλογική δράση, η βία, η άσκηση της τυφλής βίας που επιθυμούσε να εμβαπτιστεί στα νάματα του ‘αντι-κρατισμού’ και της ‘αντι-συστημικότητας’ (ήσαν τότε που και η αποχή από μία εκλογική αναμέτρηση δεν θεωρήθηκε ‘λύση’ για το οτιδήποτε, κάτι που αποδεικνύει και την ισχυρή συμβολική και πολιτική παρουσία εντός των δικτύων δράσης που σχηματίσθηκαν, αναρχικών και νεο-αναρχικών οργανώσεων για μέλη των οποίων μόνη η σωματική-πολιτική βία μπορεί να ‘δώσει πίσω’ στο άτομο την ‘αξιοπρέπεια’ που του ‘έκλεψαν’), ενεγράφη καταστατικά στο ρεπερτόριο δράσης, ενώ αντίθετα, στις κινητοποιήσεις που ξέσπασαν μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, τα επεισόδια βίας προκαλούνται κατά βάση από άτομα που παρεισφρέουν στο ‘σώμα’ μίας πορείας, για να την εκτραχύνουν και για της προσδώσουν το νόημα που αυτοί θέλουν. Στις τωρινές κινητοποιήσεις, δεν έχουμε παρατηρήσει αναφορές στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές.
[2] Καθοριστικός παράγοντας, θεωρητικώ τω τρόπω, προκειμένου να λειτουργήσει η προβολή επί της ζωής του ‘άλλου’ (προσπαθώ, όχι να κλέψω τη ζωή του, αλλά έστω και για μία στιγμή, να μπω στη θέση του, να αντιληφθώ το πως μπορεί να ένιωσαν τη στιγμή της σύγκρουσης), και να συνδέσει το ίδιο συμβολικά και συναισθηματικά ‘φορτισμένα’ τους διαδηλωτές με τους νεκρούς επιβάτες και τις οικογένειες τους (δεν έχουμε παρατηρήσει έως τώρα την ύπαρξη μίας συνθηματολογίας τύπου ‘μάνα, τώρα έχεις και άλλους γιους και κόρες και για την ακρίβεια πάρα πολλούς γιους και κόρες’), είναι το τρένο. Το τρένο ως ένα από τα πλέον κλασικά μέσα μεταφοράς το οποίο, από την περίοδο της Μεταπολίτευσης και έπειτα, όταν και έλαβε χώρα ο μαζικός ‘εκδημοκρατισμός’ της εκπαίδευσης, σχετικός εδώ με την αθρόα είσοδο αποφοίτων λυκείου στα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, κατέστη ένα από τα κυριότερα, ου μην το κυριότερο μέσο μεταφοράς των φοιτητών από και προς τις πόλεις όπου βρίσκονταν οι σχολές τους. Σε αυτό το πλαίσιο, το τραίνο, πέραν του ό,τι θεωρείται ως οικονομικά προσιτό μέσο μεταφοράς, εκλαμβάνεται από αρκετούς φοιτητές και μετά την ορμητική είσοδο στο προσκήνιο των λεωφορείων, ως ένα μέσο που επιτρέπει την κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ γνωστών και φίλων εκτός του κλασικού περιβάλλοντος της σχολής, την γνωριμία με νέα άτομα (και όχι απαραίτητα φοιτητές), που διευκολύνει το φλερτ και τις ερωτικές περιπτύξεις (φιλιά, χαϊδέματα), μεταξύ συντρόφων, που ικανοποιεί την ανάγκη του ταξιδιού και της φυγής. Σε μία τέτοια περίπτωση, μέσω του τραίνου που θεωρείται ως κάτι παραπάνω από ένα απλό μέσο μετακίνησης, συνδέει έως ταυτίζει ζώντες και νεκρούς επιβάτες (δια-μοιρασμός παρόμοιων επιβατών), αμβλύνοντας και φαντασιακά αίροντας χωροχρονικά όρια και αποστάσεις: ‘Ως πότε;’ Και, ‘στη θέση των παιδιών αυτών, θα μπορούσαμε να ήμασταν και εμείς.’
[3] Μία βασική θεωρία που εισήλθε στο προσκήνιο μετά τα γεγονότα της Αραβικής ‘άνοιξης’ που αποτέλεσαν τη Λυδία Λίθο για την διερεύνηση του ρόλου των νέων μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην οργάνωση, στη συμμετοχή και στη διάρκεια των κινηματικών ‘εκστρατειών’ (οι τωρινές κινητοποιήσεις πληρούν τις προϋποθέσεις για να αποκτήσουν σταδιακά χαρακτηριστικά συλλογικής-κινηματικής ‘εκστρατείας’), ήσαν αυτή του «σύννεφου διαμαρτυρίας» (cloud protesting), της Milan. Η ιδιαιτερότητα αυτής της θεωρίας ή εάν προτιμά ο αναγνώστης, του σχήματος, είναι το ό,τι δεν εστιάζει μόνο στη συμβολή των νέων μέσων στην οργάνωση και στη συμμετοχή σε κινητοποιήσεις, αλλά, και στην θέση που μπορεί να αποκτήσει ένα άτομο, ένας δρώντας μέσα σε αυτό το «σύννεφο», επενδύοντας πόρους για να πετύχει κάτι τέτοιο, στις ικανότητες οργάνωσης που διαθέτει, στη συγγραφή και στην κοινοποίηση μανιφέστων εντός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (Facebook), στη δημιουργία ‘κοινοτήτων’ στις οποίες συμμετέχουν οι ‘μυημένοι,’ αυτοί που ήδη συμμετέχουν σε μία οργανωμένη δράση και οι ‘νεο-προσήλυτοι,’ αυτοί που σπεύδουν πρώτα να ενταχθούν σε μία τέτοια κοινότητα και εν συνεχεία να συμμετάσχουν σε κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας. Βλέπε σχετικά, Milan, S., ‘Wikileaks, Anonymous, and the exercise of individuality: Protesting in the cloud,’ Beyond Wikileaks, Implications for the Future of Communications, Journalism and Society, 2013.
[4] Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως οι ευθύνες επιρρίπτονται στο πολιτικό σύστημα (για μερίδες διαδηλωτών που αποδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στον πολιτικό παράγοντα, δεν επρόκειτο περί δυστυχήματος, αλλά περί ‘εσκεμμένης δολοφονίας’), εν συνόλω και ακόμη πιο συγκεκριμένα, σε εκείνα τα πολιτικά κόμματα που άσκησαν κυβερνητική εξουσία (Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ), την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως καθίσταται απλό και εύκολο, λόγω του ρευστού ακόμη υπόβαθρου των κινητοποιήσεων και των χαρακτηριστικών τους, να διεισδύσει σε αυτές κάποιο άλλο πολιτικό κόμμα (δεν έχουμε κατά νου εδώ τις κινητοποιήσεις που οργανώνονται από φοιτητικούς συλλόγους που πρόσκεινται στο ΚΚΕ). Ακόμη και αν το επιχειρήσει, είναι αρκετά πιθανό όχι απλά να αποτύχει, αλλά να καταστεί ‘περίγελος.’
[5] Βλέπε σχετικά, Tilly, Charles., ‘Κοινωνικά κινήματα 1768-2004,’ Μετάφραση: Τσακίρης, Θανάσης, Επιμέλεια: Μήτσης Χρήστος, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2004, σελ. 208. Ο μεταφραστής (Θανάσης Τσακίρης) ενός κλασικού πονήματος για τα κοινωνικά κινήματα όπως αυτό του Charles Tilly, είναι συγγραφέας μίας ενδιαφέρουσας επιστημονικά διδακτορικής διατριβή για τη συνδικαλιστική δράση στο χώρο των τραπεζών (η δράση αυτή παραμένει ενεργή, δίχως όμως να μπορεί να επηρεάσει πλέον πρόσωπα και καταστάσεις), την περίοδο 1974-1993. Συν τοις άλλοις, αξίζει να διαβαστεί, όχι μόνο γιατί προσφέρει πολλά στην μελέτη του Μεταπολιτευτικού συνδικαλιστικού κινήματος και των διαφόρων εκφάνσεων του, αλλά και γιατί είναι η μόνη που έχουμε για αυτόν τον ακόμη ‘παρεξηγημένο’ κλάδο. Βλέπε σχετικά, Τσακίρης, Θανάσης., ‘Ο συνδικαλισμός των εργαζομένων στις τράπεζες στην Ελλάδα (1974-1993),’ Διδακτορική Διατριβή, ΕΚΠΑ, 2006, Διαθέσιμη στο: Ο συνδικαλισμός των εργαζομένων στις τράπεζες στην Ελλάδα (1974-1993) (didaktorika.gr)
[6] Βλέπε σχετικά, Riles, Annelise., ‘The network inside out,’ University of Michigan Press, Αν Άρμπορ, 2000.
[7] Στο γλωσσικό-συνθηματολογικό πλαίσιο που κατασκευάζουν οι διαδηλωτές που συμμετέχουν σε μπλοκ φοιτητικών συλλόγων, ξεχωριστή θέση κατέχει το ‘φταίει η κακιά η χώρα.’ Επρόκειτο για ένα ‘έξυπνο’ γλωσσικά λογοπαίγνιο (στις διαδηλώσεις και στις απεργίες που προκηρύσσουν ενώσεις που πρόσκεινται στο ΚΚΕ-ΠΑΜΕ, ο λόγος καθίσταται πιο «ταξικός», κατά τον Γιώργο Μπιθυμήτρη/Τέτοιες φράσεις είναι δύσκολο να βρουν χώρο σε διαδηλώσεις φοιτητικών οργανώσεων του ΚΚΕ), με βάση το οποίο μεταπλάθεται η φράση ‘ήταν η κακιά η ώρα,’ φράση που φανερώνει την επίδραση της τύχης στην καθημερινότητα των ανθρώπων, στην εκδήλωση θανατηφόρων δυστυχημάτων, με αποτέλεσμα να αλλάξει και το νόημα της, σημαίνοντας πλέον, όχι την ‘κακιά την τύχη’ (μοτίβο που απαντάται και σε τραγούδια), αλλά τα λάθη, τις παραλείψεις, την κατά τους ίδιους ‘εγκληματική’ αμέλεια, την ευθυνοφοβία όλων όσοι κατείχαν και κατέχουν θέσεις ευθύνης, τις συστημικές παθογένειες του Μεταπολιτευτικού κράτους που (έτσι οφείλουμε να αντιληφθούμε την φράση ‘ήταν η κακιά η χώρα’) ‘σκοτώνει’ στο δρόμο. Για διαμόρφωση και αναπαραγωγή μίας συνδικαλιστικής κουλτούρας που θέτει ως επίδικο την υπεράσπιση των συντεχνιακών συμφερόντων και επενδύει στην πολιτική των προσλήψεων και μόνο σε αυτήν (συνδικαλιστικός λαϊκισμός) φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη και κόμματα και οργανώσεις της Αριστεράς. Προς ώρας τουλάχιστον, η Μεταπολίτευση και ιδίως η Μεταπολιτευτική Δημοκρατία δεν τίθεται εν συνόλω στο στόχαστρο, όπως συνέβη απλοϊκά και εσφαλμένα στις απαρχές της οικονομικής κρίσης. Οι διαδηλωτές επιδιώκουν να παραμείνουν ανώνυμοι, για να μην επισκιάσουν καθόλου τους νεκρούς του δυστυχήματος και τα ονόματα τους.
[8] Τα δύο συνθήματα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, καλλιεργώντας το έδαφος και για τη δημιουργία νέων. Οι εκδηλώσεις μνήμης που αφορούν τον φίλαθλο της ομάδας του Άρη Άλκη Καμπανού που φονεύθηκε από οπαδούς του ΠΑΟΚ στη Θεσσαλονίκη, τον Φεβρουάριο του 2022, στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στο γλωσσικό-συνθηματολογικό πλαίσιο που έχει προκύψει.
[9] Ακόμη και τώρα, μία εβδομάδα μετά το δυστύχημα, δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την ‘εργατική αριστοκρατία’ (στην εν Ελλάδι συνδικαλιστική πραγματικότητα είναι η Αθήνα και οι εκεί διαδηλώσεις αυτές που δίνουν τον τόνο, με την τάση αυτή να ενισχύεται από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα) που έχει διαμορφωθεί εντός του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδας. Ποια είναι η σύνθεση των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων; Έχουν την πλειοψηφία εντός αυτών οι σταθμάρχες και οι κλειδούχοι ή οι αμιγώς διοικητικοί υπάλληλοι που έχουν πόστα εκτός σιδηροδρομικών σταθμών;