Για τις ευρωεκλογές

Σίμος Ανδρονίδης 22 Μαϊ 2024

Σε συνέντευξη του στον ραδιοφωνικό σταθμό ‘Σκάι 100,3’ και στον δημοσιογράφο Άρη Πορτοσάλτε, ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στο ζήτημα της προεκλογικής εκστρατείας που εξελίσσεται εν όψει των επικείμενων ευρωπαϊκών εκλογών της 9ης Ιουνίου.

Πιο συγκεκριμένα, ο πρωθυπουργός τόνισε  πως τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν μιλούν, κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τα θέματα που εν προκειμένω, άπτονται της λειτουργίας της. Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αληθής.

 Τα κόμματα της αντιπολίτευσης (Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής, Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, Ελληνική Λύση), κατέρχονται σε αυτές τις ευρωεκλογές με ατζέντα εθνικών εκλογών, εκτιμώντας πως αυτός είναι ένας δόκιμος τρόπος προκειμένου να πληγεί η εικόνα πολιτικής κυριαρχίας που έχουν η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Θεωρητικώ τω τρόπω,[1] θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας. Για όλους όσοι είναι επιφορτισμένοι με την διαμόρφωση της επικοινωνιακής-πολιτικής στρατηγικής των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ισχύει το ‘όσο πιο έντονη η κριτική στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και προσωπικά στον πρωθυπουργό, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες του να υποστεί ένα ρήγμα η εικόνα πολιτικής κυριαρχίας που διαθέτει το κυβερνών κόμμα’.

 Θα μπορούσαμε βέβαια να το θέσουμε και διαφορετικά. Όσο λιγότερες οι αναφορές στα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο περισσότερο θεωρούν πως αυξάνονται οι πιθανότητες να καταψηφίσουν πολλοί πολίτες την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό.[2]

Και χρήζει επισήμανσης το γεγονός πως ούτε οι πρόσφατες εξελίξεις στη γειτονική Βόρεια Μακεδονία, εξελίξεις σχετικές με την Συμφωνία των Πρεσπών, ώθησαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να αλλάξουν έστω το μείγμα της ακολουθούμενης στρατηγικής τους, επιμένοντας σε μία ‘γραμμή εθνικών εκλογών.’

Και στον ‘πυρήνα’ αυτής της στρατηγικής, υπεισέρχεται το μοντέλο «voting with the boot»,[3] σύμφωνα με την διατύπωση των Oppenhuis, Van Der Eijk & Franklin.

 Και τι σημαίνει αυτός ο όρος που προέρχεται από την ιδιόλεκτο που χρησιμοποιούσαν οι Βρετανοί χούλιγκαν; Σημαίνει πως οι ψηφοφόροι «έχουν τη δυνατότητα να εκδηλώσουν τη διαμαρτυρίας τους χωρίς επιείκεια»[4] (put in the boot), κατά τους Τεπέρογλου & Σκρίνη.

Οι αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης (βλέπε τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανο Κασσελάκη), ζητούν από τους ψηφοφόρους, όχι μόνο να καταψηφίσουν κόμμα της Νέας Δημοκρατίας στις επικείμενες ευρωεκλογές, αλλά, να το εγκαταλείψουν οριστικά, αποφεύγοντας να το ψηφίσουν στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν διότι δεν ‘μπορεί να προσφέρει παρά μόνο συγκάλυψη σκανδάλων, ακρίβεια, φτώχεια και παρακμή.’

 Άρα, ζητούν από τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν χωρίς να επιδείξουν οίκτο, θέτοντας από τώρα τις βάσεις για την ‘πολιτική ανατροπή στις επόμενες βουλευτικές εκλογές’. Πολιτικοί αρχηγοί όπως οι Στέφανος Κασσελάκης και Νίκος Ανδρουλάκης παίζουν με όρους ‘2027’.

 Ποιο καθίσταται το μεγαλύτερο μειονέκτημα για την Νέα Δημοκρατία; Όχι η ύπαρξη μίας ‘εκλογικής κόπωσης’ ύστερα από μία χρονιά συνεχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων (2023, όπου είχαμε κατά σειρά δύο βουλευτικές εκλογές και δημοτικές και περιφερειακές εκλογές).

Αλλά, αντιθέτως, η μη διεξαγωγή των ευρωεκλογών παράλληλα με τις εθνικές εκλογές, κάτι που θα διευκόλυνε αρκετούς ψηφοφόρους να επιλέξουν την λεγόμενη «χρηστική ψήφο τακτικής»[5] (useful tactical vote), στις βουλευτικές εκλογές, δηλαδή, να ψηφίσουν εκείνο το κόμμα που κατά τους ίδιους είναι καλύτερο από τα υπόλοιπα και πιο ικανό να κυβερνήσει (Νέα Δημοκρατία).

Και, στις ευρωεκλογές θα μπορούσαν κάλλιστα να επιλέξουν μία ψήφο «συμπάθειας»,[6] κατά τους Μarsh & Franklin, ψηφίζοντας είτε το πολιτικό κόμμα που συμπαθούν περισσότερο, μετά από το δικό τους, είτε κάποιο πρόσωπο που θεωρούν καθ’ όλα ικανό να ‘μας εκπροσωπήσει επάξια στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο’.

Και πάλι όμως, αυτό το μειονέκτημα δεν πρόκειται να στοιχίσει ιδιαίτερα στη Νέα Δημοκρατία, η οποία διαθέτει ένα ισχυρό φιλο-ευρωπαϊκό προφίλ που λειτουργεί ως ‘μαγνήτης’ για εκείνη την κατηγορία των μετριοπαθών ψηφοφόρων που αποδίδουν μεγάλη σημασία σε θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής και θα σπεύσουν να ψηφίσουν με τέτοια κριτήρια.

Αυτό το προεκλογικό μοτίβο, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί έως τώρα, δεν πρόκειται να αλλάξει τις τελευταίες ημέρες πριν τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα συνεχίσουν να ασκούν έντονη κριτική στην κυβέρνηση, αποδεικνύοντας (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής) πως ήσαν και παραμένουν κόμματα στενών οριζόντων’.

 

[1] Σε μία πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη τους σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα Ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προβάλλουν θέματα που έχουν να κάνουν με τις ευρωεκλογές, οι  Ν. Δεμερτζής & Π. Τσιλιγιάννης, τονίζουν τα ακόλουθα: «τα ελληνικά ΜΜΕ, όπως συμβαίνει και στις περιπτώσεις άλλων κρατών-μελών, αποδίδουν ελάχιστη σημασία στην Ευρώπη και την ευρωπαϊκή πολιτική». Κάτι που συμβαίνει και τώρα, κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας που διεξάγεται εν όψει των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου. Οφείλουμε όμως να είμαστε όσο περισσότερο ακριβείς γίνεται, καθώς θεωρούμε πως οι εφημερίδες και δη οι εφημερίδες υψηλής κυκλοφορίας, επιδεικνύουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον τρόπο λειτουργία της, τις προκλήσεις που αυτή αντιμετωπίζει, και τις θέσεις των πολιτικών κομμάτων για θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού, η εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ η οποία στο φύλλο του Σαββάτου 18 Μαϊου περιλαμβάνει συνεντεύξεις με δύο υποψήφιους ευρωβουλευτές: Με τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, υποψήφιο ευρωβουλευτή με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, και με τον Φίλιππο Σαχινίδη, υποψήφιο ευρωβουλευτή με το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Και η συνέντευξη καθίσταται ίσως ο πιο δόκιμος τρόπος προκειμένου να ενημερωθούν οι αναγνώστες-ψηφοφόροι σχετικά με το τι πρεσβεύει ένας υποψήφιος ευρωβουλευτής σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις πολιτικές που αυτή εφαρμόζει. Και επίσης, σχετικά με το τι πρεσβεύει το κόμμα στο οποίο ανήκει. Μέσω της διαδικασίας της συνέντευξης, ένας υποψήφιος ευρωβουλευτής μπορεί να απαντήσει με τον τρόπο που θέλει, να αποφύγει τις αφόρητες κοινοτοπίες, και να εμβαθύνει σε όποιο θέμα θεωρεί ο ίδιος σημαντικό. Βλέπε σχετικά, Δεμερτζής, Ν., & Τσιλιγιάννης, Π., ‘Οι Ευρωεκλογές στα ελληνικά ΜΜΕ,’  Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 24, 2004, σελ. 162. Να μία ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας: Τα μεγάλα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και κυρίως τα τηλεοπτικά, προσλαμβάνουν τις ευρωεκλογές ως εκλογές «δεύτερης τάξης», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Ευτυχίας Τεπέρογλου και του Σταύρου Σκρίνη, με αποτέλεσμα να προσαρμόζουν με τέτοιον τρόπο την θεματολογία τους, ώστε ο τηλεθεατής να μην χάσει τελείως το ενδιαφέρον του για αυτές. Βλέπε και, Τεπέρογλου, Ευτυχία., & Σκρίνης, Σταύρος., ‘Το μοντέλο των εκλογών δεύτερης τάξης και οι Ευρωεκλογές της 13ης Ιουνίου 2004 στην Ελλάδα,’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 27, 2006, σελ. 14, διαθέσιμη στο: Teperoglou.pdf (auth.gr)

[2] Στο πρόσφατο συνέδριο που διοργάνωσε ο ‘Κύκλος Ιδεών’ του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ και υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Βενιζέλου, παρουσιάστηκαν τα ευρήματα δημοσκόπησης της ‘METRON ANALYSIS,’ σχετικά με την Μεταπολίτευση του 1974. Με τον τρόπο με τον οποίο την αποτιμούν οι πολίτες, πενήντα χρόνια μετά την πραγματοποίηση της. Το πολιτικό πρόσωπο που αξιολογείται περισσότερο θετικά από τα υπόλοιπα, είναι ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου, στο εγκάρσιο σημείο όπου το 64% των συμμετεχόντων στην έρευνα αξιολογεί με θετικό τρόπο την συνεισφορά του. Που οφείλεται όμως μία τέτοια εξέλιξη; Ας το δούμε αναλυτικότερα. Πρώτον, στις πυκνές όσο και θετικές (νοσταλγικές ενίοτε, για όλους όσοι έζησαν εκείνα τα χρόνια), αναφορές στο ΠΑΣΟΚ και στον ιδρυτή του, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυρίως. Το γεγονός αυτό συνέβαλλε καταλυτικά στο να έρθουν σε επαφή, έστω και στρεβλά, άτομα νεότερων γενεών με τον Ανδρέα Παπανδρέου και το έργο του, διαμορφώνοντας την πεποίθηση πως ο ίδιος ήσαν ένας ‘μεγάλος πολιτικός’ που ‘θεμελίωσε την κοινωνική δικαιοσύνη’ και ‘έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς Έλληνες να ζήσουν καλά.’ Η διαρκής αναπαραγωγή της έκφρασης το ‘παλιό ΠΑΣΟΚ το ορθόδοξο,’ έθεσε τις προϋποθέσεις ώστε ο Ανδρέας Παπανδρέου να καταστεί viral, ή αλλιώς, πρόσωπο ευρέως γνωστό ως επικεφαλής του ‘ορθόδοξου ΠΑΣΟΚ,’ εκεί όπου, παράλληλα με το πρόσωπο, εξυμνείται και η vintage Πασοκική αισθητική της δεκαετίας του 1980. Εμβαθύνοντας περισσότερο, θα πούμε πως στον πυρήνα αυτής της αντίληψης ή της πεποίθησης, εντοπίζουμε μία δυνάμει επικίνδυνη εξέλιξη, όσον αφορά άτομα νεότερων γενεών και όχι μόνο. Και ποια είναι αυτή; Είναι το ό,τι συνεπεία της αδυναμίας ή της απροθυμίας πολλών νέων να ταυτιστούν με το σημερινό κομματικό-πολιτικό σύστημα και τους πρωταγωνιστές του, ωραιοποιείται και εξιδανικεύεται μία προηγούμενη ιστορική περίοδος την οποία πολλοί νέοι (οι Millenials) δεν έζησαν. Τότε είναι που μπορούν να προκύψουν αφηγήσεις τύπου ‘τι καλά που ήταν τότε!! Μακάρι να ζούσαμε και εμείς εκείνη την εποχή’!! Όμως, όσο περισσότερο ομφαλοσκοπεί κάποιος και σκέφτεται το παρελθόν, τόσο περισσότερο χάνει από τον οπτικό και γνωστικό του ορίζοντα, το παρόν και το μέλλον. Δεύτερον, στην διαμόρφωση, αναπαραγωγή και επικράτηση της πεποίθησης (και αυτό αφορά κυρίως τους σημερινούς πενηντάρηδες και εξηντάρηδες), πως μόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου ‘παρήγαγε έργο,’ και ‘σκεφτόταν τον απλό Έλληνα,’ εν αντιθέσει με τους άλλους πολιτικούς. Τρίτον, στο προσωπικό ‘χάρισμα’ (ας θυμηθούμε τις αναλύσεις του Γερμανού κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ), και στην εν γένει ‘ακτινοβολία’ που εξέπεμπε (ο δημαγωγός Παπανδρέου) κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να τον παραδέχονται, να τον αναγνωρίζουν και να τον θαυμάζουν και άτομα που δεν ψήφισαν ποτέ ΠΑΣΟΚ. Και αυτός ο ιδιαίτερος ‘θαυμασμός’ μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Τέταρτον, στην σκληρή και άτεγκτη στάση που τήρησε απέναντι στην Τουρκία ειδικά την περίοδο 1981-1988, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να προσλαμβάνεται ως ο κατεξοχήν ‘πατριώτης Έλληνας πολιτικός που έλεγε μόνο αλήθειες και δεν άφηνε την Τουρκία να θέτει ανυπόστατα ζητήματα’. Σαφώς, θα μπορούσαμε να καταγράψουμε και άλλους τόσους λόγους που εξηγούν την δημοφιλία ενός αντιφατικού πολιτικού προσώπου. Όμως, για λόγους μεγέθους της υποσημείωσης, θα σταματήσουμε εδώ. Βλέπε και, Λιαλιούτη, Μυρτώ, ‘Οι Έλληνες αναπολούν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου – Αποκαλυπτική έρευνα,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 13/05/2024, Οι Έλληνες αναπολούν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου - Αποκαλυπτική έρευνα - ΤΑ ΝΕΑ (tanea.gr)

[3] Βλέπε σχετικά, Oppenhuis, E., Van Der Eijk, C., & Franklin, M., ‘The party context: Outcomes,’ στο: Van Der Eijk, C., & Frankin, M., (επιμ.), ‘Choosing Europe? The European Electorate and National Politics in the Face of Union,’ University of Michigan Press, Ann Arbor, 1996. Χρήση του ‘voting with the boot,’ έκαναν πολλοί ψηφοφόροι στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και καταψήφισαν τους υποψηφίους του καθεστώτος, και δεν προτίθενται να τους ψηφίσουν ποτέ ξανά, αναδεικνύοντας στην επιφάνεια το βαθύ ρήγμα που τους χωρίζει. Η διαμαρτυρία εκφράστηκε δίχως καμία «επιείκεια».

[5] Βλέπε σχετικά, Τεπέρογλου, Ευτυχία., & Σκρίνης, Σταύρος., ‘Το μοντέλο των εκλογών δεύτερης τάξης και οι Ευρωεκλογές της 13ης Ιουνίου 2004 στην Ελλάδα…ό.π., σελ. 132.

[6] Βλέπε σχετικά, Marsh, M., & Franklin, M., ‘The Foundations: Unanswered questions from the study of European Elections, 1974-1994,’ στο: Van Der Eijk, C., & Frankin, M., (επιμ.), ‘Choosing Europe? The European Electorate and National Politics in the Face of Union…ό.π.