Την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε ο δεύτερος εκλογικός γύρος για τις εσωκομματικές εκλογές ανάδειξη νέου προέδρου στο Κίνημα Αλλαγής, με τον οποίο ουσιαστικά ολοκληρώθηκε και η εκλογική διαδικασία.
Το τελικό αποτέλεσμα ανέδειξε νικητή τον Νίκο Ανδρουλάκη (νικητή και του πρώτου εκλογικού γύρου), που εν προκειμένω απέσπασε το 67,86% των ψήφων, έναντι του 32,14% περίπου που απέσπασε ο έτερος διεκδικητής της προεδρίας, Γιώργος Παπανδρέου.1
Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να αναφέρουμε πως, η αύξηση του ποσοστού που έλαβε ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής ο οποίος διαδέχεται την Φώφη Γεννηματά, οφείλεται και σε μία μαζική μετακίνηση προς τον ίδιο και την υποψηφιότητα του, εκλογέων που στον πρώτο εκλογικό γύρο επέλεξαν τον Ανδρέα Λοβέρδο, με τον Γιώργο Παπανδρέου να μην καταφέρνει να διεισδύσει με προνομιακούς για τον ίδιο όρους, σε αυτό το κρίσιμο σώμα εκλογέων.2
Ο Κρητικής καταγωγής πολιτικός, εξ αρχής διέθετε ένα πλεονέκτημα που του προσέφερε το άνετο προβάδισμα που απέκτησε στον πρώτο εκλογικό γύρο της 5ης Δεκεμβρίου, στο εγκάρσιο σημείο όπου, δίχως να πρωτοτυπήσει σε κάποιο επιμέρους σημείο της προεκλογικής του καμπάνιας εν όψει του δεύτερου γύρου, και αποφεύγοντας (ορθά) να εμπλακεί σε μία φθοροποιό αντιπαράθεση με τον Γιώργο Παπανδρέου, προχώρησε σε μία ιδιαίτερου τύπου διαχείριση, κομίζοντας στη δημόσια σφαίρα και ιδίως στο σώμα των εκλογέων της πρώτης Κυριακής, διλημματικού χαρακτήρα προτάγματα, όπως το ‘ανανέωση ή ανακύκλωση.’3
Το οποίο, εν τοις πράγμασι λειτούργησε αποτελεσματικά, αντλώντας από τα χαρακτηριστικά της ψήφου στον πρώτο εκλογικό γύρο, με τον ‘αέρα’ του νικητή που απέκτησε ο Νίκος Ανδρουλάκης, μεταβλητή που επηρέασε ως έναν βαθμό εκλογείς που έσπευσαν να ψηφίσουν,4 να του παρέχει επίσης την δυνατότητα της διαχείρισης με τρόπο ώστε αυτή, όντας στοχευμένη, να προσθέτει σε ό,τι θα προσδιορίσουμε θεωρητικά-πολιτικά ως πολιτικό προφίλ Ανδρουλάκη.
Το ό,τι όμως ο Ανδρουλάκης διέθετε ένα σαφές πλεονέκτημα, όπως διεφάνη από το εκλογικό αποτέλεσμα της πρώτης Κυριακής δεν σημαίνει πως έτεινε στην αδράνεια, κάτι το οποίο αναδείχθηκε εμπρόθετα από τον τρόπο με τον οποίο επέλεγε να απαντήσει στις ενστάσεις που προέβαλλε η πλευρά του Γιώργου Παπανδρέου.
Και ενέχει θεωρητικό πρωτίστως, ενδιαφέρον,5 το να εστιάσουμε σε κάποιους παράγοντες, που, με τον τρόπο που τέθηκαν από την πλευρά Παπανδρέου, δεν του στέρησαν την δυνατότητα να διεκδικήσει την προεδρία, όσο, άμβλυνα την όποια δυναμική θα μπορούσε να αποκτήσει η υποψηφιότητα του.
Έτσι, ένας πρώτος παράγοντας, έχει να κάνει με την τακτική που υιοθέτησε με το πέρας των πρώτων ημερών μετά τον πρώτο εκλογικό γύρο της 5ης Δεκεμβρίου, όταν και, συνειδητοποιώντας πως ο συνυποψήφιος του για την προεδρία δεν ανταποκρίνεται, με όρους πολεμικής, στην κριτική του περί απουσίας προγραμματικών θέσεων,6 (αν και οι αναφορές στις αρχές της Σοσιαλδημοκρατίας δεν εξέλιπαν), έσπευσε να υιοθετήσει πολεμικούς τόνους, κάνοντας λόγο για τον εντοπισμό παρατυπιών κατά την διάρκεια της ψηφοφορίας της πρώτης Κυριακής.
Όμως, από τις καταγγελίες αυτές, απουσίαζε η διάσταση της τεκμηρίωσης και της απόδειξης τους, πράγμα το οποίο εν σπέρματι συνέβαλλε στην εξασθένηση του εκπεμπόμενου μηνύματος, στην δημιουργία, σε μία ιδιαίτερη χρονική συγκυρία, ενός υποστρώματος αμφιβολίας και για τις προθέσεις του Γιώργου Παπανδρέου, αλλά και για την ορθότητα της τακτικής που ακολουθεί, εκεί όπου, αρκετοί ψηφοφόροι αντέδρασαν, θεωρώντας πως μία τέτοια μομφή αγγίζει και την ανοιχτή διαδικασία στην οποία συμμετείχαν,7 αλλά και την ευρεία νομιμοποίηση που αυτή προσέλαβε από το τρίγωνο πολιτικό κόμμα (Κίνημα Αλλαγής), υποψήφιοι για την προεδρία και εκλογικό σώμα.
Αυτό ήταν το πρώτο στρατηγικό λάθος του Γιώργου Παπανδρέου. Το δεύτερο, ή αλλιώς, ο δεύτερος παράγοντας που δύναται να ερμηνεύσει την ήττα του στον δεύτερο εκλογικό γύρο και μάλιστα, με μεγάλη διαφορά, σχετίζεται εμπρόθετα με τους οιονεί πολεμικούς τόνους που υιοθέτησε, επενδύοντας στο προφίλ του ‘κατάλληλου υποψηφίου’ και του πλέον ‘αρχηγικού,’ επί του ‘άκαπνου’ αντιπάλου του.
Επιλέγοντας κάτι τέτοιο, ο Γιώργος Παπανδρέου τελικά κατέληξε να ναρκοθετεί ο ίδιος την υποψηφιότητα και το περιβάλλον που διαμορφώνονταν γύρω από αυτήν, ακριβώς διότι, η πολεμική ρητορική που επέλεξε ήταν ασύμβατη με την πολιτική του πορεία, τα χαρακτηριστικά του ως πολιτικού υποκειμένου, εν ολίγοις, με την πολιτική κουλτούρα την οποία και συγκρότηση όλα αυτά τα χρόνια.
Πέφτοντας στην παγίδα ενός ακόμη και καλώς εννοούμενου ‘αρχηγισμού,’ ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ), αντί να ανασύρει στην επιφάνεια, καθιστώντας το μάλιστα την βασική έως πρωταρχική αιχμή της υποψηφιότητας του και του πολιτικού λόγου που αρθρώνει, ένα μεταρρυθμιστικό πρόσημο, αποδίδοντας έμφαση στις μεταρρυθμίσεις και στα θετικά επιτεύγματα με τα οποία συνδέθηκε η σύντομη περίοδος της διακυβέρνησης του (2009-2011),8 επέλεξε την πολεμική και τις απευθείας επιθέσεις ως τον πλέον προσφορότερο τρόπο πρόκλησης ρηγμάτων στο προφίλ του ‘άκαπνου’ Ανδρουλάκη, και ενίσχυσης του δικού του αρχηγικού προφίλ, παραβλέποντας ό,τι σταδιακά, αυτοϋπονόμευε τις δυνατότητες του να αντιστρέψει την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, προσφέροντας στον συνυποψήφιο του, την ευκαιρία να εμφανισθεί ως η ‘ήρεμη δύναμη’ που δεν απαντά και μένει ψύχραιμη απέναντι σε έναν βιαστικό και έξαλλο Παπανδρέου.
Ο τρίτος παράγοντας9 που εντοπίζουμε αφορά μία ειδικότερη πτυχή του πολιτικού λόγου που άρθρωσε ο πρώην πρωθυπουργός. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως, οι αναφορές περί αποδοχής του Νίκου Ανδρουλάκη της επιλογής της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ το 2012, να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας με την Νέα Δημοκρατία και με το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς, λειτούργησε αντίστροφα, παράγοντας αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Δηλαδή, ενώ το επίδικο και δη το πολιτικά στρατηγικό επίδικο, ήταν η ανάδειξη του ό,τι ο Νίκος Ανδρουλάκης και από τη θέση του γραμματέα του ΠΑΣΟΚ αλλά και πιο πριν, αποδέχθηκε ασμένως την ‘δεξιά στροφή’ του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος, η οποία, στο σκεπτικό του Γιώργου Παπανδρέου και του επιτελείου του, επισφραγίσθηκε με την συμμετοχή σε μία τέτοια συγκυβέρνηση, αυτό που συνέβη τελικά, ήταν το ό,τι οι αναφορές Παπανδρέου, πολιτικά-μνημονικά, αποτέλεσαν έναυσμα για να έρθουν στο προσκήνιο, από εκλογείς που απέδιδαν σημασία στη λεγόμενη κομματική εγγύτητα και ταύτιση, και η τότε πολιτική του στάση απέναντι σε μία συγκυβέρνηση ‘αναγκαία’ λόγω των συνθηκών, και κυρίως, οι λόγοι της αποχώρησης του από το ΠΑΣΟΚ (της ‘διάσπασης’ του σε μία περισσότερο ‘φορτισμένη’ πολιτικά γλώσσα), και της ίδρυσης του ‘Κινήματος Δημοκρατικών Σοσιαλιστών.’
Η συγκρότηση του οποίου, ως πρώτη ύλη ενέγραψε την εναντίωση Παπανδρέου στον δεξιά στροφή και στον ‘αντιδραστικό μετασχηματισμό’ του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ‘συμβιβάστηκε’ με τον ιστορικό του αντίπαλο.
Αυτή η ανάκληση, με τον τρόπο με τον οποίο και λειτούργησε, προσέδωσε ένα επιπλέον κίνητρο καταψήφισης του πρώην πρωθυπουργού στην τρέχουσα εκλογική διαδικασία, ιδίως από εκλογείς συνδεδεμένους πολιτικά-συναισθηματικά με την επωνυμία ‘ΠΑΣΟΚ,’ οι οποίοι, έσπευσαν δια της ψήφου να στερήσουν από τον Γιώργο Παπανδρέου, από τον ‘διασπαστή’ Γιώργο Παπανδρέου, την προεδρία, ενδεχόμενο που προσελήφθη ως πολιτικά απευκταίο, διότι θα του έδιδε την δυνατότητα να ‘τελειώσει ό,τι άρχισε.’ Απέναντι στην πολιτική παρακαταθήκη της Φώφης Γεννηματά.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δύναται να κάνουμε λόγο για την ύπαρξη τριών στρατηγικών λαθών,10 που μείωσαν δραστικά τις πιθανότητες του Γιώργου Παπανδρέου11 να διεισδύσει στο ευρύ σώμα των εκλογέων του Ανδρέα Λοβέρδου, η εκλογική συμπεριφορά του οποίου, μεταξύ δύο γύρων, ήταν «μεταβαλλόμενη»12 (volatile), σύμφωνα με τον Wildenmann.