Για τις διερευνητικές επαφές

Σίμος Ανδρονίδης 11 Φεβ 2021

Την Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021, επανεκκίνησε ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, πιάνοντας το νήμα από τον 60ο γύρο των διερευνητικών επαφών που είχαν διακοπεί το 2016.  

Το νήμα όπως πιάνεται μόνο ως προς την διαδικασία, ήτοι την φόρμουλα που ακολουθείται για την διερεύνηση των θέσεων των δύο πλευρών, διότι χρονικά και περιεχομενικά, το 2016 δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με το τωρινό 2021, στο βαθμό όπου έχει μεταβληθεί δραστικά κατά την διάρκεια αυτής της πενταετίας η ευρύτερη γεω-πολιτική αλλά και περιφερειακή θέση της Τουρκίας.

Η οποία[1] έκτοτε, διεύρυνε κατά τι το περιφερειακό της ?αποτύπωμα,? συμπεριλαμβάνοντας στη ζώνη όπου παρεμβαίνει, πέραν της Συρίας και του Ιράκ, την Λιβύη και την περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, δείχνοντας παράλληλα έμπρακτο ενδιαφέρον για τις διεργασίες στην θαλάσσια περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι διερευνητικές επαφές που από ό,τι διαφαίνεται θα συνεχισθούν στην Αθήνα, σχετίζονται πλέον και με τις τάσεις προσέγγισης που δείχνει η Τουρκία προς την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσέγγιση που ζυμώνεται και θεμελιώνεται πάνω στην μη επιβολή ενός στοχευμένου πακέτου κυρώσεων προς την πρώτη στις δύο τελευταίες ευρωπαϊκές συνόδους κορυφής, όπως επίσης, και πάνω σε ένα διττό πλαίσιο: Αφενός μεν πάνω στο χώρο που έχει η ίδια κερδίσει τα τελευταία χρόνια, έχοντας καταστεί σημαίνον περιφερειακός δρώντας ή ?παίκτης,? και, αφετέρου δε, πάνω στην ευέλικτη αξιοποίηση της γεω-στρατηγικής της θέσης, με αυτό το στοιχείο πλέον, σε μία μετα-νεωτερική περίοδο διεθνών ανακατατάξεων και ανατροπών, έχει καταστεί σημείο ?υψηλής πολιτικής? και λαμβάνεται υπόψιν για την χάραξη πολιτικής από όλους τους ενδιαφερόμενους και εμπλεκόμενους παίκτες, ήτοι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ρωσία αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Ένα ερώτημα που διατυπώνεται, ακόμη και με έντονο τρόπο στην εν Ελλάδι δημόσια σφαίρα, είναι το εξής: Ποιο μπορεί να είναι το παρόν και το μέλλον των διερευνητικών επαφών ως διαδικασία διερεύνησης προθέσεων και θέσπισης μίας ατζέντας ζητημάτων που θα απασχολήσουν περισσότερο επίσημα τις δύο χώρες αντίκρυ του Αιγαίου; Το ερώτημα αυτό έχει καταστεί ήδη κοινό.

Σπεύδουμε να καταθέσουμε κάποιες σκέψεις εκκινώντας από την παραδοχή ό,τι η Ελλάδα πρέπει να ?επενδύσει? διπλωματικό κεφάλαιο στις διερευνητικές επαφές που ναι δεν συνιστούν διαπραγμάτευση με την στενή έννοια του όρου, όπως δηλώνει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας[2], από την άλλη όμως δε, δεν πρέπει να παραγνωρίζονται και ως φόρμουλα που επιτρέπει ή αλλιώς, προσφέρει χώρο στην ανταλλαγή θέσεων, και στην επαφή με τα μείζονα ζητήματα της κάθε πλευράς, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις για την έμπρακτη αποκλιμάκωση.

Και θεωρούμε πως η ?αποκλιμάκωση? συνιστά τον όρο-κλειδί για την φάση στην οποία βρίσκονται οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις αυτή την περίοδο, καθώς και για την εξέλιξη τους εν καιρώ διερευνητικών επαφών.[3] Κάτι που μπορεί να επιφέρει η συζήτηση μεταξύ των δύο πλευρών, ώστε να μεταβούμε στο στάδιο της σταδιακής οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνης του ενός για τις προθέσεις του άλλου. Εμπιστοσύνης απαραίτητης ώστε να τεθεί επίσημα η ατζέντα των εκκρεμών ζητημάτων με όρους αμοιβαίου συμβιβασμού.

Προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι η συνέχιση των διερευνητικών επαφών, και όσον αφορά ιδιαίτερα την ελληνική πλευρά, η μη βολική και  φοβική προσέγγιση και ως προς το εύρος των θεμάτων[4] που μπορούν να συζητηθούν και σε ένα δεύτερο στάδιο να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, αλλά και ως προς το ?βάθος? της συζήτησης για τα θέματα που ενσκήπτουν.

Υπό αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα[5] θα μπορούσε να αξιοποιήσει την επαναπροσέγγιση, έτσι όπως επιχειρείται, μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιζητώντας ενέργειες από τις δύο πλευρές που θα συντείνουν προς την κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης-εμπιστοσύνης.

 Έτσι, απαιτούνται λεπτοί διπλωματικοί χειρισμοί, όχι θριαμβολογίες-συναισθηματισμοί,  ορθή και ρεαλιστική ανάγνωση και αποτίμηση των δεδομένων, ώθηση και από τις δύο πλευρές,  και, στη βάση αυτών, η κρίσιμη συν-αντίληψη,  η οποία και μπορεί να επιτρέψει την υπέρβαση της στενής οπτικής, συμβάλλοντας στο άνοιγμα της περιφερειακής και  της διεθνούς εικόνας, τοποθετώντας τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις στην πραγματική τους διάσταση.

Διάσταση που πέραν των εθνικών, πολιτικών, ιστορικών και μνημονικών αφηγήσεων που αναπτύσσονται και στις δύο χώρες, εστιάζει στο γεγονός ό,τι οι σχέσεις των δύο χωρών προσλαμβάνουν και μία οιονεί περιφερειακή διάσταση, όντας ουσιώδες τμήμα ενός περιφερειακού γίγνεσθαι που περιλαμβάνει μία σειρά δρώντων.

 Ώστε έτσι να καταδειχθεί η κρισιμότητα τους για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή,  και συνακόλουθα, η ίδια  σημασία της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών τους. Και για την σταθερότητα στην περιοχή.

 Άρα, δίπλα στον όρο-κλειδί της αποκλιμάκωσης θα προσθέσουμε και αυτόν της συν-αντίληψης, ως σύστοιχου χαρακτηριστικού που εν καιρώ διερευνητικών και ρεαλιστικά, βλέπει ευρύτερα, στρατηγικά, Μεσογειακά. Η συν-αντίληψη προϋποτίθεται και στο άνοιγμα στον άλλο.  Χωρίς να ερείδονται σε κάποια προηγούμενη διαμορφωθείσα δυναμική, εάν και η Ευρωπαϊκή Ένωση εργάσθηκε προς αυτή την κατεύθυνση,  οι διερευνητικές επαφές, συνιστούν θετική εξέλιξη και πρόκληση από μόνες τους. Όντας σύνθετες και διαδραστικές.



[1] Για μία ανάλυση των μετασχηματισμών που έχουν επέλθει σε βάθος χρόνου, κατά την διακυβέρνηση του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, βλέπε σχετικά, Φίλης Κωνσταντίνος, ?Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν,? Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2018. Ένα από τα σημερινά σημεία αναφοράς στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, είναι και η Τουρκία. Για μία σύντομη αλλά  εύστοχη παρουσίαση της σημερινής Τουρκίας και της ασκούμενης πολιτικής, βλέπε σχετικά, Ιωακειμίδης Παναγιώτης, ?Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης. Προβλήματα και λύσεις. Παθογένειες και προκλήσεις,? Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2020, ιδίως σελ. 75-80.

[2] Βλέπε σχετικά την συνέντευξη του Νίκου Δένδια στην εφημερίδα Αλεξάνδρα Φωτάκη για λογαριασμό της εφημερίδας ?Τα Νέα Σαββατοκύριακο.? ? «Η Ελλάδα δεν έχει λόγους να φοβάται έναν διάλογο»,? ?Τα Νέα Σαββατοκύριακο,? 30-31/01/2021, σελ. 28-29.

[3] Η θέσπιση των διερευνητικών επαφών, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, επί κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη (ΠΑΣΟΚ), αποτέλεσαν ένα σημείο τομής πρωταρχικά για την διαχείριση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και των εκκρεμών ζητημάτων που τις συνθέτουν, θέτοντας ως σημείο αναφοράς την ?βήμα-βήμα προσέγγιση,? την αίσθηση ό,τι ο χρόνος που τρέχει είναι ?πολύτιμος,? με την θέσπιση τους να μην φθάνει το επίπεδο της συν-διαμόρφωσης ?Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης? (ΜΟΕ), ή της επιβολής μορατόριουμ, για παράδειγμα, στην πραγματοποίηση στρατιωτικών ασκήσεων σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, αλλά να συμβάλλει στην διαδικασία συγκρότηση κουλτούρας διαλόγους. Με το πλέον χαρακτηριστικό τους σημείο να είναι η διάχυση (spillover) των συνομιλιών προς ?τα κάτω,? δηλαδή εμπλέκοντας σε αυτή την κουλτούρα υπηρεσιακούς παράγοντες των υπουργείων Εξωτερικών, που δρουν πριν τους ?πολιτικούς για τους πολιτικούς.?

[4] Η επιμονή της Ελλάδας στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) με την Τουρκία ως το μοναδικό θέμα προς συζήτηση-διαπραγμάτευση-επίλυση (?μία διαφορά?), δεν συνιστά παρά μία πτυχή του ευρύτερου και σύνθετου μωσαϊκού των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, με την διαρκή επανάληψη του, να λαμβάνει χώρα πρωταρχικά για να πειστεί η ελληνική πλευρά ό,τι όντως, ?υπάρχει μόνο ένα θέμα? και είναι ?αυτό.? Ο λόγος που αρθρώνεται ως προς την ?μία διαφορά,? είναι λόγος βολικός και αυτο-αναφορικός. Εμπεριέχον μία ιδιαίτερη αντίληψη περί ?δικαίου? που εμβαπτίζεται στα νάματα του ?ελληνικού.? Και του ?ιστορικού.?

[5] Μία νηφάλια προσέγγιση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και των διερευνητικών επαφών επιχειρεί ο επίτιμος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (ΓΕΝ), Αντώνης Αντωνιάδης, δίνοντας έμφαση  στο οιονεί κλίμα καχυποψίας που έχει δημιουργηθεί όσον αφορά το ενδεχόμενο ενός ελληνο-τουρκικού διαλόγου, καθώς και στις προσεγγίσεις ελληνικών κυβερνήσεων που διστάζουν να αναφερθούν με παρρησία στα χαρακτηριστικά των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, φοβούμενες το πολιτικό κόστος ή αλλιως, την ενδεχόμενη κοινωνική-πολιτική ?κατακραυγή.? Βλέπε σχετικά, Αντωνιάδης Αντώνης, ?Αδυναμία ελληνοτουρκικού διαλόγου,? Εφημερίδα ?Τα Νέα Σαββατοκύριακο,? 6-7/02/2021, σελ. 42.