Εξι μέρες μετά τη δημοσιοποίηση της νομοθετικής πρότασης για τις διαδηλώσεις και τη δημόσια συζήτηση που ακολούθησε, γίνεται αντιληπτό για ποιο λόγο, 37 χρόνια τώρα, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας προτιμούν να ρυθμίζεται μία κορυφαία μορφή συλλογικής κοινωνικής και πολιτικής δράσης, οι «δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις», από χουντικό διάταγμα του 1971.
Είτε με την αβασάνιστη απόρριψη είτε με τη εκκωφαντική σιωπή τους, τα πολιτικά κόμματα απέδειξαν ότι στην ελληνική πολιτική ζωή είναι κατά κανόνα προτιμότερο να αφήνουμε τα προβλήματα να διαιωνίζονται, παρά να ερχόμαστε σε ρήξη με τους παράγοντες που τα προκαλούν, αδιαφορώντας έτσι εάν η κατάχρηση ενός δικαιώματος οδηγεί στον εκφυλισμό του και μετά, αναπόδραστα, σε αυταρχικότερες λύσεις. Δυστυχώς, στην Αθήνα, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, δεν γίνεται δεκτό ότι το δικαίωμα να διαδηλώνουμε σε δημόσιο χώρο πρέπει να συνυπάρχει αρμονικά και με άλλα συνταγματικά δικαιώματα, όπως λ.χ. το δικαίωμα στην ακώλυτη κυκλοφορία των προσώπων, στην απρόσκοπτη κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα κ.λπ.
Το σχέδιο νομοθετικής ρύθμισης που με πρωτοβουλία δική μου εκπόνησε ομάδα διακεκριμένων νομικών (Μ. Βροντάκης, Ν. Αλιβιζάτος, Αντ. Μανιτάκης, Γ. Κτιστάκις, Αθ. Τσιούρας) αποσκοπεί κυρίως στο εξής: να εξαλειφθεί το φαινόμενο, μικρές πορείες των 50 ή 100 ατόμων, να κλείνουν το κέντρο της πόλης με ανυπολόγιστη ζημιά για τις επιχειρήσεις και χαμένες για τους πολίτες ανθρωποώρες.
Για τη νομοθετική ρύθμιση που προτείνουμε, κάποιοι υποστήριξαν ότι την απόφαση για την απαγόρευση ή τον περιορισμό της κινητοποίησης λαμβάνει μόνη της η αστυνομία, αποκρύπτοντας ότι, αντιθέτως, με την πρότασή μας καθίσταται συναρμόδια η δικαστική εξουσία. Επικαλούμενοι την αστική ευθύνη των διοργανωτών σε πιθανές καταστροφές, κάποιοι μίλησαν για «ποινικοποίηση» των αγώνων, αν και η προτεινόμενη ρύθμιση απαλλάσσει τους διοργανωτές από κάθε ευθύνη εφ’ όσον κάνουν τα στοιχειώδη: δηλαδή, να έχουν εκ των προτέρων ενημερώσει για την πραγματοποίηση της διαδήλωσης και να ειδοποιήσουν τις αρχές και τον εισαγγελέα αν, παρά τα μέτρα περιφρούρησης που έχουν λάβει, απειλείται από τρίτους ο ειρηνικός της χαρακτήρας. Αποσιωπάται επίσης ότι, για πρώτη φορά, απαγορεύεται η χρήση χημικών από την αστυνομία, καθώς και ότι η αστυνομία καθίσταται υπεύθυνη για τη διάλυση αντισυγκεντρώσεων, φαινόμενο, σήμερα, διόλου σπάνιο και εξαιρετικά επικίνδυνο.
Το 2011 πραγματοποιήθηκαν κατά μέσο όρο στην Αθήνα, τρεις διαδηλώσεις την ημέρα. Λίγες ήταν οι μεγάλες και μαζικές, οι περισσότερες, ή μάλλον η συντριπτική πλειονότητα, ήταν πάρα πολύ μικρές. Οταν συμφωνήθηκε με την επιτροπή των διακεκριμένων νομικών η επεξεργασία της επίμαχης νομοθετικής πρότασης, ήταν γενική η πεποίθηση ότι οι διαδηλώσεις αποτελούν ένα από τα ισχυρά πολιτικά «ταμπού» και ότι το λεγόμενο «πολιτικό κόστος» δεν θα επέτρεπε στις πολιτικές δυνάμεις να παρουσιάσουν με ειλικρίνεια και νηφαλιότητα τις απόψεις τους. Δεν υπήρχε όμως καταλληλότερος χρόνος από τον παρόντα, λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, ώστε να ξεκινήσει, επιτέλους, ένας ανυπόκριτος δημόσιος διάλογος για ένα ζήτημα που αφορά στοιχειώδεις συνταγματικές ελευθερίες. Είμαι, ωστόσο, πεισμένος ότι έχουμε διαμορφώσει την πιο συγκροτημένη μεταπολιτευτικά, αλλά και την πιο φιλελεύθερη, σε νομικό επίπεδο, ανάγνωση της διάταξης του άρθρου 11 του Συντάγματος. Ο πολιτικός κόσμος της χώρας έχει την ευκαιρία να στείλει ένα μήνυμα υπευθυνότητας και, συγχρόνως, να αποδείξει ότι σέβεται τα δικαιώματα όλων ανεξαιρέτως των πολιτών.
* Ο κ. Γιώργος Καμίνης είναι δήμαρχος Αθηναίων.