Για τις δηλώσεις του πρωθυπουργού περί σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας

Σίμος Ανδρονίδης 17 Απρ 2022

Οι πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, σχετικά με τον χρόνο πραγματοποίησης των βουλευτικών εκλογών και κυρίως σχετικά με τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, προκάλεσαν κάποιες πολιτικές και δημοσιογραφικές συζητήσεις, όχι όμως και μία ευρύτερη πολιτική δυναμική που εν προκειμένω θα ωθούσε τα πολιτικά κόμματα και ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ/Κίνημα Αλλαγής να λάβουν επίσημα θέση για το τι προτίθενται να πράξουν.

 Σε αυτό το πλαίσιο, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού, περισσότερο ώθησαν τα δύο ως άνω αναφερόμενα κόμματα στο να επαναλάβουν την βασική τους θέση περί κυβερνήσεων συνεργασίας,[1] στο εγκάρσιο σημείο όπου οι βασικοί παράγοντες που ώθησαν τον πρωθυπουργό και πρόεδρο του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας να λάβει θέση, ήταν, αφενός μεν το γεγονός πως πλησιάζει πλέον ο χρόνος διεξαγωγής των εκλογών (λαμβάνουμε υπόψιν το ενδεχόμενο εξάντλησης από την παρούσα κυβέρνηση της συνταγματικά προβλεπόμενης θητείας της),[2] και, αφετέρου δε, το γεγονός πως οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής.

 Υπό αυτό το πρίσμα, το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, ακόμη και δεν οδηγεί υποχρεωτικά στο σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και της εν τοις πράγμασι δυσκολίας που επιφέρει ως προς την επίτευξη του στόχου της αυτοδυναμίας από ένα πολιτικό κόμμα, επιδρά στη διαμορφωθείσα στρατηγική των πολιτικών κομμάτων, με τον πρωθυπουργό να είναι ο πρώτος που σπεύδει να τοποθετηθεί.

Στρεφόμενος κατά κύριο λόγο προς την πλευρά του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος/Κινήματος Αλλαγής, εκεί όπου οι στόχοι  είναι το να διερευνήσει προθέσεις, το να θέσει, έστω και έμμεσα, το Κεντροαριστερό πολιτικό κόμμα ενώπιον συγκεκριμένων  πολιτικών διακυβευμάτων, θέτοντας στο προσκήνιο, επίσημα, την λογική της «ελάχιστης νικηφόρας συμμαχίας», για να παραπέμψουμε στον W. Riker.

Με βάση την θεωρητική αντίληψη του W. Riker, οι κυβερνητικοί «συνασπισμοί συνήθως συγκροτούνται με συμμετοχή τόσων κομμάτων, όσων είναι αναγκαία για το σχηματισμό της ελάχιστης απαιτούμενης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ενώ υπάρχει τάση για αποκλεισμό κάθε πρόσθετου μη αναγκαίου εταίρου» (Θανάσης Διαμαντόπουλος).[3] Άρα, η απεύθυνση προς το ΠΑΣΟΚ/Κίνημα Αλλαγής εμπεριέχει εν σπέρματι αυτή την κυβερνητική λογική, εκεί όπου, οι επιπλέον άξονες μπορεί να είναι τόσο μία στοιχειώδης πολιτικοϊδεολογική σύγκλιση επί των βασικότερων ζητημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα, ως πρώτη ύλη και για την συγκρότηση του κυβερνητικού προγράμματος,[4] όσο και η συγκρότηση ενός κομματικού-πολιτικού συνεχούς που θα εκτείνεται από τον χώρο της Κεντροδεξιάς έως τον χώρο της Κεντροαριστεράς (δεν κάνουμε λόγο για ταύτιση των δύο κομμάτων ή για την απορρόφηση του ενός από το άλλο), με τρόπο ώστε το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ να βρεθεί ενώπιον νέων πολιτικών δεδομένων.

Η σύγκλιση δυνάμεων, θέσεων και ιδεών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη συγκρότηση μίας κυβέρνησης συνεργασίας, οφείλει να εξετασθεί.[5] Αν και απαιτείται έντονη προεργασία.

[1] Ο σχηματισμός κυβερνήσεων συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εξέλιξη που συνιστά αντανάκλαση των μετατοπίσεων και των φυγόκεντρων δυναμικών που έχουν  αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια εντός των πολιτικών συστημάτων, όπου δεν υπάρχει αυτό που προσδιορίζεται θεωρητικά ως συνεργατική ή αλλιώς, συναινετική πολιτική κουλτούρα, που μπορεί να διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο στη συγκρότηση κυβερνήσεων συνεργασίας (εδώ μπορούμε να δούμε και τη «στήριξη στη Βουλή ή τις βουλές μιας κυβέρνησης από κόμματα που δεν μετέχουν σ’ αυτές», όπως υπογραμμίζει ο Θανάσης Διαμαντόπουλος), δεν έχει επηρεάσει ιδιαίτερα την εν Ελλάδι πολιτική συζήτηση για τη δυνατότητα σχηματισμού κυβερνήσεων συνεργασίας. Βλέπε σχετικά, Διαμαντόπουλος, Θανάσης., ‘Το κομματικό φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων,’ Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1993, σελ. 303.

[2] Οι πολλαπλές κρίσεις τις οποίες κλήθηκε να διαχειρισθεί και να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, από το 2020 και έπειτα, δεν προκάλεσε κάποιους είδους φυγόκεντρες τάσεις είτε στο εσωτερικό του κόμματος, είτε στο εσωτερικό της Κοινοβουλευτικής του ομάδας, κάτι που αναδεικνύει εναργώς, όχι την ‘στοίχιση πίσω από την σημαία,’ όπως τονίζεται κοινότοπα, αλλά, αντιθέτως, την ‘ισχύ’ που διατηρούν τα κυβερνητικά αφηγήματα τα οποία συμβάλλουν στη διατήρηση της κομματικής-κοινοβουλευτικής συσπείρωσης σε υψηλά επίπεδα.

[3] Βλέπε σχετικά, Riker, W., ‘The theory of political coalitions,’ Yale University Press, New Haven, 1962. Και, Διαμαντόπουλος, Θανάσης., ‘Το κομματικό φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων…ό.π, σελ. 305.

[4] Οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μπορεί να είναι μακροχρόνιες, με το αποτέλεσμα τους να προκύπτει επί τη βάσει αμοιβαίων και διαρκών συμβιβασμών.

[5] Συνυπολογίζοντας, θεωρητικώ τω τρόπω, το ό,τι στο προηγούμενο χρονικά, υπόδειγμα δημιουργίας μίας κυβέρνησης συνασπισμού που συν-αποτελούνταν από τρία πολιτικά κόμματα (Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, Δημοκρατική Αριστερά), τα αρχηγο-κεντρικά χαρακτηριστικά τα οποία διαπερνούν και σήμερα το ελληνικό κομματικό-πολιτικό σύστημα, αν και η περιώνυμη αρχηγική επιρροή έχει μειωθεί προϊόντος του πολιτικού χρόνου, την κατάταξη των πολιτικών κομμάτων στις εκλογές, θα υπογραμμίσουμε πως, είναι κάτι παραπάνω από πιθανό το ενδεχόμενο, σε περίπτωση που προκύψει συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας από δύο κόμματα, το βασικό κριτήριο για την επιλογή πρωθυπουργού θα είναι η κατά τον Klaus Von Beyme, «αρχή της πλειοψηφίας». Βλέπε και, Beyme, Von Klaus., ‘Die parlamentarischen Regierungsysteme in Europa,’ Piper, München, 1970, σελ. 501-502.