Τις τελευταίες ημέρες, αρκετός λόγος έγινε για τις δηλώσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου από το βήμα του φόρουμ του περιοδικού ‘Οικονομικός Ταχυδρόμος,’ που εν προκειμένω αφορούσαν τις σχέσεις Ελλάδας και της Τουρκίας και τη διατύπωση πως το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τελευταία του διατύπωση προκάλεσε μία σειρά αντιδράσεων, υπερ-κομματικού χαρακτήρα, κάποιες εκ των οποίων, εκκινώντας από διαφορετική αφετηρία, συνέκλιναν στο ό,τι με τις δηλώσεις του αυτές, ο πρώην πρόεδρος του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ) και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, ουσιαστικά προσδίδει νομιμοποιητικό επίχρισμα στις Τουρκικές ‘διεκδικήσεις’ και υπερβολικές αξιώσεις, εισαγάγοντας στη δημόσια σφαίρα, και μάλιστα όχι από το παράθυρο, τη λογική της συν-διαχείρισης και της συν-εκμετάλλευσης του Αιγαίου.
Όμως, πέραν των στερεοτυπικών και απλοϊκών έως συναισθηματικών προσεγγίσεων που ομνύουν εμπρόθετα στο λεγόμενο ‘ελληνικό δίκαιο’ το οποίο ούτε ‘επιμερίζεται’ αλλά ούτε και ‘δια-μοιράζεται’ (πόσω μάλλον με την ‘μονίμως απειλητική’ Τουρκία), εντός των οποίων το Αιγαίο δεν είναι παρά η προέκταση της εν στενή εννοία εθνικής κυριαρχίας, η ειδικότερη αυτή αναφορά του Ευάγγελου Βενιζέλου θέτει το συγκεκριμένο ζήτημα επί των τύπων των ήλων, δείχνοντας τόλμη και παρέχοντας στο εγχώριο πολιτικό σύστημα την ευκαιρία να ανοίξει μία σχετική και βαθιά συζήτηση, αντιμετωπίζοντας τους φόβους, τις αδυναμίες και τις διατυπωθείσες λεκτικά αντιφάσεις του που ενδύονται τον μανδύα των εθνικών θέσεων.
Η θέση ό,τι το Αιγαίο δεν συνιστά ελληνική λίμνη, οφείλει να αποτελέσει την βάση με την οποία θα προσέλθει σε μία ευρύτερη διαπραγματευτική διαδικασία η ελληνική κυβέρνηση, αναζητώντας εκείνες τις συγκλίσεις οι οποίες θα ενισχύσουν την συλλογική αυτοπεποίθηση και στις δύο πλευρές, θα απελευθερώσουν δυνατότητες και επίσης, θα διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για την επίτευξη μίας συνολικής συμφωνίας για την επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών.
Η αναφορά αυτή, μπορεί να λειτουργήσει και ως έναυσμα για μία διαφορετική διαπαιδαγώγηση τόσο των διαφόρων πολιτικών προσώπων, όσο και της κοινής γνώμης, πάνω σε μία άλλη οπτική, λιγότερο εθνο-κεντρική και φοβική, και περισσότερο ανοιχτή σε συγκλίσεις και συναινέσεις.[1] Σε κοινές προσεγγίσεις.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αναφορά αυτή του Ευάγγελου Βενιζέλου, λαμβάνει χώρα για να αφυπνίσει το πολιτικό σύστημα (και την κυβέρνηση που έχει την ευθύνη χάραξης και άσκησης της εξωτερικής πολιτικής), να διαταράξει τις βεβαιότητες του και την αίσθηση της απρόσκοπτης συνέχειας, υπενθυμίζοντας πως η πατρότητα της φράσης ‘το Αιγαίο δεν συνιστά ελληνική λίμνη’ ανήκει στον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, του οποίου οι θέσεις επί διαφόρων θεμάτων που υπεισέρχονται στον πυρήνα των ελληνο-τουρκικών θέσεων[2] ήταν αρκετά προωθημένες.[3]
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, δεν λειτουργεί ως ο σοφός ‘Νέστωρας’ της ελληνικής πολιτικής σκηνής, τρία περίπου χρόνια μετά την αποχώρηση του από αυτή, όπως θέλει μία κοινότοπη άποψη, αλλά ως ένα υποκείμενο που ευρίσκεται εντός εποχής, εστιάζοντας στο πως μπορεί να προκύψουν ευκαιρίες. Και όχι ex nihilo.
[1] Μία γενιά Ελλήνων πολιτικών, από όλο το κομματικό-πολιτικό φάσμα, έχει διαπαιδαγωγηθεί ή αλλιώς, διαφορετικά ειπωμένο, έχει αποκτήσει εικόνα και γνώμη επί των ελληνοτουρκικών σχέσεων και διαφορών, αντλώντας και από την βαθιά εδραιωμένη πεποίθηση πως η Ελλάδα ‘βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας’ (για να χρησιμοποιήσουμε και μία φράση της πρόσφατης πολιτικής-κοινοβουλευτικής επικαιρότητας), ως προς τις διμερείς της σχέσεις και κυρίως τις διαφορές της με την Τουρκία, αλλά, και από μία σειρά αντιθετικών και μανιχαϊστικών δίπολων τα οποία αναπαράγονται ωσάν αυτο-εκπληρούμενη προφητεία. Μανιχαϊστικά δίπολα όπως δίκαιο/άδικο (με την ανάλογη τοποθέτηση που εναρμονίζεται με την γενικότερη πεποίθηση πως η Ελλάδα ‘βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας’), θύτης/θύμα, με την Ελλάδα να αρέσκεται να ‘ενσαρκώνει’ τον ρόλο του θύματος εναντίον του οποίου εξυφαίνονται οι Τουρκικές ‘μηχανορραφίες’ και οι ‘συνωμοσίες’ των ‘δήθεν συμμάχων μας,’ λογικό/άλογο, εκεί όπου η Τουρκία δεν εκπροσωπεί μόνο το ’άδικο,’ αλλά και το ‘άλογο’, καθώς οι θέσεις δεν βρίσκουν πουθενά ερείσματα, όντας απλή αντανάκλαση των ‘άμετρων φιλοδοξιών’ της. Υπό αυτό το πρίσμα, η διαπαιδαγωγική λειτουργία, που μπορεί να είναι δυνάμει απελευθερωτική (ο βραχνάς του φόβου πρέπει να πάψει να υφίσταται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την κεφαλή της ελληνικής πλευράς), ερειδόμενη στην ιστορική γνώση, στην προσπάθεια βαθύτερη κατανόησης και ερμηνείας της κατάστασης, στην επίγνωση της συνθετότητας της κατάστασης, οφείλει να συμπεριλάβει πολιτικά κόμματα και πολιτικά πρόσωπα, και όχι μόνο την κοινή γνώμη, τμήμα της οποίας (δεν γενικεύουμε, διότι κάτι τέτοιο θεωρητικά, είναι εσφαλμένο), αρέσκεται να καταναλώνει, ωσάν ‘χάπι’ που καθησυχάζει και συγκροτεί συνθήκες placebo ή αλλιώς, μίας εικονικής πραγματικότητας, που δημιουργεί μία αυταρέσκεια και μία επίπλαστη ‘αλήθεια’ μέσα στην οποία αυτό το τμήμα αντικρίζει τον εαυτό του, τις εθνικές αφηγήσεις.
[2] Για να μπορέσεις να υπεισέλθεις στον πυρήνα μίας διαφοράς, οφείλεις να την αντιμετωπίσεις ως τέτοια και όχι ως ακόμη και αδιαπραγμάτευτη εθνική θέση.
[3] Για το περιεχόμενο των συνομιλιών του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Τούρκο ομόλογο του Μπουλέντ Ετσεβίτ, στο Μοντραί της Ελβετίας, βλέπε σχετικά, Ηρακλείδης, Αλέξης., ‘Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: Η διένεξη του Αιγαίου,’ Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2007. Μάλιστα, η φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή περί ύπαρξης «τουρκικής» μειονότητας στη Θράκη, συνιστά ισχυρό δείγμα μίας προωθημένης αντίληψης, λίγα χρόνια μάλιστα μετά την Τουρκική στρατιωτική εισβολή (ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται) στην Κύπρο. Για τα διαμειφθέντα εκείνης της περιόδου, πολύτιμη παραμένει, και για τον ενδιαφερόμενο ερευνητή και για τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, η μαρτυρία του πρέσβη Δημήτρη Κοσμαδόπουλου. Βλέπε σχετικά, Κοσμαδόπουλος, Δημήτρης., ‘Οδοιπορικό ενός πρέσβη στην Άγκυρα, 1974-1976,’ Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα, 1988.