Η πρόταση του αρχηγού του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής Νίκου Ανδρουλάκης για την συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας δίχως να έχουν την θέση του πρωθυπουργού οι αρχηγοί των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, Κυριάκος Μητσοτάκης (Νέα Δημοκρατία) και Αλέξης Τσίπρας (Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς), έχει προκαλέσει ιδιαίτερες αντιδράσεις.
Και όχι τόσο εντός ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, παρά τις σχετικές δηλώσεις του Ανδρέα Λοβέρδου,[1] αλλά εντός Νέας Δημοκρατίας.
Αρχικά, μπορούμε να επισημάνουμε πως το ενδιαφέρον ή αλλιώς το παράδοξο, έγκειται στο ό,τι μεγαλύτερη έμφαση δόθηκε στο κομμάτι των δηλώσεων του Κρητικού ευρωβουλευτή που αφορά τους δύο πολιτικούς αρχηγούς και λιγότερο στην πρόθεση του να συμφωνήσει, εάν οι προϋποθέσεις και δη οι προγραμματικές-πολιτικές προϋποθέσεις υπάρχουν, στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας που μπορεί να αποτελείται από τα τρία μεγαλύτερα κοινοβουλευτικά κόμματα.
Ώστε να αποτραπεί εν τη γενέσει του το ενδεχόμενο πραγματοποίησης δεύτερων βουλευτικών εκλογών μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά την διεξαγωγή των πρώτων. Εάν στραφούμε στην ανάλυση του καθηγητή Γιώργου Τσεμπελή περί ‘αρνησίκυρων παικτών,’[2] μπορούμε να αναφέρουμε πως δεν διακρίνουμε κάποιο λάθος ή κάποιο σημαντικό λάθος στην επιλογή Ανδρουλάκη.
Διότι αυτός λειτουργεί ως ορθολογικός παίκτης που επιθυμεί να δείξει κατά κύριο λόγο (ας το προσέξουμε αυτό το σημείο), πως διαφοροποιείται από την ‘πρόθεση’ του πρωθυπουργού να λάβουν χώρα και άλλες εκλογικές αναμετρήσεις έως ότου εξασφαλισθεί το ό,τι η Νέα Δημοκρατία θα σχηματίσει την πολυπόθητη αυτοδύναμη κυβέρνηση, διασφαλίζοντας έτσι την κοινωνική-πολιτική και κοινοβουλευτική σταθερότητα.
Ο Ανδρουλάκης[3] λειτουργεί αντίθετα πολιτικά-στρατηγικά, έχοντας κατά νου τις διαθέσιμες επιλογές, προκειμένου να υπονομεύσει την πρωθυπουργική στρατηγική, δηλώνοντας πως η σταθερότητα μπορεί να προκύψει από τις πρώτες εκλογές με έναν απλό και καθ’ όλα νόμιμο και ευρωπαϊκό τρόπο.
Ήτοι, τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ των κομμάτων που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των βουλευτικών εδρών και επίσης, το μεγαλύτερο μέρος του κομματικού-πολιτικού άξονα, ξεκινώντας από την ‘Δεξιά’ (χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους για την ‘οικονομία’ της ανάλυσης μας), και φτάνοντας έως την ‘Αριστερά.’
Το βασικό ζήτημα ή αλλιώς, το πρόβλημα των δηλώσεων του Νίκου Ανδρουλάκη, δεν είναι το γεγονός πως ξεκινά ανάποδα, δίνοντας πρώτα έμφαση στο πρόσωπο του πρωθυπουργού και δηλώνοντας ρητά το τι δεν ‘επιθυμεί ο ίδιος και το κόμμα που εκπροσωπεί.’
Είναι το ό,τι δεν φροντίζει να αναφερθεί επισταμένως, δίχως σιβυλλικές δηλώσεις και υπαινιγμούς, το ποιες είναι οι πολιτικοϊδεολογικές-προγραμματικές προϋποθέσεις πάνω στις οποίες μπορούν να συγκλίνουν τα τρία πρώτα κόμματα για να σχηματίσουν κυβέρνηση. Και όχι απαραίτητα τα τρία πρώτα κόμματα.
Το κενό μάλιστα μεγεθύνεται λόγω του ό,τι όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα ο ίδιος και άλλα πολιτικά-κοινοβουλευτικά στελέχη του κόμματος αναφέρονταν στο ενδεχόμενο δημιουργίας κυβέρνησης συνεργασίας,[4] δίνοντας την εντύπωση πώς όταν φθάσει η κρίσιμη ώρα (προεκλογική περίοδος), θα είναι καθ’ όλα έτοιμα να εξειδικεύσουν τις προτάσεις του κόμματος.
Όμως, διαφαίνεται πως η αναγκαία προεργασία δεν έλαβε χώρα, με αποτέλεσμα το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής[5] να προσπαθεί ή ορθότερα, να πασχίζει να εξισορροπήσει και να μην κατηγορηθεί για ανακολουθία.
Ένα δεύτερο και καθ’ όλα σημαντικό ζήτημα που εντοπίζουμε, πάλι θεωρητικά, σχετίζεται με το ό,τι ο Νίκος Ανδρουλάκης φαίνεται πως παραβλέπει πως η Ελληνική Μεταπολιτευτική Δημοκρατία, και προ ακόμη της συνταγματικής αναθεώρησης του 1986 και της ενίσχυσης των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων του πρωθυπουργού (πριν την συνταγματική αναθεώρηση τέθηκαν οι βάσεις μετατροπής της Τρίτης, Ελληνικής Δημοκρατίας σε πρωθυπουργική: Κανείς εκ των μέχρι τότε Προέδρων της Δημοκρατίας δεν σκέφτηκε να αμφισβητήσει τις κυβερνητικές αποφάσεις, την ίδια την δυνατότητα του ή των πρωθυπουργών να αποφασίζουν και να χαράσσουν τις βασικές κυβερνητικές γραμμές), είναι πρωθυπουργοκεντρική και όχι «συγκυβερνητική δημοκρατία»,[6] κατά τον Θανάση Διαμαντόπουλο.
Στο δεύτερο κυβερνητικό μοντέλο που άπτεται της εκτελεστικής εξουσίας και του τρόπου άσκησης της, πρωθυπουργός μπορεί να αναλάβει πρόσωπο που δεν είναι αρχηγός κόμματος και κοινοβουλευτικός απαραίτητα, με το πρόσωπο αυτό να «αποδέχεται και τους υποδεικνυόμενους υπουργούς».
Στο μοντέλο της πρωθυπουργοκεντρικής δημοκρατίας όμως, πολύ απλά ο αρχηγός ενός κόμματος, πολλώ δε μάλλον ο αρχηγός του πρώτου κόμματος δεν γίνεται να τεθεί εύκολα εκτός συζήτησης για τη θέση του πρωθυπουργού, έχοντας πολιτικά και βαθιά θεσμικά, το προβάδισμα και τον πλέον σημαντικό ρόλο για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Δεν θα σπεύσουμε να αποδώσουμε εδώ στον επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής έλλειψη πολιτικής-θεσμικής κουλτούρας και έναν θεσμικού τύπου λαϊκισμό.
Απεναντίας, θα του αποδώσουμε βιασύνη η οποία προκύπτει και λόγω της περιρρέουσας ατμόσφαιρας έτσι όπως διαμορφώνεται μετά το δυστύχημα στην Κοιλάδα των Τεμπών (ο Νίκος Ανδρουλάκης διακρίνει αμφισβήτηση της ικανότητας των αρχηγών της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνούν και να λαμβάνουν σωστές αποφάσεις), και η οποία συμπληρώνεται από το ό,τι δεν έσπευσε να απαντήσει στο ποια κριτήρια πρέπει να πληρούν τα πρόσωπα που ο ίδιος επιθυμεί για την θέση του πρωθυπουργού.
Εφόσον δεν θεωρείς τους δύο ‘πρωθυπουργήσιμους,’ πως φαντάζεσαι τον κατάλληλο πρωθυπουργό;[7] Ποιο πολιτικό κεφάλαιο πρέπει να διαθέτει; Ποιες δεξιότητες; Ποιες γνώσεις; Ποιες απόψεις για τη Δημοκρατία και την θέση της Ελλάδας στη νέα εποχή;
[1] Ένας βασικός λόγος για τον οποίο ένα τμήμα της οργανωμένης βάσης του Κεντροαριστερού πολιτικού φορέα δεν αντέδρασε είτε θετικά είτε αρνητικά, είναι διότι δεν έχει σκεφθεί καθόλου, όλο αυτό το διάστημα, το ενδεχόμενο συμμετοχής του κόμματος τους σε κάποια κυβέρνηση συνεργασίας, μετά τις πρώτες βουλευτικές εκλογές που θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής. Ένα δεύτερο τμήμα (εν είδει υποθέσεως εργασίας), αρνείται συνειδητά να το πράξει, από την στιγμή όπου τα άτομα που αρνούνται να το κάνουν, φέρνουν στο νου τους μνήμες από παλαιότερες εποχές (από εποχές προ κρίσης) όταν το ΠΑΣΟΚ ήσαν κυρίαρχο κοινωνικά και πολιτικά κόμμα, δυσκολευόμενοι πολιτικά και συναισθηματικά, όχι το να συνειδητοποιήσουν την νέα πραγματικότητα, όσο το να αποδεχθούν την συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. σε μία κυβέρνηση συνεργασίας από τη θέση του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου. Ένα τρίτο κομμάτι μπορεί να φλερτάρει με την άποψη του Νίκου Ανδρουλάκη (όχι ούτε Νέα Δημοκρατία και ούτε ΣΥΡΙΖΑ, αλλά, ‘ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας’), λαμβάνοντας υπόψιν το πρόσφατο παρελθόν και τη συγκυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τη Νέα Δημοκρατία. Η άποψη του Ανδρέα Λοβέρδου δεν απηχεί κάποια εκ των τριών αυτών στάσεων και αντιλήψεων που επικρατούν εντός του κόμματος, ούτε επίσης, αντανακλά την άποψη που έχει κάποια οργανωμένη εσωκομματική τάση εντός του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, από την στιγμή όπου δεν υπάρχουν τάσεις. Περισσότερο πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ειλικρινή επίδειξη ενδιαφέροντος και αγωνίας ενός πολιτικού που φαίνεται πως γνωρίζει πολύ καλά πως ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρεί συμπάθειες και την αποδοχή τμήματος των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.
[2]Βλέπε σχετικά, Τσεμπελής, Γιώργος., ‘Παίκτες αρνησικυρίας. Πως λειτουργούν οι πολιτικοί θεσμοί,’ Πρόλογος-Επιμέλεια: Αλεξόπουλος Άρης, Μετάφραση: Νάνος Παναγιώτης, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2008. Σημαντικοί ‘αρνησίκυροι παίκτες’ εντός του εν Ελλάδι κομματικού-πολιτικού συστήματος καθίστανται το ΚΚΕ και ο εκάστοτε Γενικός Γραμματέας του, που απορρίπτουν ρητά και κατηγορηματικά, δίχως άλλη εξήγηση και ερμηνεία, οποιαδήποτε πρόταση συμμετοχής σε κυβέρνηση συνεργασίας, πρόταση διατυπωμένη ακόμη και από Αριστερά πολιτικά κόμματα. Όμως, η διάσταση αυτή έχει συγκεκριμένα όρια, καθότι το ΚΚΕ και ο εκάστοτε Γενικός Γραμματέας του μπορεί να αρνούνται ρητά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, από την άλλη όμως, δεν εισέρχονται σε μία διαδικασία παρεμπόδισης των συζητήσεων και των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης στην οποία να συμμετέχουν περισσότερα του ενός, κόμματα. Οπότε, ο κομμουνιστής ‘αρνησίκυρος παίκτης’ δεν είναι δομικός, αλλά μερικός.
[3]Εδώ ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής συνεκτιμά πως το ενδεχόμενο πραγματοποίησης παράλληλων εκλογικών αναμετρήσεων δεν είναι κάτι που θα προκαλέσει αισθήματα χαράς και ευφορίας στους εταίρους της χώρας, πολλώ δε μάλλον από την στιγμή όπου η Ελλάδα εντάσσεται μέσα σε μία περιφερειακή-γεω-πολιτική ζώνη που μπορεί να παραγάγει σχετικά εύκολα, αστάθεια.
[4]Αυτό που εμείς θεωρητικά μπορούμε να αντιληφθούμε, είναι το ό,τι ο ευρωβουλευτής του κόμματος, προτείνοντας έναν τέτοιο σχηματισμό, έχει κατά νου το σχήμα της «ελάχιστης ιδεολογικά συνεχούς νικηφόρου συμμαχίας», του Axelrod. Δηλαδή, προκρίνει τον σχηματισμό κυβέρνηση μεταξύ εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που «καλύπτουν ένα ιδεολογικό συνεχές», σύμφωνα με τη διατύπωση του Θανάση Διαμαντόπουλου. Και μάλιστα, αδιατάρακτα (από τα δεξιά προς τα αριστερά και αντίστροφα), δίχως να παρεμβάλλεται κάποιο άλλο πολιτικό κόμμα ανάμεσα τους, κόμμα το οποίο θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ισχυρή παρουσία τους. Παράλληλα, μοιράζονται κάποια κοινά στοιχεία όπως είναι η ψήφιση και η εφαρμογή μνημονίων την προηγούμενη δεκαετία (δεν μπορούμε να πάμε πιο πίσω χρονικά), την σαφή και αδιαπραγμάτευτη δέσμευση στον φιλο-ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, την ύπαρξη ικανών στελεχών που μπορούν να αναλάβουν υπουργικά καθήκοντα, την ικανότητα συμφωνίας στα μεγάλα και στα σημαντικά, αφήνοντας τα ήσσονος σημασίας ζητήματα για αργότερα. Βλέπεσχετικά, Axelrod, ‘Conflict of interests,’ Markham, Chicago, 1973. Και, Διαμαντόπουλος, Θανάσης., ‘Το κομματικό φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων,’ Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1993, σελ. 306.
[5]Όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, και προτού μεσολαβήσει το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στην Κοιλάδα των Τεμπών, εξέλιπε ένα απαραίτητο στοιχείο: Ήτοι, η σύγκληση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος που θα μπορούσε να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την έναρξη μίας ανοιχτής συζήτησης εντός κόμματος, εκεί όπου το κόμμα θα μπορούσε να δείξει σε πολλούς πως δεν διεκδικεί απλά τον τίτλο, είναι ‘καλά προετοιμασμένο για όλα, κόμμα.’ Η απουσία προεργασίας έχει αφήσει τα σημαντικότερα στελέχη του να προσπαθούν να καλύψουν αυτή την απουσία, επισημαίνοντας πως το θέμα θα ανοίξει αναλόγως του αποτελέσματος της πρώτης κάλπης και του ποσοστού που θα λάβει το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής.
[6]Βλέπε σχετικά, Το κομματικό φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων…ό.π., σελ. 299. Η λεγόμενη «συγκυβερνητική δημοκρατία» μπορεί να προκύψει σε περίπτωση όπου επικρατούν συνθήκες ατελούς δικομματισμού, με την παρουσία κομμάτων μεσαίου μεγέθους. Η συγκρότηση της τρικομματικής κυβέρνησης Παπαδήμου το 2012 (για να μην πάμε πιο πίσω χρονικά) ήσαν ειδικών συνθηκών και δεν είναι ορθό επιστημονικά να την θεωρήσουμε παράδειγμα «συγκυβερνητικής δημοκρατίας», με τον ίδιο να μην αποτελεί πρόταση του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, δεν υπήρξε συνέχεια. Στο ελληνικό κομματικό-πολιτικό σύστημα μεταβαίνουμε από τα μεγάλα στα μικρότερα κόμματα δίχως ενδιάμεσους σταθμούς.
[7]Στη βάση της, η κριτική του Ανδρέα Λοβέρδου ήσαν σωστή. Ο Νίκος Ανδρουλάκης βιάζεται να ανακηρύξει πανηγυρικά το ‘τέλος του δικομματισμού.’