Για τις ακροδεξιές δράσεις στη Σταυρούπολη

Σίμος Ανδρονίδης 11 Οκτ 2021

Πολύς λόγος έγινε τις τελευταίες ημέρες, για την επανεμφάνιση ή ορθότερα, την δραστηριοποίηση ακροδεξιών πολιτικών συσσωματώσεων, με αφορμή τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Σταυρούπολη και στον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης.

Ένα από τα πλέον κατατοπιστικά ρεπορτάζ για τα γεγονότα αυτά καθαυτά, αλλά κυρίως για την ύπαρξη ενός αστερισμού ακροδεξιών πολιτικών ομάδων, υπογράφει ο δημοσιογράφος Βασίλης Λαμπρόπουλος, στην εφημερίδα ‘Το Βήμα της Κυριακής,’ κάνοντας λόγο πιο συγκεκριμένα, για την δραστηριοποίηση επτά ομάδων με ακροδεξιάς χροιάς, πολιτικοϊδεολογικές αναφορές.1

Και αυτή θεωρούμε πως είναι μία σημαντική επισήμανση, που εν προκειμένω προβαίνει στο διαχωρισμό της ήρας από το στάρι, στο βαθμό που δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε μία απλή επανεμφάνιση της νεο-ναζιστικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής,2 αλλά, στην ανάδυση στο δημόσιο χώρο ενός πλήθους ή αλλιώς, ενός αστερισμού ακροδεξιών πολιτικών ομάδων, οι οποίες διακρίνονται από μία ποικιλία θέσεων, αντιλήψεων και ιδεών, από μη οριοθετημένα στεγανά3 που επιτρέπει την ύπαρξη επικοινωνίας μεταξύ τους, από την δεκτικότητα και την θετική πρόσληψη της πολιτικής και εξτρεμιστικής βίας.

Μάλιστα, το ενδιαφέρον θεωρητικά και πολιτικά, έγκειται στο ό,τι, με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται ο συγκεκριμένος τρόπος στρατολόγησης που ακολουθείται, με την έμφαση να δίδεται στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση με όρους αντι-συστημισμού και αντι-κομματισμού, «εναντίωσης στην παγκοσμιοποίηση» και στην «πολυπολιτισμικότητα»,4 για να παραπέμψουμε στην Βασιλική Γεωργιάδου5 και στην εμβριθή μελέτη για το ακροδεξιό φαινόμενο και τους όρους εμφάνισης και σταθεροποίησης του μεταπολεμικά.

Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να σημειώσουμε πως η κάθετη και επιθετική απόρριψη της Συμφωνίας των Πρεσπών, από μέλη αυτών των ομάδων, συσχετίζεται, ενίοτε και εμπρόθετα με την παγκοσμιοποιητική διαδικασία, οριζόμενη ως συμφωνία που απηχεί τις θέσεις και τα συμφέροντα των ‘ολετήρων’ της παγκοσμιοποίησης και όλων όσοι αντιστρατεύονται τις θεμελιώδες αρχές και αξίες του ελληνικού έθνους.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δύναται να σημειώσουμε πως αυτός ο αστερισμός ακροδεξιών και εξτρεμιστικών ομάδων,6 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, βρήκε πρόσφορο έδαφος για την περαιτέρω ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του εν καιρώ πανδημικής κρίσης,7 επιδιώκοντας να εργαλειοποιήσουν μία υπαρκτή κοινωνική δυσαρέσκεια για τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημικής κρίσης (βλέπε lockdown),8 συστηματοποιώντας τις αφηγήσεις του με τέτοιον τρόπο ώστε να νοηματοδοτούν για να καταγγείλουν ενεργά και να απορρίψουν την συγκροτούμενη ‘υγειονομική δικτατορία’ που κατευθύνεται από τις ‘ελίτ.’

Όμως, η πανδημική κρίση ήταν (και είναι) η θρυαλλίδα που συνέβαλλε στην διεύρυνση του εδάφους, προσφέροντας την ευκαιρία σε αυτές τις ομάδες να αποκτήσουν την πολυπόθητη κοινωνική-πολιτική ορατότητα, με την όλη δραστηριοποίηση τους όμως να διαθέτει ένα βαθύτερο υπόστρωμα, μεταβαίνοντας πιο πίσω χρονικά και αντλώντας από την Συμφωνία των Πρεσπών και την επιθετική και ‘βίαιη’ λεκτική απόρριψη και καταγγελία της, εκεί όπου η απόρριψη αυτή προσέδωσε ένα αντι-αριστερό έως αντι-κομμουνιστικό περιεχόμενο στις ακροδεξιές αφηγήσεις, από την περίοδο της δημαρχίας του Γιάννη Μπουτάρη, ο οποίος θεωρήθηκε ως ‘Εβραιόφιλος’ και ‘Τουρκόφιλος,’ ‘ανθέλληνας’ και ‘μίσθαρνο όργανο’9 διαφόρων συμφερόντων, σε ένα σημείο όπου αυτή η ρητορική συνέβαλλε στην απόκτηση μίας συγκεκριμένης πολιτικής ταυτότητας, από την οποία δεν εκλείπουν και ρατσιστικά- αντι-σημιτικά μοτίβα, και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, από έναν παραδοσιακό τοπικισμό, ο οποίος σταδιακά εξελίσσεται σε έναν μη συμπεριληπτικό εθνικισμό, με σημείο καμπής, πάλι, την Συμφωνία των Πρεσπών και την ‘προδοσία’ της ελληνικής Μακεδονίας, ‘προδοσία’ που συνομολόγησε το ‘κράτος των Αθηνών.’

Το ‘ερμαφρόδιτο κράτος των Αθηνών,’ που συμπεριλαμβάνει στις τάξεις του ‘εθνο-προδότες’ και ‘κίναιδους’ (ομοφοβική ρητορική).10

Πάνω σε αυτό το υπόστρωμα προστέθηκε η πανδημική κρίση και οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που εξελίχθηκαν,11 διαδραματίζοντας ρόλο ώστε αυτές να επιταχυνθούν, αποκτώντας χωρικά σημεία αναφοράς. Δηλαδή, περιοχές, συνοικίες και εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Ιδίως στη Σταυρούπολη, οι απευθύνσεις γίνονται προσεκτικά, καθότι στην περιοχή συναντάται ένας πληθυσμός που έχει πολλαπλές αναφορές και βιώματα, με την απεύθυνση στον πληθυσμό προσφυγικού υποβάθρου να επιτελείται με άξονα ακριβώς την διάσταση της ‘εντοπιότητας,’ της συμμετοχής σε μία κοινότητα κοινών αξιών και την στράτευση πάνω σε κοινούς σκοπούς.12

Το σπιράλ αυτής της ακροδεξιάς, εξτρεμιστικής βίας, ήταν ενίοτε έντονο, διαχύθηκε στο πεδίο του κοινωνικού, διαπλέχθηκε με αφηγήσεις, λόγους, συμβολισμούς (ο ναζιστικός χαιρετισμός ως επίδειξη νεο-ναζιστικής ταυτότητας). Η αντιμετώπιση αυτού του εθνικιστικού- ακροδεξιού αστερισμού και των εκφάνσεων του, πρέπει να είναι συλλογική, και πολιτικοϊδεολογικά στοχευμένη, εμπλέκοντας και φορείς (εκπαιδευτικούς συλλόγους) της τοπικής Κοινωνίας των Πολιτών.

Ώστε διακύβευμα να καταστεί, μέσω της αντιμετώπισης, της συστηματικής ανάδειξης του εξτρεμιστικού λόγου και των αντίστοιχων δράσεων, η «ανοκείωση»13 μαζί του. Η επαγρύπνηση πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει.

1 Βλέπε σχετικά, Λαμπρόπουλος Βασίλης, ‘Επτά ομάδες ακροδεξιών στο στόχαστρο της ΕΛ.ΑΣ.,’ Εφημερίδα ‘Το Βήμα της Κυριακής,’ 03/10/2021, σελ. Α33.

2 Περίπου έναν χρόνο μετά την καταδίκη της ως εγκληματική οργάνωση, και δύο χρόνια μετά την αδυναμία της να αποκτήσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στις βουλευτικές εκλογές του 2019, οι ενεργοί πυρήνες της οργάνωσης προσπαθούν ακόμη να αφομοιώσουν τις συνέπειες από αυτές τις εξελίξεις, μη έχοντας την δυναμική (και την πρόθεση) να εμπλακούν σε οργανωμένα βίαια επεισόδια με αριστερές και αντιφασιστικές συλλογικότητες, και με την αστυνομία. Στερούμενη ακριβώς κοινωνικής-πολιτικής δυναμικής και ζωτικού χώρου, που επιτείνεται και από τις παράλληλες διασπάσεις που συντελέσθηκαν στο εσωτερικό της, όπως και από το μειωμένο συμβολικό-πολιτικό της κεφάλαιο, η οργάνωση έχει υιοθετήσει μία αμυντική στάση, δίχως όμως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως δεν επιχειρεί να έρθει σε επαφή και να προσεταιρισθεί άτομα και κύκλους ευεπίφορους στο δικό της πολιτικοϊδεολογικό φορτίο και στις δικές της θέσης. Στα γεγονότα και στα βίαια επεισόδια της Σταυρούπολης έκανε αισθητή την παρουσία της με αυτόν τον τρόπο, μη έχοντας την δυνατότητα να συντηρήσει επί μακρόν την ένταση, με βασικό χαρακτηριστικό εκείνο το στοιχείο που με έναν ιδιαίτερο τρόπο την κατέστησε ορατή την προηγούμενη δεκαετία: Ήτοι, το στοιχείο της πολιτικής βίας και της άσκησης της. Ήδη αρκετές ομάδες αυτού του χώρου διεκδικούν την κληρονομιά της, έχοντας περάσει σε μία φάση πιο έντονης εστίασης στο μοντέλο πολιτικής και οργανωτικής κινητοποίησης που ακολούθησε, με επίκεντρο τις γειτονιές της Αθήνας: Επιλογή κατάλληλης περιοχής, συνήθως με έντονο μεταναστευτικό υπόβαθρο, διερεύνηση του εδάφους, συγκρότηση ή ορθότερα, ανα-συγκρότηση και δράση τοπικών πυρήνων, χρήση συγκεκριμένων πολιτικοϊδεολογικών αφηγήσεων με αποδέκτες τους κατοίκους της περιοχής, επιθυμία για ‘μάχη,’ άσκηση εν-σώματης βίας. Δεν επρόκειτο μόνο για τα περιώνυμα ‘Τάγματα Εφόδου,’ αλλά για το όλο οργανωτικό-πολιτικό μοντέλο. Το ζήτημα όσον αφορά την Χρυσή Αυγή, σε αυτή τη φάση, περισσότερο αφορά την υιοθέτηση των ιδεών της από διάφορα κοινωνικά και πολιτικά περιβάλλοντα. Kαι το έδαφος για κάτι τέτοιο, δεν μπορούμε να πούμε πως δεν καθίσταται ευνοϊκό. Κάνοντας μία υπόθεση εργασίας, θα ισχυρισθούμε πως η κοινωνική-πολιτική απίσχανση και η δικαστική καταδίκη της οργάνωσης, απελευθέρωσε χώρο για την κινητοποίηση άλλων πολιτικών ομάδων παρόμοιας ιδεολογίας, οι οποίες και σπεύδουν να καταλάβουν τον χώρο που έχει αφήσει, δίχως όμως να επιθυμούν να λειτουργήσουν ως ‘καρικατούρες’ της Χρυσής Αυγής (ας μην ξεχνάμε εξάλλου πως για κάποιες ριζοσπαστικές-εξτρεμιστικές οργανώσεις αυτού του χώρου, η Χρυσή Αυγή θεωρήθηκε ως αρκούντως ‘συμβιβαστική’ και ‘ενσωματώσιμη’ στο Σύστημα).

3 Μάλιστα, στις περιοχές όπου και υπήρξαν επεισόδια (Σταυρούπολη και Εύοσμος), ήταν αυτή η μη ύπαρξη ορίων ή οριοθετημένων στεγανών που καλλιέργησε το έδαφος για την μαχητική σύγκλιση, την συσπείρωση δυνάμεων με άξονα την άσκηση βίας εναντίον του ‘συστήματος’ και των διαφόρων ‘παραφυάδων’ του. Στοιχείο το οποίο κατέστη πιο εμφανές στην βίαιη επίθεση που δέχτηκαν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), εκεί όπου η πολιτική βία προσέλαβε ένα ‘φορτισμένο’ αντι-κομμουνιστικό και εθνικιστικό περιεχόμενο.

4 Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου Βασιλική, ‘Ή Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2008, σελ. 76.

5 Πάλι η Βασιλική Γεωργιάδου, στη μελέτη της με τίτλο ‘Ή Άκρα Δεξιά στην Ελλάδα, 1965-2018,’ προσφέρει στον αναγνώστη μία συνοπτική όσο και κατατοπιστική ανάλυση της δράσης που ανέπτυξε η Χρυσή Αυγή τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, σκιαγραφώντας την ευρύτερη πολιτικό-ιδεολογική της ταυτότητα και τα εκλογικά της κάστρα, τείνοντας παράλληλα στη συγκρότηση του προφίλ των ψηφοφόρων της. Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου Βασιλική, ‘Ή Άκρα Δεξιά στην Ελλάδα 1965-2018,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2019.

6 Εάν στραφούμε μεθοδολογικά στη χρήση της βίας από αυτές τις ομάδες, βίας στοχευμένης και περιβεβλημένης με έναν εν γένει ‘εκκαθαριστικό’ μανδύα, προσδιορίζοντας την ως βασικό κριτήριο για την κατηγοριοποίηση αυτών των ομάδων, θα λέγαμε πως μπορεί να τεκμηριωθεί ο όρος της «εξτρεμιστικής δεξιάς» τον οποίο και χρησιμοποιεί στην ανάλυση του ο Milza. Βλέπε σχετικά, Milza Pierre, ‘Οι Μελανοχίτωνες της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Ακροδεξιά από το 1945 μέχρι σήμερα,’ Επιμέλεια: Βουλέλης Ν., Μετάφραση: Καυκιάς Γιάννης, Εκδόσεις Scripta, Αθήνα, 2004, σελ. 18-19.

7 Εδώ θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τις πυρκαγιές του περασμένου καλοκαιριού, που λειτούργησαν ως ανα-τροφοδότης της οργής ακροδεξιών ομάδων, οι οποίες και ενέγραψαν στις αφηγήσεις τους viral αναφορές και υβριστικά συνθήματα, αξιοποιώντας για την περαιτέρω διείσδυση τους σε τμήματα της νεολαίας.

8 Παράλληλα, δεν εκλείπουν και προσπάθειες για την διείσδυση μελών συγκεκριμένων ακροδεξιών ομάδων στις τάξεις των λεγόμενων αντι-εμβολιαστών, με την ρητορική που χρησιμοποιείται απέναντι στη διαδικασία του εμβολιασμού από μερίδες του αντι-εμβολιαστικού ‘κινήματος,’ ρητορική συνωμοσιολογικού- δαιμονοποιητικού τύπου, να ενισχύει την πεποίθηση αυτών των μελών, ό,τι το ‘Σύστημα’ δεν είναι παρά ‘Σάπιο,’ ‘κίβδηλο,’ ευεπίφορο σε πιέσεις και δεκτικό σε ‘πειράματα’ υγείας που έχουν την ‘χειραγώγηση’ του ελληνικού ‘πνεύματος’ από την ‘παγκόσμια τάξη.’ Η εθνικιστική, μάτσο ρητορική και πολιτική κουλτούρα, από κοινού με την αντι-εμβολιαστική στάση, με λαϊκιστικές εγκλήσεις περί ‘πληττόμενου’ λαού, δύνανται να παραγάγουν έναν ισχυρό δείκτη αρνητισμού που με τη σειρά του σπεύδει να τροφοδοτήσει τις αντιδράσεις, και, τις βίαιες αντιδράσεις. Kαι οι αντιδράσεις στην Σταυρούπολη που εμπεριείχαν την χρήση βίας, έθεσαν στο στόχαστρο τους το ‘Σύστημα,’ (αυτή είναι μία οικεία φρασεολογία για ακροδεξιές οργανώσεις), ή αλλιώς, το ’καθεστώς,’ εκεί όπου, δεν εξέλιπε και η ύπαρξη αντι-κοινοβουλευτικών, αντι-δημοκρατικών μοτίβων. Σε αυτή την περίπτωση, το μίσος που εκλύεται (βλέπε και τις μετέπειτα επιθέσεις σε μέλη του ΚΚΕ), είναι έντονο, όπως και η ροπή προς την εθνικιστική βία που για πρώτη ίσως φορά, εν καιρώ πανδημίας, άφησε έντονο το (πολιτικό) αποτύπωμα της στο δημόσιο χώρο, στρεφόμενη κατά μαθητών και μελών αριστερών οργανώσεων (και όχι μεταναστών-προσφύγων).

9 Η προσπάθεια ακροδεξιών-εξτρεμιστικών ομάδων να ενισχύσουν το εν γένει πολιτικοϊδεολογικό τους προφίλ και την ελκτικότητα τους μέσω της παρουσίας τους σε κερκίδες γηπέδων και ποδοσφαιρικούς συνδέσμους, αξιοποιώντας την λαϊκότητα του ποδοσφαίρου και τις συνδηλώσεις του, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής για δύο λόγους: Πρώτον, διότι μία τέτοια στρατηγική, υιοθέτησε από την δεκαετία του 1990 και ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η οργάνωση της Χρυσής Αυγής, με επιτυχημένα αποτελέσματα και ως προς την προσέλκυση ατόμων στις τάξεις της, και δεύτερον, διότι στη Θεσσαλονίκη ήδη ενυπάρχει καύσιμη ύλη η οποία και μπορεί να τροφοδοτήσει μία ιδεολογική-πολιτική σύγκρουση μεταξύ οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων οι οποίοι και διαθέτουν συγκεκριμένο πολιτικό υπόστρωμα.

10 Η γνωστή από το παρελθόν ρητορική περί ‘κράτους των Αθηνών’ ανα-καλείται και επαναπροσδιορίζεται πολιτικά και ιδεολογικά, αναγόμενο στο ύψος του εσωτερικού ‘εχθρού,’ και όχι στο ύψος ενός γεωγραφικού διαχωρισμού μεταξύ Βορρά και Νότου.

11 Η οργάνωση που φέρει την επωνυμία ‘Άρμα-Σύνδεσμός Εθνοφυλετικής αναπλάσεως,’ με παραρτήματα, όπως μας ενημερώνει ο Λάμπρος Σταυρόπουλος, στην Αθήνα, στην Φλώρινα και στην Κύπρο, προτάσσει το «φυλετικό πλεονέκτημα των Ελλήνων έναντι των υπολοίπων λαών», κάτι που μας ωθεί στο να επισημάνουμε πως αυτό του τύπου η αντίληψη προσιδιάζει σε έναν φυλετικοποιημένο ρατσισμό, εμβαπτισμένο στα νάματα της ελληνικής ‘υπεροχής,’ ο οποίος και δεν αποκλίνει, πολιτικά και τυπολογικά, από τον λεγόμενο «μεταφασισμό», μεταφασισμό που θέτει το έθνος στον ‘πυρήνα’ της ιδεολογίας, της δυνατότητας στράτευσης, επανεπινοώντας την κοινότητα με τους επιγενόμενους όρους της ‘ομογενοποίησης’ και του ‘αίματος.’ Βλέπε σχετικά, Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου Βασιλική, ‘Ή Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία…ό.π., σελ. 67.

12 Με έναν ιδιαίτερα σύνθετο τρόπο, όσο σύνθετο είναι το ίδιο το φαινόμενο, επανεπινοείται δραστικά το σημαίνον της ‘εντοπιότητας,’ με τους πληθυσμούς που διαθέτουν προσφυγικό υπόβαθρο, κύρια αυτούς δεύτερης και τρίτης γενεάς, να διαχωρίζονται ως πληθυσμοί ‘ελληνικοί,’ ως πληθυσμοί που έχουν ‘θεμελιώσει δικαίωμα ύπαρξης’ στην περιοχή, ως πληθυσμοί που ανήκουν οργανικά στην κοινότητα και έχουν διαμορφώσει μία ‘ελληνοπρεπή’ ταυτότητα, εν αντιθέσει με τους πληθυσμούς εκείνους που έχουν καταφτάσει στην περιοχή από χώρες της Αφρικής και της Ασίας και δεν είναι παρά ‘παρείσακτοι,’ και ‘ξένοι.’ Η ίδια η έννοια του ‘ανήκειν’ ανα-κατασκευάζεται, και με θετικό τρόπο.

13 Βλέπε σχετικά, Γαλάνης Βαγγέλης, ‘Γίγνεσθαι (μη) φασίστας. Μια ψυχοδυναμική-πολιτισμική θεώρηση,’ στο: Βαμβακίδου Ιφιγένεια, Καλεράντε Ευαγγελία, Σολάκη Ανδρομάχη., (επιμ.), ‘Από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ στο τερατώδες είδωλο της Ευρώπης. Οι παθογένειες του καπιταλιστικού συστήματος,’ Εκδόσεις Επέκεινα, Τρίκαλα, 2016, σελ. 97. Ο Στέφανος Ροζάνης επισύρει την θεωρητική και πολιτική προσοχή στο ζήτημα της ονομασίας οποιασδήποτε δράσης ως ‘φασιστικής,’ (είναι απλοϊκή και μεθοδολογικά εσφαλμένη μία τέτοια αντίληψη), τονίζοντας πως «αν σχεδόν καθετί γίνεται ή μπορεί να είναι «φασισμός», τότε βέβαια παράγεται και ο αντίστοιχος ιλαροτραγικός «αντιφασισμός» (αριστερόστροφος ή δεξιόστροφος)». Βλέπε σχετικά, Ροζάνης, Στέφανος, ‘Ομοίωμα Δημοκρατίας,’ Εκδόσεις Εξάρχεια, Αθήνα, 2013.