Πολύς λόγος έγινε τις τελευταίες ημέρες, για την επανεμφάνιση ή ορθότερα, την δραστηριοποίηση ακροδεξιών πολιτικών συσσωματώσεων, με αφορμή τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Σταυρούπολη και στον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης.
Ένα από τα πλέον κατατοπιστικά ρεπορτάζ για τα γεγονότα αυτά καθαυτά, αλλά κυρίως για την ύπαρξη ενός αστερισμού ακροδεξιών πολιτικών ομάδων, υπογράφει ο δημοσιογράφος Βασίλης Λαμπρόπουλος, στην εφημερίδα ‘Το Βήμα της Κυριακής,’ κάνοντας λόγο πιο συγκεκριμένα, για την δραστηριοποίηση επτά ομάδων με ακροδεξιάς χροιάς, πολιτικοϊδεολογικές αναφορές.1
Και αυτή θεωρούμε πως είναι μία σημαντική επισήμανση, που εν προκειμένω προβαίνει στο διαχωρισμό της ήρας από το στάρι, στο βαθμό που δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε μία απλή επανεμφάνιση της νεο-ναζιστικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής,2 αλλά, στην ανάδυση στο δημόσιο χώρο ενός πλήθους ή αλλιώς, ενός αστερισμού ακροδεξιών πολιτικών ομάδων, οι οποίες διακρίνονται από μία ποικιλία θέσεων, αντιλήψεων και ιδεών, από μη οριοθετημένα στεγανά3 που επιτρέπει την ύπαρξη επικοινωνίας μεταξύ τους, από την δεκτικότητα και την θετική πρόσληψη της πολιτικής και εξτρεμιστικής βίας.
Μάλιστα, το ενδιαφέρον θεωρητικά και πολιτικά, έγκειται στο ό,τι, με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται ο συγκεκριμένος τρόπος στρατολόγησης που ακολουθείται, με την έμφαση να δίδεται στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση με όρους αντι-συστημισμού και αντι-κομματισμού, «εναντίωσης στην παγκοσμιοποίηση» και στην «πολυπολιτισμικότητα»,4 για να παραπέμψουμε στην Βασιλική Γεωργιάδου5 και στην εμβριθή μελέτη για το ακροδεξιό φαινόμενο και τους όρους εμφάνισης και σταθεροποίησης του μεταπολεμικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να σημειώσουμε πως η κάθετη και επιθετική απόρριψη της Συμφωνίας των Πρεσπών, από μέλη αυτών των ομάδων, συσχετίζεται, ενίοτε και εμπρόθετα με την παγκοσμιοποιητική διαδικασία, οριζόμενη ως συμφωνία που απηχεί τις θέσεις και τα συμφέροντα των ‘ολετήρων’ της παγκοσμιοποίησης και όλων όσοι αντιστρατεύονται τις θεμελιώδες αρχές και αξίες του ελληνικού έθνους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δύναται να σημειώσουμε πως αυτός ο αστερισμός ακροδεξιών και εξτρεμιστικών ομάδων,6 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, βρήκε πρόσφορο έδαφος για την περαιτέρω ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του εν καιρώ πανδημικής κρίσης,7 επιδιώκοντας να εργαλειοποιήσουν μία υπαρκτή κοινωνική δυσαρέσκεια για τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημικής κρίσης (βλέπε lockdown),8 συστηματοποιώντας τις αφηγήσεις του με τέτοιον τρόπο ώστε να νοηματοδοτούν για να καταγγείλουν ενεργά και να απορρίψουν την συγκροτούμενη ‘υγειονομική δικτατορία’ που κατευθύνεται από τις ‘ελίτ.’
Όμως, η πανδημική κρίση ήταν (και είναι) η θρυαλλίδα που συνέβαλλε στην διεύρυνση του εδάφους, προσφέροντας την ευκαιρία σε αυτές τις ομάδες να αποκτήσουν την πολυπόθητη κοινωνική-πολιτική ορατότητα, με την όλη δραστηριοποίηση τους όμως να διαθέτει ένα βαθύτερο υπόστρωμα, μεταβαίνοντας πιο πίσω χρονικά και αντλώντας από την Συμφωνία των Πρεσπών και την επιθετική και ‘βίαιη’ λεκτική απόρριψη και καταγγελία της, εκεί όπου η απόρριψη αυτή προσέδωσε ένα αντι-αριστερό έως αντι-κομμουνιστικό περιεχόμενο στις ακροδεξιές αφηγήσεις, από την περίοδο της δημαρχίας του Γιάννη Μπουτάρη, ο οποίος θεωρήθηκε ως ‘Εβραιόφιλος’ και ‘Τουρκόφιλος,’ ‘ανθέλληνας’ και ‘μίσθαρνο όργανο’9 διαφόρων συμφερόντων, σε ένα σημείο όπου αυτή η ρητορική συνέβαλλε στην απόκτηση μίας συγκεκριμένης πολιτικής ταυτότητας, από την οποία δεν εκλείπουν και ρατσιστικά- αντι-σημιτικά μοτίβα, και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, από έναν παραδοσιακό τοπικισμό, ο οποίος σταδιακά εξελίσσεται σε έναν μη συμπεριληπτικό εθνικισμό, με σημείο καμπής, πάλι, την Συμφωνία των Πρεσπών και την ‘προδοσία’ της ελληνικής Μακεδονίας, ‘προδοσία’ που συνομολόγησε το ‘κράτος των Αθηνών.’
Το ‘ερμαφρόδιτο κράτος των Αθηνών,’ που συμπεριλαμβάνει στις τάξεις του ‘εθνο-προδότες’ και ‘κίναιδους’ (ομοφοβική ρητορική).10
Πάνω σε αυτό το υπόστρωμα προστέθηκε η πανδημική κρίση και οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που εξελίχθηκαν,11 διαδραματίζοντας ρόλο ώστε αυτές να επιταχυνθούν, αποκτώντας χωρικά σημεία αναφοράς. Δηλαδή, περιοχές, συνοικίες και εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ιδίως στη Σταυρούπολη, οι απευθύνσεις γίνονται προσεκτικά, καθότι στην περιοχή συναντάται ένας πληθυσμός που έχει πολλαπλές αναφορές και βιώματα, με την απεύθυνση στον πληθυσμό προσφυγικού υποβάθρου να επιτελείται με άξονα ακριβώς την διάσταση της ‘εντοπιότητας,’ της συμμετοχής σε μία κοινότητα κοινών αξιών και την στράτευση πάνω σε κοινούς σκοπούς.12
Το σπιράλ αυτής της ακροδεξιάς, εξτρεμιστικής βίας, ήταν ενίοτε έντονο, διαχύθηκε στο πεδίο του κοινωνικού, διαπλέχθηκε με αφηγήσεις, λόγους, συμβολισμούς (ο ναζιστικός χαιρετισμός ως επίδειξη νεο-ναζιστικής ταυτότητας). Η αντιμετώπιση αυτού του εθνικιστικού- ακροδεξιού αστερισμού και των εκφάνσεων του, πρέπει να είναι συλλογική, και πολιτικοϊδεολογικά στοχευμένη, εμπλέκοντας και φορείς (εκπαιδευτικούς συλλόγους) της τοπικής Κοινωνίας των Πολιτών.
Ώστε διακύβευμα να καταστεί, μέσω της αντιμετώπισης, της συστηματικής ανάδειξης του εξτρεμιστικού λόγου και των αντίστοιχων δράσεων, η «ανοκείωση»13 μαζί του. Η επαγρύπνηση πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει.