Με συνέντευξη του στην Αραβόφωνη εφημερίδα ?Asharq Al Aswat,? ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Νίκος Δένδιας, αναφέρθηκε στο Κυπριακό πρόβλημα, που εν προκειμένω, απέκτησε εκ νέου επικαιρότητα, όχι τόσο λόγω της πραγματοποίησης της πενταμερούς διάσκεψης της Γενεύης του περασμένου Απριλίου, αλλά, της στρατηγικής στροφής που έχει επιχειρήσει η Τουρκία και η νέα Τουρκοκυπριακή ηγεσία, προκρίνοντας πλέον και μάλιστα ανοιχτά, την λύση δύο κρατών στο νησί.
Σταχυολογούμε ενδεικτικά από τις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών: “«Δεν υπάρχει “λύση δύο κρατών” στην Κύπρο», ξεκαθάρισε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, σε συνέντευξή του στην αραβική διεθνή εφημερίδα «Asharq Al Aswat». «Υπάρχει πρόταση δημιουργίας δύο κρατών από τη μεριά των Τούρκων, η οποία δεν αποτελεί λύση στο Κυπριακό» δήλωσε. «Η λύση του Κυπριακού είναι η ενοποίηση της Νήσου. Όλα τα άλλα δεν συνιστούν λύση. Είναι αντίθετα στο Διεθνές Δίκαιο», τόνισε και πρόσθεσε: «Δεν είμαι εγώ, ούτε η Ελλάδα ούτε η Κύπρος, είναι το Διεθνές Δίκαιο και το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που αντιτίθενται σε οποιαδήποτε ιδέα μιας «λύσης δύο κρατών»
Σε αυτό το πλαίσιο, και με βάση τις δηλώσεις του Νίκου Δένδια, το βάρος της ευθύνης πέφτει προς την πλευρά της Τουρκίας, η οποία και θεωρείται πως είναι αυτή που ανακινεί ζήτημα επίλυσης επί τη βάσει της ύπαρξης δύο ανεξάρτητων κρατών, παραβιάζοντας έτσι και ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αλλά και τις διακηρυγμένες θέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ελλάδας και άλλων χωρών όπως η Μεγάλη Βρετανία.
Θεωρούμε πως εδώ, η βασική θέση που εκφράζει ο υπουργός, η οποία και συνάμα αποτελεί την βασική κατευθυντήρια αρχή της ασκούμενης ελληνικής εξωτερικής ως προς την Κύπρο και τις εκεί τελευταίες εξελίξεις, δεν απόσχει και ιδιαίτερα από τις αντιλήψεις εκείνες, οι οποίες και αποδίδουν έμφαση για τις τελευταίες εξελίξεις και διεργασίες στον Τουρκικό παράγοντα, ή αλλιώς, είτε στην λεγόμενη Τουρκική ?αδιαλλαξία-προκλητικότητα? είτε στον Τουρκικό ?αναθεωρητισμό? που αποδίδει πρωτεύουσα σημασία για την ευόδωση των στόχων του στην Κύπρο.
Όμως, αυτές οι αντιλήψεις που σκόπιμα μεγεθύνουν την στάση της Τουρκικής πλευράς, στάση που όντως τείνει, κάνοντας την συγκεκριμένη στρατηγική επιλογή, προς την κατεύθυνση επισημοποίησης (κάτι που πρέπει να αποφευχθεί), της στρατιωτικής εισβολής που επεχείρησε στην Κύπρο το 1974, σε δύο φάσεις, καθίστανται αποσπασματικές, στο βαθμό που δεν λαμβάνουν υπόψιν, όντας κατά βάση στενής οπτικής, το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου, αφενός μεν έλαβε χώρα η συγκεκριμένη στροφή, και, αφετέρου δε, πρωθύστερα, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την διαμόρφωση της και σε ένα δεύτερο επίπεδο, για την συμπερίληψη της στη διαδικασία χάραξης της Τουρκικής και Τουρκοκυπριακής πολιτικής ως προς την κατεύθυνση διαχείρισης και επίλυσης του Κυπριακού.
Το οποίο, για τον Αλέξη Ηρακλείδη, ??αποτελεί σημείο αναφοράς και κλασική άλυτη και ασυμβίβαστη εθνοτική σύγκρουση??(intractable conflict).?? Κατ? αυτόν τον τρόπο, η όλη στροφή για την οποία και έγινε πιο πάνω λόγος, δεν ενέσκηψε εν κενώ.
Αντιθέτως, συν-διαμόρφωθηκε από τις αρνητικές διεργασίες της τελευταίας δεκαετίας ή δεκαπενταετίας, συμπεριλαμβάνοντας την κατάθεση του Σχεδίου Ανάν και την απόρριψη του από την Ελληνο-κυπριακή πλευρά, την συνεπεία αυτού, κατάσταση στασιμότητας και έλλειψης δυναμικής εντός της οποίας περιήλθε, συμβάλλοντας στο να καταστεί κάποιο επόμενο βήμα προς το πεδίο της ομοσπονδιακού τύπου επίλυσης, όχι παράτολμο, αλλά ασταθές, ωσάν αυτό να βυθίζεται σε μία κινούμενη άμμο που απορροφά καλές προθέσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα, σε αυτές τις διεργασίες που συντελούνταν σε ένα διαφορετικό και μεταβαλλόμενο γεω-πολιτικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο οι Κυπριακές κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας, απέδιδαν έμφαση στην οικοδόμηση διεθνών συμμαχιών και τριμερών συνεργασιών στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, ως ?ρυμουλκό? διαμόρφωσης δυναμικής για την επίλυση, κάτι που εν τοις πράγμασι δεν δημιούργησε δυναμική λύση αλλά απορίες έως σύγχυση σχετικά με το ποιες είναι οι προθέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, μπορούμε να εντάξουμε την μη αξιοποίηση της εκλογής του Τουρκοκύπριου Μουσταφά Ακιντζί στην προεδρία της Τουρκο-κυπριακής κοινότητας.
Με την αντίστοιχη Ελληνο-κυπριακή, να μην προβαίνει σε μία ορθή και αναλυτική ανάληψη των δεδομένων και των μετακινήσεων, κοινωνικών και πολιτικών-πολιτισμικών ανακατατάξεων που έλαβαν χώρα εντός της Τουρκο-κυπριακής κοινότητας, κομίζοντας την αντίληψη, που ήταν στατική και μηχανιστική, ό,τι ο Ακιντζί ως πρόεδρος δεν μπορεί να κινηθεί εκτός του πλαισίου που θέτει η Τουρκία.
Έτσι, οι όποιες απόπειρες προσέγγισης, ιδίως στην αρχή υπήρξαν διστακτικές και προσεκτικές, ώσπου να φθάσουμε στο Κραν Μοντανά και στις εκεί διαπραγματεύσεις, όπου και λειτούργησαν, όπως και η ίδια η διαδικασία και δη η αποτυχημένη διαδικασία επίλυσης, ως το κρίσιμο εκείνο σημείο όπου η Τουρκική πλευρά άρχισε να εξετάζει και άλλες εναλλακτικές, με την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, να έχει ένα άμεσο και αρνητικό αντίκτυπο στην πολιτική παρουσία του Μουσταφά Ακιντζί, ο οποίος και εκλεγόμενος με ατζέντα επίλυσης και της επίτευξης συμβιβασμών για την επίλυση, θεωρήθηκε από κατηγορίες εντός της Τουρκο-κυπριακής κοινότητας ως πολιτικός και πρόεδρος που δεν μπόρεσε να συμβάλλει στην επίτευξη της ελπιδοφόρας λύσης.
Το Κραν Μοντανά προσιδιάζει προς την ?ενσάρκωση? του κρίσιμου σημείου, διότι, αν και υπήρξε μικρότερη ευκαιρία από ό,τι το Σχέδιο Ανάν του 2004, προσδιορίσθηκε ως το τελευταίο καρφί σε μία ήδη θνησιγενή διαδικασία ομοσπονδιακής επίλυσης, που άλλοτε δεν κατάφερε να λάβει σάρκα και οστά, και άλλοτε προσπεράστηκε αδιάφορα όταν άλλοι ομιλούσαν για αυτή.
Αυτό είναι το ιστορικό, πολιτικό, διπλωματικό και περιφερειακό υπόστρωμα, εντός του οποίου κυοφορήθηκε η επιλογή της Τουρκίας και της νέας Τουρκοκυπριακής κοινότητας να υποστηρίξουν την λύση των δύο κρατών, προβάλλοντας την λύση της δι-ζωνικής και δι-κοινοτικής ομοσπονδίας ως ξεπερασμένη και ?απούσα? στο βαθμό που δεν δοκιμάσθηκε καν, με την Ελλάδα και την πολιτική ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, να παρακολουθούν και να αναμένουν με αγωνία και με μία αίσθηση μοιρολατρίας την επίσκεψη Ερντογάν στην Αμμόχωστο και τις ανακοινώσεις στις οποίες θα προχωρήσει. Αναμένοντας ουσιαστικά το ό,τι ορίζεται ως ?τέλος? της δι-ζωνικής ως προοπτική συνύπαρξης και θεσμικής συγκρότησης.
Εντός της Κυπριακής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος, θα ήταν χρήσιμο να πραγματοποιηθεί μία ανοιχτή συζήτηση για ό,τι συνέβη τουλάχιστον την τελευταία εικοσαετία, με όρους κριτικού αναστοχασμού, αναγνώρισης εσφαλμένων και στερεοτυπικών προσεγγίσεων, αλλά, και με μία εκ νέου έκφραση εμπιστοσύνης στην δι-ζωνική και δι-κοινοτική ομοσπονδία ως βασικό μοντέλο επίλυσης.
Εντός αυτού, θα μπορούσαν να ανακύψουν άμεσα και κάποιες άλλες προτάσεις, όμως με χαρακτηριστικά επανένωσης και όχι επισημοποίησης της διαίρεσης, ώστε να διαμορφωθεί ένα μπλοκ και δη, ενδο-Κυπριακό μπλοκ εναντίωσης στη λύση των δύο κρατών ως μη βέλτιστη επιλογή, μπλοκ που θα ενσωματώνει και Τουρκοκύπριους και φορείς της εκεί Κοινωνίας των Πολιτών.