Το Σάββατο 24 Ιουλίου 2021, συμπληρώνονται 47 χρόνια από την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974) και την μετάβαση στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, και ειδικότερα, της Γ? Ελληνικής Δημοκρατίας.
Κάνουμε λόγο εν προκειμένω, για μετάβαση και όχι για παλινόρθωση της δημοκρατίας, ακριβώς διότι η έννοια της τομής που σχετίζεται με την Μεταπολίτευση, αντλεί από το ό,τι η Μεταπολίτευση, εν ευρεία και εν στενή εννοία, έθεσε τους όρους για μία ριζικά διαφορετική πολιτειακή-πολιτειακή οργάνωση, και ως προς την δικτατορία των συνταγματαρχών , αλλά και ως προς της μετεμφυλιακή-μεταπολεμική περίοδο και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της. Οπότε, η ίδια η Μεταπολίτευση ή ορθότερα η διαδικασία της πολιτικής, πολιτειακής και θεσμικής οργάνωσης που αποκλήθηκε Μεταπολίτευση, με έναν ιδιαίτερο τρόπο απλώνεται στον μακρύ ιστορικό χρόνο.
Εναλλακτικά, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «ρηξιακό Γεγονός» τον οποίο και χρησιμοποιεί ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, με την έμφαση να δίδεται στο κεφαλαίο Γ το οποίο και μπορεί να σημασιοδοτήσει το βάθος και την ένταση του ρηξιακού Γεγονότος.
Κάτι που όσον αφορά την Μεταπολίτευση διαφαίνεται στα πρώτα χρόνια της σταθεροποίησης και εμπέδωσης της, όταν και συνοδεύθηκε, αφενός μεν από κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που άπτονταν της ίδιας της διαδικασίας της μετάβασης που θεμελιωδώς έσπευσε να απαντήσει στο ερώτημα περί του πολιτεύματος και δη του ενδεδειγμένου πολιτεύματος, και, αφετέρου δε, προσδιόρισε ως «Γεγονός» και προσδιορίσθηκε συνάμα από την εμφάνιση μορφών ατομικής χειραφέτησης και ακόμη, από την εμφάνιση πολιτισμικών εκφάνσεων, εκεί όπου, αρκετές εξ αυτών των επιτελέσεων προσέδιδαν στη Μεταπολίτευση ιστορικότητα.
Το παρόν κείμενο, καταπιάνεται με την έννοια της θεσμική-πολιτικής μνήμης η οποία, άμα τη συγκροτήσει της, συμπεριελήφθη στην κληρονομιά, στην οιονεί πολιτική Μεταπολιτευτική κουλτούρα, στο ?σκληρό δίσκο? της ίδιας της Μεταπολίτευσης, προκρίνοντας, και σε δύσκολες και κρίσιμες στιγμές, την αξία και την σημαντικότητα της δημοκρατίας ως μη αυτονόητο κεκτημένο.
Άρα, μπορούμε να μεταβούμε προς ένα θεωρητικό όσο και πολιτικό σχήμα εντός του οποίου και με άξονα την θεσμική μνήμη, μνήμη τρέχουσας λειτουργίας και επίκλησης του παρελθόντος, η Μεταπολιτευτική δημοκρατία μετεξελίχθηκε στο είδος εκείνο της ?υπερασπίσιμης? Δημοκρατίας, στην οποία και συνέκλιναν τουλάχιστον οι βασικότερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Και οι σταδιακές δικλείδες ασφαλείας που προστίθενταν, υπό την μορφή των ανεξάρτητων αρχών, αν αντλήσουμε ένα παράδειγμα από την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης, λάμβαναν υπόψιν αυτή την σημαίνουσα παράμετρο.
Ακόμη και δεν έλαβε χώρα η διαμόρφωση μίας πολιτικής συναίνεσης που ιδίως τα πρώτα χρόνια, θα μπορούσε να οδηγήσει στο σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας, με το ?συγκρουσιακό? πολιτικοϊδεολογικό φορτίο να είναι ενίοτε έντονο (βλέπε την δεκαετία του 1980), η κατάσταση δεν εκτραχύνθηκε δραστικά, συνεπεία και της υπάρχουσας και αναπαραγόμενης θεσμικής, Μεταπολιτευτικής μνήμης που κρατούσε ανοιχτό το παράθυρο στην παραδοχή ό,τι η Δημοκρατία είναι ένα παίγνιο στο οποίο και συμμετέχουν πολλοί, όντας ένα αποτέλεσμα εκατέρωθεν συμβιβασμών και παραδοχών.
Αυτή η θεσμική μνήμη και διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο στην ενίσχυση της ποιότητας της Δημοκρατίας, αλλά και αποτέλεσε ένα εκ των εναυσμάτων για την επίτευξη σημαντικών πολιτικών στόχων, διατηρώντας την αίσθηση του ανταγωνισμού, κοινωνικού, πολιτικού και ιδεολογικού, που όμως δεν εξέβαλλε προς την κατεύθυνση του σχίσματος.
Τώρα, ένα ενδεικτικό υπόδειγμα λειτουργίας αυτής της μνήμης που διαπερνούσε θεσμούς και κόμματα, διαφαίνεται στις περιπτώσεις κυβερνητικής εναλλαγής στα 1981 και στο 2015, όταν το μεν Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), ανέλαβε κυβερνητικά καθήκοντα μετά την επικράτηση του στις βουλευτικές εκλογές εκείνης της χρονιάς, και ο δε Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), έπραξε το ίδιο στις βουλευτικές εκλογές του 2015 και μάλιστα δις.
Δίχως να προβούμε σε μία σύγκριση των δύο περιπτώσεων στο βαθμό που αυτές ενεγράφησαν σε διαφορετικά ιστορικοπολιτικά και κοινωνικά πλαίσια, διαθέτοντας το δικό τους πολιτικοϊδεολογικό και προγραμματικό υπόβαθρο, θα λέγαμε πως η ομαλή αποδοχή και προσαρμογή σε μία διαφορετική συνθήκη από τα ειωθότα, αποτέλεσε απόδειξη λειτουργίας και αναπαραγωγής μίας θεσμικής μνήμης που δεν ενίσχυε μόνο την ίδια την δημοκρατική οργάνωση-θέσμιση, αλλά, την καθιστούσε πιο ανθεκτική, πιο ικανή στο να ανταποκρίνεται σε κλυδωνισμούς. Κάτι που επίσης και ευρύτερα, διεφάνη την περίοδο της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης.
Όταν και η Δημοκρατία και ευρύτερα η Μεταπολίτευση, ήρθαν αντιμέτωπες με χορεία κοινωνικών κινημάτων που υιοθετούσαν διάφορα ρεπερτόρια δράσης, αντικρίζοντας άμεσα στον καθρέπτη της μνήμης, το απλοϊκό και εσφαλμένο σύνθημα ?Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το 73,? σύνθημα το οποίο επεχείρησε να τις πλήξει στον αξιακό και καταστατικό πυρήνα τους.
Προσοχή όμως: Η δημιουργία των προϋποθέσεων για την συγκρότηση μίας ανθεκτικής δημοκρατίας όπως η Μεταπολιτευτική, που είναι επίσης περίοδος αντιφάσεων, δεν προοιωνίζεται την αδιατάρακτη και γραμμική πορεία της στον ιστορικό χρόνο, ακριβώς διότι αυτή εντάσσεται μέσα στην ιστορική ρευστότητα και αβεβαιότητα.
Όμως, σε περίπτωση που κριθεί απαραίτητο, η θεσμική μνήμη που άντλησε κοινωνική δυναμική για να λειτουργήσει πολιτικά, μπορεί να δείξει προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, όπως επίσης, μπορεί να συνδράμει και στη χάραξη δημόσιων πολιτικών στο πανδημικό παρόν.