Το τελευταίο διήμερο, χώρο στην επικαιρότητα έχει δοθεί στην αντιπαράθεση μεταξύ δύο πρώην πρωθυπουργών, του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή σχετικά με την ενδεδειγμένη στρατηγική για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και για την διαχείριση τους.
Αφορμή για αυτή την αντιπαράθεση που εκφράσθηκε μέσω της δημοσίευσης κειμένων, όπου και κατατέθηκαν οι απόψεις τους, ήταν αρχικά το κείμενο του πρώην πρωθυπουργού την οκταετία 1996-2004 Κώστα Σημίτη στην εφημερίδα ?Τα Νέα Σαββατοκύριακο,? με ημερομηνία 3 Απριλίου 2021.
Το άρθρο ήταν ουσιαστικά μία προδημοσίευση του κειμένου του Κώστα Σημίτη στον τόμο ?Η στρατηγική του Ελσίνκι, 20+1 χρόνια μετά,? εκεί όπου ο συγγραφέας ξεδίπλωσε εν συντομία την στρατηγική της κυβέρνησης του ως προς την διαχείριση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων που κωδικοποιήθηκε και περαιτέρω συμπυκνώθηκε στη λεγόμενη στρατηγική του Ελσίνκι.
Όπου Ελσίνκι, ο τόπος πραγματοποίησης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κορυφής τον Δεκέμβριο του 1999, όταν και οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις τέθηκαν σε μία διαφορετική ρότα, μέσω συγκεκριμένων δεσμεύσεων και χρονοδιαγραμμάτων: Η Τουρκία έλαβε το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ένωση, αναλαμβάνοντας την πολιτική υποχρέωση εκπλήρωσης των προϋποθέσεων ένταξης, και, εντός αυτού θα προσθέταμε, υπεισήλθε η παράμετρος της δυνατότητας επίλυσης των εκκρεμών, διμερών διαφορών της με την Ελλάδα εντός πενταετίας με απώτατο ορίζοντα (σημαντική δικλείδα) την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Επίσης, η διαδικασία ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προχώρησε δίχως να τεθεί ως βασική προϋπόθεση η προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, με την Κυπριακή Δημοκρατία να αναλαμβάνει ρητά καθήκοντα κύρια ως προς το σκέλος της εκπλήρωσης των κριτηρίων ένταξης στην Ένωση.
Η στρατηγική του Ελσίνκι, τριγωνική στη βάση της δεν ενέσκηψε εκ κενώ, αλλά, αντιθέτως, κατέστη ?προϊόν? μίας ιδιαίτερης και στρατηγικής στροφής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που εν προκειμένω, έτεινε, αφενός μεν προς την κατεύθυνση αξιοποίησης της θέσης και της παρουσίας της χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να αποκτήσουν κινητοποιητική δυναμική και οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις, με επίδικο την ?επίλυση προβλημάτων,? ίσως για πρώτη φορά συγκροτημένα την περίοδο της Μεταπολίτευσης, και, αφετέρου δε ανέδειξε περαιτέρω και δραστικά ό,τι θα αποκαλέσουμε ως προοπτική της Χάγης και δη, της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Για την διευθέτηση των ελληνο-τουρκικών διαφορών. Εάν το ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης πρωτο-διατυπώθηκε επί κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή, την περίοδο της πρώιμης Μεταπολίτευσης, τότε, θα πούμε πως η ειδοποιός διαφορά με την περί Χάγης προσέγγιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής επί εκσυγχρονιστικής διακυβέρνησης, ήταν ό,τι η δεύτερη της προσέδωσε ένα περισσότερο συγκεκριμένο περιεχόμενο, χρονικό όριο, θέτοντας επί τάπητος και το στοιχείο του συμβιβασμού.
Το άρθρο του Κώστα Καραμανλή δεν αποτελεί έκφραση μίας εναντίωσης του σε αυτήν ακριβώς την στρατηγική, με άξονα την έωλη κατηγορία περί επιζήμιου διαμοιρασμού: Ο Κώστας Καραμανλής γράφει πως «φαίνεται, γι? αυτό η κυβέρνηση Σημίτη διαπραγματευόταν με την Τουρκία αποκλειστικά το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ.! Για να «επιλύσει» το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας- που το Ελσίνκι έκανε πακέτο με όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις- με τρόπο αποδεκτό από την Τουρκία.!».
Ως εκ του λόγου του και της χρήσης του θαυμαστικού, ο Κώστας Καραμανλής φαίνεται να απορεί εγκαλώντας ουσιαστικά την κυβέρνηση Σημίτη και ακόμη την στρατηγική του Ελσίνκι, για υποχωρητικότητα έναντι των Τουρκικών διεκδικήσεων που δεν διστάζει να θέσει προς διαπραγμάτευση ακόμη και το «αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα», τα ?ιερά και τα όσια? των εθνικών ?δικαίων? που είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια. Σπεύδουμε να απαντήσουμε στις κυριότερες θέσεις της κριτικής του Κώστα Καραμανλή:
Πρώτον, η αναφορά στο μονομερές και «αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα» της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων, είναι ορθή, από την στιγμή όπου αυτή ερείδεται στην σύμβαση για το Διεθνές Δίκαιο της Θαλάσσης του 1982. Από την άλλη όμως, παραβλέπει ό,τι τυχόν μονομερής επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 μίλια, καθίσταται προδήλως άδικη για την γειτονική Τουρκία, στο βαθμό που καθιστά στο μεγαλύτερο μέρος της το Αιγαίο ?ελληνική λίμνη? (δίνοντας σάρκα και οστά σε έναν εκ των μεγαλύτερων φόβων της Τουρκίας), κάτι που περισσότερο θα εμπλέξει τα πράγματα και θα επιδεινώσει τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Άλλωστε σε αυτή την βάση, από Τουρκικής πλευράς, τέθηκε το ζήτημα του casus belli.
Η διαπραγμάτευση για την διαμόρφωση παράλληλων θαλάσσιων ανοιγμάτων, για την ανά σημεία μερική επέκταση που μπορεί να μην δικαιώνει απόλυτα αλλά να ικανοποιεί αμοιβαία, είναι προτιμότερη από την μονομερή επέκταση. Δεύτερον, ο Κώστας Καραμανλής υπογραμμίζει ό,τι «διαμορφώσαμε μία νέα στρατηγική που μετέτρεπε τα προβλήματα με την Τουρκία από ελληνοτουρκικά σε ευρω-τουρκικά».
Η αντίληψη αυτή είναι απλοϊκή και συνάμα αυτο-αναφορική, παραγνωρίζοντας το γεγονός πως η μετατροπή των ελληνο-τουρκικών ζητημάτων και διαφορών σε ευρω-τουρκικά υπήρξε έργο των κυβερνήσεων Σημίτη και εκκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, έχοντας τον ορίζοντα της εξομάλυνσης και της βελτίωσης-επίλυσης, εκμεταλλευόμενο το θετικό momentum που συμπεριελάμβανε την Ευρωπαϊκή Ένωση και την πολιτική των ανοιγμάτων και της διεύρυνσης που αυτή ακολουθούσε, την αντίληψη, μετά από την κρίση των Ιμίων που έφερε τις δύο χώρες αντιμέτωπες με την βαθιά συνειδητοποίηση του κινδύνου, ό,τι τα ελληνο-τουρκικά μπορούν να ιδωθούν ως παίγνιο θετικού αθροίσματος με άμεσα ωφελημένες και τις δύο χώρες, καθώς και την αίσθηση ό,τι στα ελληνο-τουρκικά απαιτούνται ζυγισμένες και προσεκτικές κινήσεις, ψυχραιμία και ευελιξία.
Τρίτον, ο λόγος περί «θεμάτων που δεν υφίστανται», όταν δεν θυμίζει μία πολιτική στρίβειν δια του αρραβώνος, αποτελεί προσέγγιση που κρύβει τα προβλήματα που έχουν ανακύψει κάτω από το χαλάκι, τείνοντας προς την σπατάληση του διπλωματικού κεφαλαίου της χώρας σε μάχες χαρακωμάτων ή σκιών. Προβλήματα υφίστανται, και απαιτούν λύση.
Πάνω σε αυτό το έδαφος κινήθηκαν οι κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη, συμβάλλοντας στη μη φοβική συγκρότηση ενός ευρύτερου πακέτου θετικών ευκαιριών. Η συγκεκριμένη στρατηγική ανέδειξε νέες επιλογές και έφερε απτά αποτελέσματα. Η σημαντικότερη κατάκτηση του Ελσίνκι ήταν το ό,τι προσδιόρισε πολιτικά και διπλωματικά, τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις ως παίγνιο θετικού αθροίσματος, επιδιώκοντας να απαντήσει στο ?πως και στο ?πότε.? Η διακυβέρνηση Καραμανλή τοποθέτησε τα ελληνο-τουρκικά εντός του ιδιαίτερου αστερισμού του ?όταν?: ?Όταν ωριμάσουν οι συνθήκες,? με το αποτέλεσμα να είναι η κατά τι άμβλυνση της δυναμικής που είχε αποκτηθεί.
1. Για μία αναλυτική παρουσίαση των προβλέψεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κορυφής του Ελσίνκι, βλέπε σχετικά, Ιωακειμίδης Παναγιώτης, ?Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης. Προβλήματα και λύσεις. Παθογένειες και προκλήσεις,? Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2020, σελ. 50-67. Μάλιστα, ένας εκ των συμμετεχόντων στη χάραξη αυτής της στρατηγικής, τονίζει ρητά πως η «εγκατάλειψη του «Ελσίνκι» (ρυθμίσεων Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ελσίνκι, Δεκέμβριος 1999) για την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων αποτελεί το σημαντικότερο λάθος της μεταπολιτευτικής εξωτερικής πολιτικής».
2. Βλέπε σχετικά, ?Η δήλωση του Κώστα Καραμανλή…,? Εφημερίδα ?Τα Νέα,? 09/04/2021, σελ. 8. Το ζήτημα δεν έχει να κάνει με το δικαίωμα ή μη επέκτασης των χωρικών υδάτων της χώρας, ιδίως εάν λάβουμε υπόψιν ό,τι αυτό θεμελιώνεται νομικά, αλλά με το εύρος της επέκτασης, κάτι που φανερώνει το ό,τι από την μία πλευρά, γίνεται αντιληπτή η παρουσία της Τουρκίας ως επίσης παράκτιας και χώρας, και από την άλλη, το ό,τι το δικαίωμα δεν νοείται ως αποκλειστικό. Eξάλλου, όπως δηλώνει ο Κώστας Σημίτης στο απαντητικό του κείμενο, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις διαπραγματεύονταν με την Τουρκία την δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων.
3. Βλέπε σχετικά, ?Η δήλωση του Κώστα Καραμανλή…ό.π., σελ. 8.
4. Ο Αλέξης Ηρακλείδης, στη μονογραφία του για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, αναφέρεται στο περιεχόμενο του Ελσίνκι, στρέφοντας το ενδιαφέρον του, κάτι σημαντικό για τον Έλληνα αναγνώστη, και στην πρόσληψη του από την Τουρκική πλευρά, που δεν υπήρξε ενιαία και απόλυτα θετική, όπως άλλωστε και στην Ελλάδα. Βλέπε και, Ιωακειμίδης Παναγιώτης, ?Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: Η διένεξη του Αιγαίου,? Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2007, σελ. 195-200.
5. Με την εφαρμογή της στρατηγικής του Ελσίνκι συνειδητοποιήθηκε εντατικά το ειδικό βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παράλληλα, τα εργαλεία που διαθέτει για να συνδράμει στην επίλυση διενέξεων. Η προτίμηση της ειδικής σχέσης Τουρκίας-Ένωσης, έδωσε την θέση της στην δυνατότητα της Τουρκικής ένταξης με συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η πόρτα δεν άνοιγε αυτομάτως.