Αμηχανίες και βερμπαλισμοί
Το 2018, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συνέστησε μια επιτροπή στο υπουργείο Εσωτερικών, που παρέδωσε το πόρισμά της την άνοιξη του 2019, με ένα σχέδιο νόμου για την ψήφο των εκτός επικράτειας πολιτών. Το πόρισμα της επιτροπής αυτής το πρότεινε ως σχέδιο νόμου ο ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2019, ως αντιπολίτευση πλέον.[i] Αξίζει να επισημάνουμε πάντως ότι στην επιτροπή αυτή υπήρχαν εμπειρογνώμονες όλων των πολιτικών χρωμάτων.
Η διεθνής εμπειρία έως σήμερα είναι ότι, όπου έχει παραχωρηθεί τέτοιο δικαίωμα, τα ποσοστά πολιτικής συμμετοχής είναι τόσο χαμηλά, που ουσιαστικά δεν παίζουν παρά ελάχιστο ρόλο στη διαμόρφωση του αποτελέσματος. Τελικά, ίσως αυτή είναι και η πρόθεση των κρατών: να λένε ότι δίνουν δικαίωμα ψήφου, αλλά να το δίνουν με τέτοιον τρόπο ώστε να ασκείται περιοριστικά. Το πιο πιθανό είναι ότι αυτό θα συμβεί και στην Ελλάδα, εφόσον τελικά καταλήξουμε κάπου.
Μπορεί ωστόσο κανείς εδώ να αντιτάξει πως μια μερίδα των Ελλήνων του εξωτερικού, που έως τώρα αδρανεί, θα σπεύσει να αξιοποιήσει τη δυνατότητα να ψηφίσει από τον τόπο διαμονής, μόνο και μόνο για να εκφράσει τον εθνικιστικό της οίστρο στο Μακεδονικό, στο Κυπριακό ή σε άλλα εθνικά θέματα. Για τον λόγο αυτόν, η πρόταση της επιτροπής, για την οποία κάναμε λόγο, κατά πλειοψηφία προτείνει τη δικλείδα ασφαλείας μιας «κλειστής» εκπροσώπησης που δεν ενσωματώνεται στο εθνικό αποτέλεσμα.[ii]
Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει κράτος στην Ευρώπη που να έχει νομοθετήσει την ψήφο των εκπατρισμένων στην αλλοδαπή χωρίς κάποιες δικλείδες ασφαλείας. Για τον λόγο αυτόν εξάλλου, στη διεθνή βιβλιογραφία γίνεται και λόγος για την αντιμετώπιση του θέματος έτσι ώστε «το κουτί της Πανδώρας να μείνει μισόκλειστο».[iii] Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες που έχουν υιοθετήσει σχετικές νομοθεσίες το κάνουν εισάγοντας μια σειρά από περιορισμούς. Χωρίς αυτούς, το κουτί της Πανδώρας ανοίγει ολοσχερώς, με εμφανείς κινδύνους για την πολιτική κοινότητα, στην οποία ανήκουν οι άνθρωποι των οποίων οι ζωές επηρεάζονται κατά πρώτο λόγο από τις αποφάσεις που λαμβάνονται εκεί.
Κι όμως, ένα τμήμα της Αριστεράς αναπαράγει αμήχανα το επιχείρημα πως «οι κάτοικοι εξωτερικού δεν ξέρουν» τι γίνεται στην Ελλάδα, λες και η ψήφος είναι προϊόν γνώσης ή λες και στις μέρες μας, της παγκοσμιοποίησης και του διαδικτύου, να μην μπορεί ένας Έλληνας στο Σάο Πάολο, στο Γιοχάνεσμπουργκ, στο Σίδνεϊ ή οπουδήποτε να ξημεροβραδιάζεται σε ελληνικά sites και να μαθαίνει τι συμβαίνει.
Η αντίληψη ότι οι ψηφοφόροι εξωτερικού «δεν ξέρουν» δεν έχει σχέση με Αριστερά, αλλά με μια ελιτίστικη πρόσληψη της δημοκρατίας, την οποία η Αριστερά υπαρξιακά οφείλει να αποκρούει.
Πέραν της πολιτικής ιδιοτέλειας, αυτή η αντίληψη φανερώνει επιπλέον μια άγνοια ως προς την εν γένει πολιτική συμπεριφορά των εκπατρισμένων συμπολιτών μας και μια μάλλον υποτιμητική διάθεση: δεν έχουν όλοι οι Έλληνες της Μελβούρνης είδωλο τον Παναγιώτη Ψωμιάδη! Τουναντίον.
Τέλος, αυτή η απαξίωση οπλίζει την επικοινωνιακή φαρέτρα των πολιτικών σχηματισμών που έως το 2015 που κυβέρνησαν –σαράντα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση– ουδέποτε τόλμησαν να βρουν μια λύση στο πρόβλημα που τα ίδια αυτά κόμματα δημιούργησαν, εισάγοντας μάλιστα και συνταγματική υποχρέωση στην Ελλάδα να υιοθετήσει ψήφο εκτός επικράτειας. Σαράντα χρόνια, θορυβωδώς άπρακτοι… Κι όμως τώρα, ένας άνευ προηγουμένου βερμπαλισμός συσκοτίζει επικίνδυνα το επίδικο. Γενικά, στα θέματα αυτά οι μεγάλες κουβέντες προσφέρονται για τρύπες στο νερό και θορυβώδεις απραξίες. Ο διάβολος, ειδικά σε τέτοια ζητήματα, πάντα κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Οι λεπτομέρειες –τεχνικές ενίοτε στη διατύπωσή τους– δεν αφορούν το ευρύ κοινό, με αποτέλεσμα η συζήτηση να καταναλώνεται σε μεγαλειωδώς ανούσιες κενότητες ή κοινοτοπίες. Πρώτη τέτοια στην Ελλάδα είναι ότι «θα ψηφίζουν αυτοί που είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους», λες και είναι δυνατό να γίνει αλλιώς. Εκτός αν τέθηκε θέμα να ψηφίζουν οι Καλάς (φερόμενοι ως απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Πακιστάν) ή οι ομιλούντες τα γρεκάνικα στην ιταλική Απουλία ή Καλαμπρία και πάει λέγοντας… Φυσικά, μόνο οι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους θα ψηφίζουν! Όλοι οι Έλληνες πολίτες με την ενηλικίωσή τους γράφονται στους εκλογικούς καταλόγους του δήμου στον οποίο είναι δημοτολογημένοι. Οι εκπατρισμένοι Έλληνες πολίτες θα ψηφίσουν, όχι γενικά οι «ομογενείς». Η ρητορεία περί «ψήφου στην ομογένεια» είναι συνειδητά παραπλανητική και πολιτικά υποβολιμαία. Και για τον λόγο αυτόν, η επιλογή της Αστόριας της Νέας Υόρκης ως τόπου όπου ο πρωθυπουργός επέλεξε να αναγγείλει στους Έλληνες του εξωτερικού την πρόθεσή του είναι προβληματική. Κι αυτό γιατί, γενικά, η Αστόρια μπορεί να νοσταλγεί την Ελλάδα, αλλά δεν εξαρτάται από αυτά που γίνονται στην Ελλάδα. Αυτό έχει, όπως θα δούμε πιο κάτω, την πιο κρίσιμη σημασία.
Η δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη ως μήτρα του πολιτικού δικαιώματος
Το δικαίωμα των εκτός επικράτειας Ελλήνων να ψηφίζουν από τις χώρες διαμονής τους έχει ηθικό και πολιτικό έρεισμα. Παρουσιάζει, ταυτόχρονα, και προβλήματα. Έχει ωστόσο νομική βάση –το Σύνταγμά μας–, την οποία πρέπει να σεβαστούμε. Ό,τι κάνουμε πάντως, θα πρέπει να έχει ως ηθική και πολιτική θεμελίωση την ίδια τη δημοκρατία. Δημοκρατία έχουμε όταν οι άνθρωποι που υφίστανται τους νόμους τούς αποφασίζουν. Μια δημοκρατία όπου αποφασίζουν εμφατικά λιγότεροι άνθρωποι από αυτούς που υπόκεινται στους νόμους είναι ελιτίστικο και ανάξιο του ονόματός του πολίτευμα. Αντιστρόφως, μια δημοκρατία στην οποία αποφασίζουν και άνθρωποι που δεν υφίστανται τους νόμους είναι εξίσου προβληματική, καθώς μετατοπίζει το κέντρο βάρους λήψης αποφάσεων από τους ενδιαφερομένους σε άλλα πρόσωπα. Για τον λόγο αυτόν, παρά τους βερμπαλισμούς των κρατών που έχουν σοβαρή διασπορά, τα περισσότερα καταλήγουν σε λύσεις περιοριστικές και ισορροπημένες. Όσο όμως το ζήτημα ιδεολογικοποιείται, με τον τρόπο που συμβαίνει επί των ημερών μας, η προοπτική ισορροπημένων λύσεων απομακρύνεται.
Η ουσία είναι η εξής, πως ένα τμήμα –όχι όλοι– των εκτός επικράτειας πολιτών με την πάροδο του χρόνου χάνει τους βιοτικούς δεσμούς του με την κάποτε πατρίδα του. Την ξεχνά ή ενίοτε τη θυμάται μέσα από τα γυαλιά της απόστασης, που συχνά παραμορφώνουν. Οι νόμοι της κάποτε πατρίδας δεν επηρεάζουν τη ζωή τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν λόγο να διευκολυνθούν να ψηφίσουν από τη χώρα στην οποία ζουν και στην οποία είναι πολίτες. Όχι λοιπόν επειδή «δεν ξέρουν», αλλά διότι δεν τους αφορά ή τους αφορά πολύ λιγότερο από αυτούς που ζούνε στη χώρα. Υπάρχουν κι άλλοι εκπατρισμένοι, όμως, που τους αφορά απολύτως το τι γίνεται στην Ελλάδα σε παροντικό χρόνο.
Το ερώτημα είναι αν μπορεί να βρεθεί τρόπος να αποφευχθεί η δυνατότητα μιας ανεξέλεγκτης μετάλλαξης του εκλογικού σώματος σε βάρος των ανθρώπων που ζούνε στη χώρα και των οποίων το μέλλον κρίνεται από τις κυβερνήσεις της ή αυτών που, ακόμη κι αν ζουν στο εξωτερικό, έχουν ζωή που ουσιωδώς επηρεάζεται από αυτά που συμβαίνουν στην πατρίδα τους. Και μάλιστα σε μια χώρα με μεγάλη διασπορά, όπως η Ελλάδα, με μέλλον δυσοίωνο σε ό,τι αφορά τα δημογραφικά της μεγέθη. Δυστυχώς, η απάντηση στο προηγούμενο, που είναι και το πιο κρίσιμο ερώτημα, δεν μπορεί να γίνει εξατομικευμένα, αλλά με τεκμήρια γενικά και αντικειμενικά. Τα αντικειμενικά κριτήρια πάντα μερικούς ευνοούν και μερικούς όχι, σε κάποιον βαθμό. Έτσι είναι, έτσι πάντα συμβαίνει με τους νόμους. Δεν υπάρχει τέλεια λύση. Υπάρχει όμως η καλύτερη δυνατή λύση.
Το μόνο τεκμήριο που μας φαίνεται ικανό προκειμένου να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μια έντιμη διευθέτηση του προβλήματός μας δεν είναι το δικαίωμα του εκλέγειν καθεαυτό αλλά η μήτρα του, η ιθαγένεια. Η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη αναπαράγεται, εφόσον ο άνθρωπος το επιθυμεί, παντού και πάντα: «άπαξ Έλληνας εσαεί Έλληνας». Αν δηλαδή οι πρόγονοι δείξουν μια σχετική επιμέλεια, μπορεί το τέκνο να αναγνωρίζεται ως Έλληνας πολίτης όπου κι αν βρίσκεται, όπως κι αν βρίσκεται, ανεξαρτήτως αν ξέρει πού είναι η Ελλάδα στον χάρτη της Γης. Κι αυτή η αλυσίδα μπορεί να συνεχίζεται non stop. Στην Ελλάδα προβλέπεται η διαδικασία του «καθορισμού» ή «αναγνώρισης» της ελληνικής ιθαγένειας για πρόσωπα τα οποία μπορούν να αποδείξουν πως έχουν Έλληνα πρόγονο ακόμη και Έλληνα που δεν ζει πια. Αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελληνική ιδιαιτερότητα, όπως ακούω να λέγεται, καθώς κι άλλες ευρωπαϊκές νομοθεσίες το προβλέπουν. Είναι όμως ενδεικτικό ενός φετιχισμού της καταγωγής, που σίγουρα διέπει και το ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας.
Το αποτέλεσμα είναι πως. ακριβώς επειδή ο νόμος είναι ασύμμετρα γενναιόδωρος, η διοίκηση είναι σφιχτή στην εφαρμογή του. Η αναγνώριση της ελληνικής ιθαγένειας με τον τρόπο αυτόν είναι χρονοβόρα διαδικασία και για τον λόγο αυτόν ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων μεταναστών πρώτης γενιάς στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία και στον Καναδά, κυρίως, δεν μπήκε στον κόπο να το κάνει.[iv] Πάντως, το δικαίωμα υπάρχει εν υπνώσει. Ανά πάσα στιγμή, εφόσον υπάρχει και το κίνητρο της ψήφου, μπορεί να ενεργοποιηθεί.
Τι μπορεί να γίνει;
Μια έντιμη, ουσιαστική και δίκαιη λύση στο πρόβλημά μας θα ήταν, πιστεύω, να τροποποιηθεί ο Κώδικας της Ελληνικής Ιθαγένειας που προβλέπει την εσαεί αναπαραγωγή της ελληνικής ιθαγένειας ανεξαρτήτως διαμονής. Μπορεί λοιπόν να δεχθούμε ότι η παρέλευση τριών λ.χ. γενεών στο εξωτερικό είναι ικανό τεκμήριο, από το οποίο συνάγεται η μη ύπαρξη ζωτικού δεσμού του ανθρώπου με την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει πρακτικά το εξής: το παιδί του Έλληνα μετανάστη όπου γης έχει δικαίωμα να κληρονομεί την ιθαγένεια του πατέρα ή της μητέρας του. Αυτό και μόνο το γεγονός το εγγράφει με την ενηλικίωσή του στους ελληνικούς εκλογικούς καταλόγους. Συζητήσιμο και αυτό βέβαια, αλλά λογικό. Κατά τεκμήριο, ένα σημαντικό μέρος της δεύτερης γενιάς κρατά επαφή με την πατρίδα: μιλά τη γλώσσα, νοιάζεται, ενημερώνεται και λοιπά. Με την πάροδο όμως της δεύτερης γενιάς, ο δεσμός ξεθωριάζει. Πάλι κατά τεκμήριο: υπάρχει τρίτη γενιά που έχει δεσμούς και τρίτη γενιά που δεν έχει. Όπως και δεύτερη, εξάλλου. Στην κατηγορία αυτή όμως, είναι δεδομένο ότι οι δεσμοί έχουν εξασθενίσει. Ο χρόνος είναι αμείλικτος.
Η προτεινόμενη αλλαγή κρίνεται απαραίτητη στον Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας σωρευτικά και ανεξαρτήτως από τις όποιες προϋποθέσεις τελικώς εισαχθούν σε ένα μελλοντικό σύστημα που θα προβλέπει ψήφο των εκπατρισμένων Ελλήνων από την αλλοδαπή. Πάντως, το σημερινό μοντέλο της αέναης αναπαραγωγής της ελληνικής ιθαγένειας όπου γης, χωρίς δεσμούς με τη χώρα, είναι ολικά λάθος και αυτό πρώτες το ξέρουν οι υπηρεσίες του υπουργείου Εσωτερικών, που καλούνται ενίοτε να χειριστούν τραγελαφικές καταστάσεις: άνθρωποι που σύννομα ζητούν να αναγνωριστεί και μάλιστα αναδρομικά από γέννησης η ελληνική τους ιθαγένεια, αλλά με την Ελλάδα δεν έχουν ουδεμία σχέση.
Ας βάλουμε λοιπόν λίγο νερό στο κρασί της ιθαγένειας. Λίγο jus solis στο jus sanguinis. Αυτό ακριβώς κάναμε και με την ιθαγένεια των μεταναστών που ζούνε στην Ελλάδα, από την συμμετρικά αντίστροφη πλευρά, μεταρρυθμίζοντας τον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας το 2010 και το 2015. Να πούμε δηλαδή ότι το δικαίωμα στην ιθαγένεια –και άρα στο εκλέγειν– εκτείνεται αυτοδικαίως μόνο έως τη δεύτερη γενιά των Ελλήνων εκπατρισμένων. Από εκεί κι ύστερα, την ιθαγένεια, αν κανείς τη θέλει, δεν μπορεί να την αποκτά με τη γέννησή του, αλλά με πολιτογράφηση ακόμη και στο εξωτερικό, όπως εξάλλου προβλέπει ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας. Πολιτογράφηση όμως σημαίνει μια εξατομικευμένη κρίση από την οποία προκύπτει ότι ο άνθρωπος έχει σχέση και δεσμούς με την Ελλάδα και πράγματι η ζωή του σχετίζεται με τις αποφάσεις που λαμβάνονται στη χώρα. Μου φαίνεται εύλογο, έντιμο και αξιοπρεπές.
Αν η χώρα μας κάνει αυτό το βήμα, πιστεύω πως η αμηχανία θα ξεπεραστεί και θα οδηγηθούμε ευκολότερα στην απαιτούμενη συναίνεση για τη λύση του προβλήματος που φαντάζει άλυτο από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα. Αν όχι, η αίσθησή μου είναι ότι θα συνεχίσουμε να φλυαρούμε πονηρά και αναλόγως: είτε επειδή νομίζουμε ότι οι εκτός επικράτειας θα μας ψηφίσουν είτε όχι. Και φυσικά, υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθεί η ενισχυμένη πλειοψηφία 200 βουλευτών που ζητάει το Σύνταγμα προκειμένου να υπάρξει σχετικό νομοθέτημα. Και θα συνεχίσουμε να διάγουμε τον πολιτικό μας βίο θορυβωδώς άπρακτοι. Θα φωνάζουμε πως τάχα θέλουμε ένα δικαίωμα που, κατά βάθος, φοβόμαστε.
Όπως δηλαδή συμβαίνει έως σήμερα.
[i] Στις εργασίες της επιτροπής αυτής είχα την ευκαιρία και την τιμή να μετάσχω.
[ii] Αυτή ήταν και η μόνη εστία διχογνωμίας στην επιτροπή. Σε όλα τα υπόλοιπα, τα μέλη συμφώνησαν.
[iii] Derek S. Hutcheson / Jean-Thomas Arrighi, «Keeping Pandora’s (ballot) Box Half-shut: A Comparative Inquiry into the Institutional Limits of External Voting in EU Member States», Democratization (2015), 22:5, σ. 884-905.
[iv] Αντιθέτως, οι Έλληνες μετανάστες που πήγανε στη Δυτική Ευρώπη μεταπολεμικά, κυρίως στη Γερμανία δηλαδή, σχεδόν πάντα έδειχναν την επιμέλεια που χρειαζόταν ώστε να δημοτολογήσουν τα παιδιά τους, καθώς τα ταξίδια στην Ελλάδα ήταν εξ αντικειμένου συχνότερα.
Πηγή: Πολιτικά Θέματα