Για την πολιτική κυρώσεων στην Τουρκία

Σίμος Ανδρονίδης 12 Δεκ 2020

Την τελευταία περίοδο, στην εν Ελλάδι δημόσια σφαίρα, γίνεται αρκετός λόγος για το επερχόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου, και συνακόλουθα, για την δυνατότητα επιβολής ενός πακέτου κυρώσεων προς την Τουρκία, συνεπεία της συνεχιζόμενης παραβατικής συμπεριφοράς της γειτονικής χώρας. Και προς την Ελλάδα, αλλά και προς την Κυπριακή Δημοκρατία.

Προς επίρρωσιν αυτού του λόγου, τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται τείνουν προς την κατεύθυνση ανάδειξης του τι έχει συμβεί στο μεσοδιάστημα των δύο Ευρωπαϊκών συμβουλίων, δηλαδή μεταξύ του Ευρωπαϊκού[1] συμβουλίου του περασμένου Οκτωβρίου,[2] και του επερχόμενου συμβουλίου του Δεκεμβρίου, με άμεσο πρωταγωνιστή την Τουρκία.

 Η απόφαση για την επιβολή κυρώσεων, πέραν του ό,τι αποτελεί ουσιαστικά αποτέλεσμα διαφόρων παραμέτρων που ζυγίζονται και αξιολογούνται από τις χώρες-μέλη, με κυρίαρχο στοιχείο να καθίσταται η προσέγγιση της Τουρκίας ως χώρας που διαθέτει ειδικό βάρος όσον αφορά την διαχείριση των ανοιχτών κρίσεων (επίλυση προβλήματων) που έχουν ενσκήψει, με την αύξηση της γεω-πολιτικής της επιρροής, την τελευταία χρονικά, περίοδο να λαμβάνεται υπόψιν, όπως και η από κοινού με την Ένωση διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος. Για το οποίο, χώρες-μέλη της Ένωσης αλλά και θεσμικά της όργανα, να αναζητούν ισορροπία, θεωρώντας την Τουρκία, χώρα που συγκρατεί στο έδαφος της πρόσφυγες και μετανάστες.


Αυτού του τύπου η σφαιρική προσέγγιση, που συναρθρώνει την γεω-πολιτική με την πρακτική αξία παραβλέπεται από μερίδα των αναλύσεων που βλέπουν το φως της δημοσιότητας στη δημόσια σφαίρα, αναλύσεις που όταν δεν κατηγορούν τους ευρωπαίους για αδράνεια και εφησυχασμό, σπεύδουν να τους κατακεραυνώσουν για ανοιχτά «φιλο-Τουρκική» στάση, με τα πυρά να στρέφονται εδώ κύρια προς την κατεύθυνση της Γερμανίας.[3]

 Εστιάζοντας περαιτέρω στο συγκεκριμένο ζήτημα, θεωρούμε πως η ελληνική επιμονή στην δυνατότητα επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία, δεν πρέπει να αποτελέσει πανάκεια (και μετά το όποιο αποτέλεσμα της συνόδου κορυφής του Δεκεμβρίου), καθότι ελλοχεύει ο κίνδυνος η ελληνική πλευρά να παραγνωρίσει την δυναμική ή τις δυναμικές που αναπτύσσονται επί του πεδίου των ελληνο-τουρκικών σχέσεων τους τελευταίους τρεις με τέσσερις μήνες.

 Διαφορετικά ειπωμένο, η στροφή στην πολιτική επιβολής ενός πακέτου κυρώσεων καθίσταται  μη παραγωγική, υπενθυμίζοντας  εν προκειμένω την μονομέρεια της μίας και μοναδικής «διαφοράς» που έχουν οι δύο χώρες, ήτοι της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας[4] και της ανακήρυξης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).

Και λέμε  μη παραγωγική διότι: Δεν γνωρίζουμε επακριβώς και το πως θα επιδράσουν οι περιορισμοί και οι κυρώσεις[5] στην Τουρκία και στην Τουρκική εξωτερική πολιτική,[6] όπως και δεν γνωρίζουμε ποια δύναται να είναι η αντίδραση της. Με την επιβολή των κυρώσεων, ναρκοθετείται, έστω και σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο,[7] η προοπτική του ελληνο-τουρκικού διαλόγου, το παράθυρο του οποίου πρέπει να παραμείνει ανοιχτό. Ακόμη και με κόστος.

Εάν δε, οι κυρώσεις είναι περιεκτικές, στοχεύοντας σε δομές της Τουρκικής οικονομίας, είναι πιθανό να πληγούν τμήματα των λαϊκών τάξεων της χώρας, κάτι που δεν θα πρέπει να αποτελεί επιδίωξη της ελληνικής πλευράς. Δεν θα πρέπει να φανεί ό,τι η Ελλάδα λειτουργεί εκδικητικά, κραδαίνοντας το «μαστίγιο» προς την Τουρκία, αφήνοντας χώρο στην Τουρκία να αναπτύξει μία ρητορική περί υπόρρητης ελληνικής «ζήλιας» για ό,τι έχει καταφέρει σε γεω-πολιτικό επίπεδο η Τουρκία, με την «ζήλια» να είναι που οδηγεί στην προώθηση εκδικητικών πολιτικών.


Οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις δεν εξαντλούνται στο πεδίο ή αλλιώς, στην πολιτική των κυρώσεων, αποκτώντας μία δυναμική που άπτεται πολλών παραμέτρων που «επικοινωνούν» μεταξύ τους. Αυτό που απαιτείται, όσον αφορά την χάραξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι ένας ρεαλισμός και δη ένας στρατηγικός ρεαλισμός μακράς πνοής, θέτοντας στο επίκεντρο, όχι τις κυρώσεις, αλλά την εργασία με ζωτικό διακύβευμα την επίλυση προβλημάτων με την Τουρκία. Την επίλυση τους με όρους «θετικού αθροίσματος,» για να παραπέμψουμε στον Αλέξη Ηρακλείδη.

 Εκεί όπου το ζητούμενο δεν είναι η επιβολή κυρώσεων ή και το «πάγωμα» της διαδικασίας τελωνειακής ένωσης της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά το πως μπορεί να καταστεί εποικοδομητικός και περιεκτικός ο διάλογος και οι διαπραγματεύσεις, με την Ελλάδα να στρέφεται και προς την κατεύθυνση ανάδειξης των ζητημάτων δημοκρατικής θέσμισης και οργάνωσης που ανακύπτουν στην Τουρκία. Η στάθμιση της κατάστασης το τι μπορεί να ωφελήσει βραχυπρόθεσμα και μεσο-μακροπρόθεσμα, ώστε κατ αυτόν τον τρόπο να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις άμβλυνσης της έντασης.



[1] Για την εξωτερική και αμυντική πολιτική της Ένωσης, βλέπε σχετικά, Laursen F., ?The EU ??Neutrals??, the CFSP and Defence Policy,? TK1 Working Papers on European Integration and Regime Formation, Τεύχος 26, Esberg, South Jutland University Press, 1998.

[2] Όταν και δεν επιβλήθηκαν κυρώσεις στην Τουρκία.

[3] Σε αυτό το σημείο, δύναται να αναφέρουμε πως, όσον αφορά την προσέγγιση της Γερμανίας και της στάσης που η ίδια υιοθετεί ως προς το διττό πλέγμα των ελληνο-τουρκικών και των ευρω-τουρκικών σχέσεων, δεν εκ-λείπει η διάσταση του αντι-Γερμανισμού, ιδωμένου υπό το πρίσμα της παραδοσιακά «φιλο-τουρκικής» στάσης που επιδεικνύουν οι Γερμανοί, αδιαφορώντας και περαιτέρω, όντας «εχθρική» απέναντι στα «δίκαια» και στα συμφέροντα της Ελλάδας. Η όλη ρητορική επιδιώκει να εμβαπτισθεί ή αλλιώς, να ζητήσει εκ των προτέρων νομιμοποίηση, στα νάματα της ιστορίας, βλέποντας αυτό που «βλέπουν όλοι»: Τους ιστορικούς «δεσμούς» Τουρκίας και Γερμανίας σε διάφορα πεδία.

[4] Η περιοχή όπου κινείται το Τουρκικό σεισμογραφικό σκάφος «Ορούτς Ρέις» από το καλοκαίρι κι έπειτα, εσφαλμένα αποδίδεται ως τμήμα της «ελληνικής υφαλοκρηπίδας», από την στιγμή όπου οι δύο χώρες δεν έχουν προχωρήσει, είτε μέσω διμερών και εντατικών διαπραγματεύσεων, είτε μέσω της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σε οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας. Για την ακρίβεια, η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και η ανακήρυξη ΑΟΖ αποτελούν τμήμα των διαφορών που συν-αποτελούν το  μωσαϊκό των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.

[5] Οι κυρώσεις δεν καθίστανται το «μαγικό κουμπί» το οποίο και πατηθεί και αυτομάτως θα μεταβληθεί άρδην η κατάσταση, και σε ένα δεύτερο επίπεδο, θα μεταβληθεί υπερ της Ελλάδας αλλά και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ένα από τα επίδικα είναι να γίνει αντιληπτό εν Ελλάδι, το βάθος που αποκτούν τα θέματα που συν-απασχολούν χώρες-μέλη της Ένωσης, την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία.

[6] Στον Τουρκικό «αυταρχικό κρατισμό» δύναται να αναφέρουμε.

[7] Σε αυτή την περίπτωση, είναι πιθανό το ενδεχόμενο η Τουρκία να κατηγορήσει την Ελλάδα για «εχθρική» στάση, επιρρίπτοντας της δραστικά την ευθύνη για την πραγματοποίηση διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση και επίλυση των εκκρεμουσών ελληνο-τουρκικών διαφορών.