Τελικά αποδείχτηκε χρήσιμο το ότι περίμενα να γίνει η συνάντηση του Σταύρου Θεοδωράκη με τον Τσίπρα πριν πάρω κι εγώ μέρος στα όσα γράφτηκαν και ελέχθησαν γύρω από αυτήν.
Και αποδείχτηκε χρήσιμη για μένα η αναμονή, καθώς τα όσα έγιναν, ακούστηκαν, ελέχθησαν, τόσο στη συνάντηση όσο και μετά από αυτήν, δεν πρόσθεσαν ούτε και αφαίρεσαν απολύτως τίποτα από αυτά που σκεφτόμουν και θα έγραφα και πριν.
Αποδείχτηκε, με λίγα λόγια, ότι ήταν μια συνάντηση το μόνο ενδιαφέρον της οποίας ήταν αυτή καθεαυτή η συνάντηση και όχι το αντικείμενό της, το οποίο άλλωστε και οι δυο συνομιλητές φρόντισαν να υποβαθμίσουν μέσα σε γενικότητες, ακόμη και ποδοσφαιρικής επικαιρότητας.
Ο μεν πρωθυπουργός παρέπεμψε σε ένα σχέδιο που ήδη επεξεργάζεται η κυβέρνηση για τη δημιουργία ενός καθαρά κυβερνητικού συμβουλίου αντιμετώπισης κρίσεων, ο δε Θεοδωράκης μιλάει για ένα συμβούλιο τόσο πολυπληθές και πολύπλοκο που μέχρι να συνέλθει για να αντιμετωπίσει κάποια κρίση, είτε αυτή θα έχει πάρει πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις, είτε θα έχει παρέλθει άνευ συνεπειών.
Με λίγα λόγια, η συνάντηση κλείστηκε κι έγινε, προκειμένου:
* Ο Τσίπρας να δείξει ότι έχει και κάποιο συνομιλητή πέραν του Σύριζα
* Ο δε Θεοδωράκης για να δείξει ότι παραμένει αρχηγός κόμματος και ως τέτοιος επιλέγεται ως συνομιλητής.
Επί της ουσίας, τώρα:
Ασφαλώς, αν σε καλεί ο πρωθυπουργός και μάλιστα για να του παρουσιάσεις, αναπτύξεις, εξηγήσεις, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, μια πρότασή σου, ανταποκρίνεσαι στην πρόσκληση.
Ωστόσο, επειδή είσαι πολιτικός και γνωρίζεις ότι η πολιτική δεν διεξάγεται αεροστεγώς, σε συνθήκες αποστειρωμένου εργαστηρίου, αλλά έξω, στην πραγματική ζωή, στο πεζοδρόμιο, σε συνθήκες σκληρών πολιτικών, ιδεολογικών, ακόμη και προσωπικών συγκρούσεων, όπου κυριαρχεί ο νόμος των σκοπιμοτήτων, τότε δεν μπορείς παρά να τα λάβεις όλα αυτά υπόψη σου και να τα εντάξεις τόσο στο σκεπτικό σου, όσο και στην απάντηση με την οποία θα αποδεχτείς εν τέλει την πρόσκληση.
Οφείλεις, δηλαδή, να εξετάσεις τόσο τη συγκυρία στην οποία σου γίνεται η πρόσκληση, όσο βέβαια και τους λόγους για τους οποίους επελέγης εσύ, από όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, να αναπτύξεις στον πρωθυπουργό τις ιδέες σου, τη στιγμή κατά την οποία κυρίαρχη αντίληψη του συνομιλητή σου, είναι το, «ή εμείς, ή αυτοί». Και όπου βέβαια, έως εκείνη τη στιγμή, περιλαμβάνεσαι κι εσύ «σ’ αυτούς», στους «άλλους», με τους οποίους βρίσκεται σε σκληρή αντιπαράθεση ο πρωθυπουργός, η κυβέρνησή του κι ολόκληρος ο κομματικός μηχανισμός του.
Αλλά αν όλα αυτά υποτίθεται – και πάντα κατά την άποψη μου, φυσικά – ότι πρέπει να εξετάζει ένας πολιτικός προκειμένου να κάνει κάποια πολιτική κίνηση, από μια απλή δήλωση σε κάθε θέμα της επικαιρότητας, έως την ανάληψη πολιτικής πρωτοβουλίας, τόσο περισσότερο οφείλει να τα λάβει υπόψη του ένας πολιτικός που δεν είναι μόνος του, αλλά μετέχει σε μια συλλογική προσπάθεια για τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού φορέα και μάλιστα είναι μέλος του στενού πολιτικού συμβουλίου του.
Κι αυτά, μόλις πέντε ημέρες πριν από τη σύγκληση του Συνεδρίου από το οποίο θα ιδρυθεί και επίσημα αυτός ο νέος φορέας, ένα νέο κόμμα, εν τέλει, το οποίο διαθέτει ήδη αρχηγό και μάλιστα εκλεγμένο μέσα από άψογες διαδικασίες και με ευρύτατη λαϊκή αποδοχή, έχοντας λάβει περί τις 84.000 ψήφους (τις ίδιες περίπου ψήφους που είχε πάρει και στην πρώτη ψηφοφορία, όπου πρώτευσε με 42,5%, έναντι περίπου 10% που συγκέντρωσε ο Σταύρος Θεοδωράκης, καταλαμβάνοντας την 4η θέση μεταξύ 9 υποψηφίων).
Δεν γνωρίζω αν ο Σταύρος Θεοδωράκης ενημέρωσε κάποιο όργανο του κόμματός του, όπως δεν γνωρίζω και αν λειτουργεί τελικά κάποιο όργανο, υποθέτω πάντως ότι με κάποιον από τους στενούς συνεργάτες του θα τα είπε.
Το σίγουρο είναι ότι δεν ενημέρωσε έστω και τυπικά, έστω ως οριστική απόφασή του, τους συνεργάτες του στο Πολιτικό Συμβούλιο του Κινήματος Αλλαγής, στη συγκρότηση του οποίου πήρε ενεργά μέρος, όπως και στην (προσωρινή, έως το Συνέδριο) ονομασία του.
Όλα αυτά δεν αποτελούν απλές τυπικότητες. Είναι συστατικά στοιχεία που πρέπει να καθορίζουν τη συμπεριφορά οποιουδήποτε μετέχει σε συλλογικό όργανο. Πολύ περισσότερο μάλιστα αν πρόκειται για πολιτικό που και διεκδικεί να έχει, αλλά και εκ των πραγμάτων, όπως αποδεικνύεται από τις μέχρι στιγμής διαδικασίες στους κόλπους του νέου φορέα, έχει παίξει ηγετικό ρόλο, έστω κι αν αυτό δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στα αριθμητικά δεδομένα της εκλογικής διαδικασίας…
Υπάρχουν όμως και κάποιες άλλες πλευρές που δημιουργούν κάποια πρόσθετα ερωτηματικά.
Όπως η δήλωσή του στο tweeter, περί των … «ώριμων αντιπάλων που ώριμα συγκρούονται και συνυπάρχουν», στους οποίους «ώριμους» προφανώς περιλαμβάνει και τον Τσίπρα μιας και αυτός τον προσκάλεσε, και σε αντιδιαστολή προφανώς με τους «ανώριμους» που δεν αντιλαμβάνονται την ανάγκη της «συνύπαρξης» – χωρίς βέβαια κάποιο έστω υπαινιγμό για το ποιος έχει την ευθύνη της επικράτησης συγκρουσιακού κλίματος ως τώρα και σε όλα τα επίπεδα… Αλλά, τέτοια ώρα, τέτοια λόγια.
Όπως και η εμμονή του, και μάλιστα με επιδεικτικά διδακτικό τόνο, να προβάλει την έννοια της «πατρίδας», αντιδιαστέλλοντας την με κάποια «κομματικά παιχνίδια», τα οποία κάποιοι προφανώς παίζουν, σε αντίθεση και πάλι προφανώς με τον κ. Τσίπρα, ο οποίος άλλωστε τον επέλεξε ως συνομιλητή του για τα εθνικά θέματα που ενδιαφέρουν την πατρίδα…(«Παιδιά, εκτός από τα προσωπικά ή τα κομματικά παιγνίδια υπάρχει και η πατρίδα. Και οι εξελίξεις δεν θα μας περιμένουν», ήταν η πλήρης δήλωση του, μέσω tweeter πάντα, για να έχουμε και ένα μέτρο της σοβαρότητας των δηλώσεων του Σταύρου Θεοδωράκη).
Στο ίδιο πλαίσιο με τα παραπάνω, ερωτηματικά, και μάλιστα σε βαθμό ακραίας ενόχλησης, έρχεται να προστεθεί και ο τρόπος με τον οποίο ο Θεοδωράκης διαχωρίζει με τρόπο απόλυτο, μεταφυσικό θα έλεγα, τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, για τα οποία δεν πρέπει να υπάρχουν «συγκρούσεις», από τα άλλα θέματα, μικρότερης υποτίθεται σημασίας, όπως π. χ. η ολομέτωπη επίθεση που έχει κηρύξει η κυβέρνηση απέναντι στους θεσμούς που συγκροτούν το δημοκρατικό πολίτευμα, όπως η Δικαιοσύνη, η Ενημέρωση, η λειτουργία της Βουλής με τρόπο που να εξυπηρετεί καθαρά τις πολιτικές/κομματικές σκοπιμότητες του Τσίπρα και του κόμματός του και άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.
Και μιλάω για ενόχληση, γιατί δεν είναι δυνατόν να δεχτώ ότι δεν αντιλαμβάνεται ότι και για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, για το ποια, πότε και πώς προβάλλονται, μέσα από ποιες διαδικασίες αντιμετωπίζεται η προώθηση τους κάθε φορά προς επίλυση, την κύρια ευθύνη την έχει η – εκάστοτε – κυβέρνηση, κι επομένως αυτή είναι που καθορίζει το πλαίσιο της συζήτησης τους, αυτή δίνει τον τόνο της σοβαρότητας ή κρισιμότητας που καθένα από τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» ή και όλα μαζί έχουν, κατά τη συγκεκριμένη συγκυρία, σε σχέση και με όλα τα θέματα που είναι ανοιχτά και καθορίζουν την πολιτική επικαιρότητα και ορίζουν τον πολιτικό διάλογο.
Δεν είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται πως όταν η κυβέρνηση είναι που ξεκίνησε τις συνομιλίες με την ηγεσία των Σκοπίων ανοίγοντας έτσι το θέμα της ονομασίας του κράτους τους και κρατώντας στο σκοτάδι όλη την πολιτική ηγεσία, δεν μπορείς να κατηγορείς τους άλλους, ακόμη και εκείνους με τους οποίους συγκροτείς νέο πολιτικό φορέα, ότι δεν βάζουν «την πατρίδα πάνω από τα προσωπικά ή τα κομματικά τους»!
Κι όταν στο μεταξύ πύκνωσαν τα σύννεφα μετά και τις απανωτές τουρκικές προκλήσεις, πώς δεν αντιλαμβάνεται ότι η κυβέρνηση είναι που έχει την κύρια και μόνη ευθύνη γι’ αυτές τις επικίνδυνες εξελίξεις, για τις οποίες και έχει αφήσει έξω από κάθε ενημέρωση τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και παρ’ όλα αυτά, αυτά τα κόμματα, ακόμη κι εκείνο που είναι ο βασικός εταίρος σου στον φορέα που συγκροτείς, τα κατηγορείς ότι δεν αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα των εθνικών θεμάτων.
Στην πολιτική, μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί με αποφάσεις, προτάσεις, εισηγήσεις, πρωτοβουλίες, ακόμη και με συντρόφους του, στο ίδιο κόμμα.
Τελικά, εκείνο που τελικά κρίνει την όποια θέση σου, ακόμη και την πλήρη διαφωνία σου, είναι, πέραν των επιχειρημάτων που παραθέτεις και η σοβαρότητα με την οποία την προβάλεις, αν θέλεις ακόμη και η σεμνότητα με την οποία παρουσιάζεις τις θέσεις σου.
Κι από αυτή την άποψη, ο συνομιλητής του Σταύρου Θεοδωράκη έχει δώσει επαρκή δείγματα αλαζονικής και αυταρχικής συμπεριφοράς, έτσι ώστε η όποια νέα θέση, άποψη, συμπεριφορά ακόμη, να κρίνεται με βάση και αυτό το βεβαρυμμένο ιστορικό του και να μη θεωρείται ως αξιόπιστος συνομιλητής.
Κάτι το οποίο παρέβλεψε ο Σταύρος Θεοδωράκης, όχι γιατί αποδέχτηκε την συνάντηση, αλλά γιατί δεν όρισε αυτός το πλαίσιο μέσα στο οποίο δεχόταν να πραγματοποιηθεί, επισημαίνοντας αυτά που για όλη τη δημοκρατική αντιπολίτευση είναι προφανή και ορίζουν ακόμη και τις όποιες δυνατότητες επίλυσης των ανοιχτών θεμάτων εξωτερικής πολιτικής έχει αυτή η κυβέρνηση.
(Υ.Γ. Οσο για το εάν και κατά πόσο η συζήτηση για το Κίνημα Αλλαγής «είναι για πλάκα», καθώς «έχουν φύγει όλοι (ποιοι; πότε;) και έχει καταργηθεί κάθε εσωκομματική διαδικασία» (!!) όπως αποκάλυψε ο Γιώργος Παπαχρήστος, στα Νέα της Δευτέρας, ότι του είπε ο Σταύρος Θεοδωράκης, χωρίς μέχρι στιγμής να υπάρξει διάψευση, ας περιμένουμε το Σαββατοκύριακο για να δούμε και αν «δουλευόμαστε μεταξύ μας τώρα», όπως φέρεται να είπε στο συνομιλητή του…)