Για την κύρωση των συμφωνιών με Ιταλία και Αίγυπτο

Γιώργος Καμίνης 28 Αυγ 2020

Η ομιλία του Γ. Καμίνη βουλευτή του Κινήματος Αλλαγής στην συζήτηση κύρωσης των συμφωνιών με Ιταλία και Αίγυπτο στις 26 Αυγούστου 2020



Κυρίες και κύριοι βουλευτές,


Χθες ακούσαμε σ΄αυτήν την αίθουσα από την πρώην υπουργό εξωτερικών κυρία Ντ. Μπακογιάννη, ότι η χώρα μας, ήδη από το 2005, είχε ως προτεραιότητα να κλείσει συμφωνίες για τις θαλάσσιες ζώνες με τις περισσότερες γειτονικές μας χώρες (Αλβανία, Λιβύη, Ιταλία, Αίγυπτος). Στόχος μας ήταν να ολοκληρώσουμε το σύνολο των συμφωνιών διεθνώς.


Τι συνέβη άραγε μετά από δεκαπέντε άγονα χρόνια και κατορθώσαμε να κλείσουμε δύο συμφωνίες μέσα σε μόλις έξι μήνες; Και να είναι μάλιστα ορατό το ενδεχόμενο να φτάσουμε σύντομα και σε συμφωνία με την Αλβανία; Η απάντηση είναι ότι βγήκαμε από την αδράνεια, σηκώσαμε μανίκια και μπατζάκια κι αρχίσαμε να τρέχουμε. Το θετικό είναι ότι επιτέλους η χώρα ανέλαβε δραστικές πρωτοβουλίες. Το αρνητικό είναι ότι τρέξαμε μεν, αλλά ασθμαίνοντας πίσω από εξελίξεις που είχαν διαμορφώσει προηγουμένως άλλοι.


Γιατί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το καμπανάκι που αφύπνισε την Ελλάδα ήταν μια τουρκική πρωτοβουλία. Το παράνομο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο. Και για να έχουμε ακριβή αίσθηση του μέτρου των πραγμάτων, για να μην παρασυρόμαστε από τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης, δεν πρέπει να υποτιμάμε ότι σημαντικό μέρος της δουλειάς με την Ιταλία είχε ήδη συντελεσθεί εδώ και δεκαετίες. Η σημερινή Συμφωνία με την Ιταλία ουσιαστικά “πατάει” πάνω στη συμφωνία του 1977. Την ίδια στιγμή, η Συμφωνία με την  Αίγυπτο έχει αδιευκρίνιστα σημεία και αφήνει ανοιχτά ζητήματα σοβαρά που ενδέχεται να τα βρούμε μπροστά μας πολύ πιο γρήγορα από όσο φανταζόμαστε. .


Παρόλα αυτά οφείλουμε να κρατάμε ζωντανή διαρκώς μπροστά μας τη μεγάλη εικόνα. Παρ?όλες τις επιφυλάξεις που επισήμανα, μέσω των συμφωνιών με Ιταλία και Αίγυπτο εξασφαλίσαμε καταρχάς μια πολύτιμη έξωθεν καλή μαρτυρία. Τη διεθνή νομιμοποίηση της χώρας ως μιας δύναμης ευθύνης και σταθερότητας σε αντίθεση με την εικόνα του ταραχοποιού που χαρακτηρίζει την Τουρκία του Ερντογάν. Η κατάκτηση αυτή δεν είναι διόλου αμελητέα σε ένα διεθνές περιβάλλον που απειλείται όλο και περισσότερο από ανορθολογικές δυνάμεις που ζητούν μεν να ανατρέψουν τις διεθνείς ισορροπίες που διαμορφώθηκαν μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς όμως να είναι σε θέση να προτείνουν ένα στοιχειωδώς συνεκτικό εναλλακτικό σύστημα παγκόσμιας ειρηνικής συνύπαρξης. Σε αυτό το διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας, ο ρόλος της Ελλάδας ως δύναμης ειρήνης και σταθερότητας στην πλέον εύφλεκτη γωνιά του κόσμου είναι ανεκτίμητος. Το ζητούμενο πλέον θα πρέπει να είναι το πως θα κεφαλαιοποιήσουμε αυτή τη νομιμοποίηση με την όσο το δυνατόν πιο ουσιαστική διεθνή υποστήριξη. 


Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι η Ελλάδα εμφανίζεται ως μια χώρα πρόθυμη  και ικανή να κλείνει τέτοιου είδους μέτωπα στα σύνορά της. Το γεγονός πως εκκρεμότητες δεκαετιών μπαίνουν σε μια σειρά και αρχίζουν να διευθετούνται, λύνει τα χέρια της ελληνικής διπλωματίας. Απελευθερώνει διπλωματικό κεφάλαιο για την αντιμετώπιση των πραγματικά μεγάλων θεμάτων στις διμερείς σχέσεις μας με την Τουρκία. Αυτά δεν θέλουν να τα δουν οι εγχώριοι πατριδοκάπηλοι, οι δήθεν ασυμβίβαστοι. Αυτοί ακριβώς που προκάλεσαν τις δύο μεγάλες εθνικές τραγωδίες του 20ου αιώνα, τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η δημαγωγική πλειοδοσία στα εθνικά θέματα μπορεί μεν να χαϊδεύει τα αυτιά των αφελών, οδηγεί όμως στην ακινησία. Και όταν επικρατεί ακινησία, τότε ο χρόνος τρέχει σε βάρος μας. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει επί δεκαετίες τώρα στο Κυπριακό, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο η λύση του. Εκκρεμότητα που επιβαρύνει την ένταση στην περιοχή. Είναι λοιπόν καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε το εθνικό καθήκον να αναλάβουμε δραστικές πρωτοβουλίες για να ανοίξει κάποιου είδους διάλογος με την Τουρκία. Υπό μια απαράβατη προϋπόθεση όμως: Η χώρα δεν συζητά με το όπλο στον κρόταφο. Να καταστεί προς πάσα κατεύθυνση σαφές ότι δεν θα αρχίσουμε οποιουδήποτε είδους συνομιλίες με την Τουρκία όσο αυτή συνεχίζει να απειλεί, να εκβιάζει και να παραβιάζει συστηματικά το διεθνές δίκαιο στο Αιγαίο και γενικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο. 

 

?Ομως, προς το παρόν, εθνική στρατηγική δεν υπάρχει. Παρ΄όλα αυτά οι ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων μηνών, σε συνδυασμό με την εμπειρία που έχουμε πλέον αποκομίσει όλα αυτά τα χρόνια, μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τους βασικούς  πυλώνες μιας εθνικής στρατηγικής.


Ο πρώτος είναι να είναι πραγματικά “εθνική”. Δηλαδή να αποτελεί καρπό συμφωνίας συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, περιλαμβάνοντας το ευρύτερο δυνατό φάσμα της τελευταίας. Αυτή η πολιτική ευρύτητα είναι που θα θα προσδώσει και το, ούτως ή άλλως απαραίτητο σε κάθε στρατηγική, χρονικό βάθος, αφού αυτή πια θα εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το ποιός είναι στην κυβέρνηση. Αυτή την ομοψυχία σφυρηλατούμε σήμερα σε αυτήν την αίθουσα. Και πρέπει επιτέλους να συγκληθεί και το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, όπως το ζητά το Κίνημα Αλλαγής εδώ και πολύ καιρό, προκειμένου να επισφραγίσει και συμβολικά την εθνική συναίνεση. 


Ο δεύτερος πυλώνας αφορά το πλαίσιο αναφοράς της στρατηγικής και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι το διεθνές δίκαιο, το οποίο πρέπει να είναι κυρίαρχο σε όλες τις φάσεις του διαλόγου. Από την αρχή ως το τέλος. Να εξασφαλιστεί δηλαδή ότι σε περίπτωση διαφωνιών, οι διαφορές θα παραπεμφθούν σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Πρέπει επιτέλους να πάψουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Δεν θα δικαιωθούμε σε όλες τις θέσεις μας. Αυτό σε κάθε διάλογο που αποσκοπεί να οδηγήσει σε συμφωνία, δηλαδή σε κάποιον συμβιβασμό, είναι αναπόφευκτο. Αλλά το διεθνές δίκαιο είναι η ασπίδα μας. Οπως μάλιστα καταγράφεται σήμερα, είναι ευνοϊκό για την πλειονότητα των ελληνικών θέσεων και αυτό πρέπει να το εκμεταλλευτούμε.


Ο τρίτος πυλώνας είναι οι συμμαχίες μας. Οχι μόνο το ΝΑΤΟ, που δυστυχώς συνεχίζει να παριστάνει τον Πόντιο Πιλάτο, αλλά η Ε.Ε. συνολικά. Με τα γεγονότα του Φράχτη στον Εβρο τον περασμένο Μάρτιο οι εταίροι μας άρχισαν σταδιακά να αφυπνίζονται και να συνειδητοποιούν ότι τα ελληνικά σύνορα είναι, όχι μόνον στους χάρτες αλλά και στην πραγματικότητα, σύνορα της Ευρώπης. Οι ΗΠΑ προς το παρόν δεν είναι εταίρος πάνω στον οποίο μπορούμε σήμερα να βασιστούμε με την ίδια εμπιστοσύνη που είχαμε παλαιότερα. Όχι μόνον εξαιτίας του ασυνάρτητου και εν πολλοίς απρόβλεπτου Ντόναλντ Τραμπ, αλλά λόγω και της συγκυρίας των επικείμενων αμερικανικών εκλογών. Είναι μια μεταβατική περίοδος ρευστότητας που θα διαρκέσει στην Αμερική τουλάχιστον μέχρι τον Νοέμβριο. Σε περίπτωση μάλιστα που δεν επανεκλεγεί ο Τραμπ, ο Μπάιντεν θα είναι σε θέση να αναλάβει ουσιαστικές πρωτοβουλίες μετά την έναρξη του νέου έτους. Αντίθετα, στην Ευρώπη φαίνεται πως μπορούμε σήμερα να βασιστούμε με πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, καθώς ο Ερντογάν ανοίγει διαρκώς καινούργια μέτωπα. Η επιθετικότητα αυτή τον απομονώνει καθώς γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι αποτελεί μια απειλή συνολικά για τη διεθνή ασφάλεια στη Μεσόγειο.


Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η διαμάχη Ελλάδας - Τουρκίας δεν αφορά πλέον μόνο τις διμερείς διαφορές των δύο χωρών, τα υπαρκτά προβλήματα, το βεβαρημένο παρελθόν. Μπορεί να οριστεί ως ακόμα ένα επεισόδιο της παγκόσμιας διαμάχης μεταξύ αυταρχισμού και δημοκρατίας. Σε αυτή τη διαμάχη η Ελλάδα, με την πολιτική της να βασίζεται στο διεθνές δίκαιο, την προσήλωσή της στην περιφερειακή και παγκόσμια ευημερία, τις αρχές του κράτους δικαίου, έχει επιλέξει το σωστό στρατόπεδο. Η Τουρκία, από την άλλη, ακολουθεί μία αναχρονιστική πολιτική βασισμένη στην ισχύ που δεν θα την οδηγήσει μακριά. Οι συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο, σε αντιπαραβολή με το Τουρκολιβυκό σύμφωνο, συμπυκνώνουν τις διαφορές των δύο χωρών, και αυτήν ακριβώς τη στάση ενισχύουμε σήμερα με την ψήφο μας ως Κίνημα Αλλαγής.