Για την βία

Σίμος Ανδρονίδης 19 Μαρ 2021

«Όχι, όχι· μην κρεμάσεις τη σημαία· - δε γιορτάζουμε εμείς. Κλείσει την πόρτα· κλείσε το παράθυρο. Δεν μπορώ να το βλέπω αυτό το κόκκινο άλογο με το κομμένο πόδι, να βόσκει στο κίτρινο χωράφι. Κάθε που χτυπούν στην πλατεία τα ταμπούρλα, πηδάει, τινάζεται, η χαίτη του αγριεύει- δεν μπορεί να τρέξει. Το λαδοφάναρο το ?χω στο υπόγειο, δίπλα στις τρύπιες αρβύλες. Οι άνθρωποι όσο πάει λιγοστεύουν. Οι κότες δε γεννάνε. Γι αυτό προσέχω ιδιαίτερα τη δαχτυλήθρα σου όταν ράβεις»


(Γιάννης Ρίτσος, «Άρνηση»).


Τις τελευταίες ημέρες, και με αφορμή την άσκηση εν-σώματης αστυνομικής βίας εναντίον πολίτη που βρισκόταν στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, αναπαρήχθη μία συζήτηση περί αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας που συνεχίστηκε και μετά από τα συμβάντα της 9ης Μαρτίου στην ίδια περιοχή.

Όταν κατά την διάρκεια πραγματοποίησης πορείας εναντίον της αστυνομικής βίας, υπήρξαν επεισόδια που εκφράσθηκαν και μέσω της επίθεση σε αστυνομικό της ομάδας ?ΔΡΑΣΗ,? στον οποίο και ασκήθηκε έντονη εν-σώματη βία από αρκετά άτομα. Στον δημόσιο λόγο των ημερών, αφορμή της βίαιης επίθεσης που δέχθηκε ο νεαρός αστυνομικός, θεωρήθηκε η προ ημερών επίθεση αστυνομικού προς πολίτη, σε μία εφαρμογή του κλασικού σχήματος «η βία παραγάγει βία.» Όμως, εστιάζοντας στο όλο πλαίσιο και βαθύτερα, θα τονίσουμε πως η βία ή αλλιώς, το πρόσημο της βίας δεν ενέσκηψε μεταφυσικώ τω τρόπω, και περαιτέρω, εκτός των κοινωνικο-πολιτικών συμφραζομένων της περιόδου που διανύουμε.


Έτσι, η όλη συζήτηση των τελευταίων ημερών, παραβλέπει δύο ουσιώδη ζητήματα: Το πρώτο έχει να κάνει με τις πολιτικοϊδεολογικές διεργασίες που συντελούνται και στον χώρο της εξω-κοινοβουλευτικής Αριστεράς αλλά και στον αναρχικό χώρο, διεργασίες που άπτονται και της διαχείρισης της πανδημικής κρίσης και των επιμέρους πτυχών της κυβερνητικής πολιτικής, όπως είναι το νομοσχέδιο που προβλέπει την παρουσία εντός των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, αστυνομικής δύναμης.


Συνυπολογίζοντας αυτές τις δύο διαστάσεις, θα αναφέρουμε αρχικά πως οι εξελισσόμενες διεργασίες εκφράζονται στην κατάληψη του κτιρίου διοίκησης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), και περαιτέρω, στο κύμα συμπαράστασης στην απεργία πείνας του καταδικασμένου για την δράση του στην τρομοκρατική οργάνωση της «17 Νοέμβρη,» Δημήτρη Κουφοντίνα. Και το δεύτερο ουσιώδες ζήτημα, έχει να κάνει με την συγκρότηση ενός κινήματος διαμαρτυρίας για την συμπαράσταση στην απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα1 και στο αίτημα που θέτει, το οποίο και αποκτήσει μία κοινωνικοπολιτική δυναμική που πέραν της γεωγραφικής του κατανομής, καθότι δεν περιορίζεται μόνο στην Αθήνα, υιοθετεί διάφορες μορφές δράσης.


Για την ακρίβεια, η εστίαση σε μία κλασικού τύπου, έκφραση διαμαρτυρίας, όπως είναι η πραγματοποίηση πορειών σε κεντρικούς δρόμους πόλεων, καθίσταται η βάση πάνω στην οποία και αναπτύσσεται μία σειρά δράσεων που αρθρώνονται γύρω από το όνομα του Δημήτρη Κουφοντίνα, γύρω από την σύστοιχη και πολιτική εναντίωση σε ό,τι προσδιορίζεται ως ?αυταρχικό κράτος, (η απλοϊκή αναφορά περί «χούντας» ή και περί «αστυνομοκρατίας» γοητεύει και ευρύτερα πολιτικά ακροατήρια), περιλαμβάνοντας την γραφή συνθημάτων στο δημόσιο χώρο, σε γραφεία πολιτικών, την κατάληψη διαφόρων χώρων (βλέπε το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης), και με όρους αναβάθμισης και δη πολιτικής-επιχειρησιακής αναβάθμισης, τις επιθέσεις σε χώρους όπου βρίσκονται και κινούνται αστυνομικοί.


Αυτό είναι το υπόστρωμα το οποίο και απέκτησε νέα ορμή μετά την άσκηση αστυνομικής βίας2 σε πολίτη, στη Νέα Σμύρνη,3 που λειτούργησε και ως θρυαλλίδα για την ανα-πλαισίωση της δράσης του κινήματος διαμαρτυρίας, πολιτικά και ιδεολογικά, εκεί όπου το ίδιο το κίνημα έτεινε προς την κατεύθυνση αναβάθμισης της δράσης του, επιχειρώντας το στήσιμο οδοφραγμάτων, κάτι που έχει παρατηρηθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αυτή την περίοδο (Γαλλία/Ισπανία), επί του αστικού-δημόσιου χώρου, με επίδικο και το να εμποδισθεί η κίνηση των οχημάτων, αλλά και η απομόνωση από το ευρύτερο πλήθος των αστυνομικών δυνάμεων, ώστε να υπάρξουν συνθήκες ενός αντάρτικου πόλης και της άμεσης σύγκρουσης διαδηλωτών και αστυνομικών δυνάμεων.


Και ένα ιδιαίτερο συγκρουσιακό φορτίο επιτελέσθηκε στην περίπτωση της μαζικής επίθεσης που δέχθηκε ο αστυνομικός της ομάδας «ΔΡΑΣΗ,» όταν και συναρθρώθηκαν εντόνως ο ιδεολογικοποιημένος «αντι-κρατισμός» (ήδη έντονος από την περίπτωση Κουφοντίνα), με την αναπαράσταση της αστυνομίας και πρωταρχικά του αστυνομικού ως υποτιμητικά «μπάτσου» και ως «γουρουνιού»4 με τον ίδιο να καθίσταται «ένοχος» εκ προοιμίου και με στολή.


Η βία (με στοιχεία βαναυσότητας) που ασκήθηκε διοχετεύει επί του δημόσιου χώρου, μία αυτο-αναφορικότητα που λειτουργεί με αφηγήσεις που προβάλλουν την δική της «αλήθεια» που «ξεσκεπάζει» τις προθέσεις των «άλλων.»


Διαφορετικά ειπωμένο, και με όρους του Γάλλου Ρενέ Ζιράρ, «δεν είναι ο αναίμακτος λόγος που κατέχει μια πραγματική λειτουργία προσανατολισμού, αλλά η τελετουργία».5 Και στο υπόδειγμα που αναλύσαμε πιο πάνω, η τελετουργία μίας βίας έντονης, εν-σώματης που διαρκώς επεδίωκε την επαφή, και τελετουργικής, που σπεύδει να προσδώσει στα υποκείμενα «όνομα» και «πρόσωπο.» Ο αστυνομικός που δέχεται την βίαιη επίθεση, είναι ο εκ προοιμίου «άλλος.» Έχουμε να κάνουμε με μία διαλεκτική πολιτικής και βίας.

Μετά την κοινοβουλευτική συζήτηση της Παρασκευής 12 Μαρτίου, με θέμα την αστυνομική βία, θεωρούμε πως διακύβευμα είναι όχι μόνο η απλή καταδίκη της βίας, αστυνομικής και αναρχικού-αντεξουσιαστικού τύπου, πράγμα αυτό καθαυτό σημαντικό, αλλά και η ερμηνεία και η βαθιά κατανόηση τους, ώστε να διευρυνθούν οι προϋποθέσεις δραστικής αντιμετώπισης τους, μέσω της κατάθεσης εξιδεικευμένων προτάσεων, με επίδικο και δη άμεσο επίδικο, την εφαρμογή τους.


Και ένα εγχείρημα αντιμετώπισης της βίας, οφείλει να διεκδικεί την κοινωνική-πολιτική υποστήριξη. Και σε αυτό το πλαίσιο, δεν βοηθούν οι στείρες προσεγγίσεις, οι ηθικολογικής χροιάς ερμηνείες, ακόμη και η τήρηση των ίσων αποστάσεων την οποία στηλιτεύει με άρθρο της η δημοσιογράφος Μυρτώ Λιαλιούτη.6



1 Μία ευρύτερη γκάμα των διαδηλώσεων και των συνθημάτων συμπαράστασης στον Δημήτρη Κουφοντίνα, προσφέρει η ιστοσελίδα «Athens Indymedia?»που πρόσκειται στον αναρχικό χώρο, θέτοντας ως σημείο αναφορά το κάτωθι σύνθημα: «Αλληλεγγύη στον Δημήτρη Κουφοντίνα». Και σε αυτό το σημείο, ενσκήπτει κάτι βαθύτερο που σχετίζεται με το γεγονός πως η χρήση και η αναπαραγωγή αυτού του κεντρικού συνθήματος που συνέχει το κίνημα, απο-καλύπτει έναν πολωτικού τύπου, «αντι-κρατισμό,» γενικότερο αλλά και ειδικότερο (αστυνομία), την αρνητική έως δαιμονοποιητική πρόσληψη προσώπων όπως ο υπουργός Προστασίας του Πολίτης ο οποίος και «απο-ανθρωποποιείται»  φέροντας την «ιδιότητα» ή αλλιώς, τον καθόλου τιμητικό τίτλο του «φασίστα»: «Φασίστα-Σκουπίδι-Χρυσοχοϊδη». Η πολιτική απέχθεια συναρθρώνεται με την ρητορική του μη κεκαλυμμένου μίσους. Βλέπε σχετικά, «Καλαμάτα: Παρέμβαση με σπρέυ για τον Δ. Κουφοντίνα,» Ιστοσελίδα «Athens Indymedia,»10/03/2021, https://athens.indymedia.org/post/1611216/ Η απέχθεια προς το πρόσωπο του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη αντλεί και από την παλαιότερη θητεία του στο τότε υπουργείο Δημόσιας Τάξης (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ), στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν και ξεκίνησε η εξάρθρωση και η εκ των έσω επιχειρησιακή αποδόμηση της «17 Νοέμβρη». Η υποστήριξη προς το αίτημα του μεταγωγής του στις φυλακές Κορυδαλλού συγκεντρώνει δύο ειδών υποστηρικτές: Οι πρώτοι εστιάζουν κύρια στην υποστήριξη του αιτήματος του, προτάσσοντας όρους δημοκρατίας και κράτους δικαίου, ενώ, οι δεύτεροι, ενταγμένοι στον αναρχικό χώρο και ευρισκόμενοι στα μεταίχμια της εξω-κοινοβουλευτικής Αριστεράς, μέσω του υποστήριξης του αιτήματος, βλέπουν μία γενικότερη πολιτική-ιδεολογική ευμένεια και συμπάθεια την δράση του ιδίου και της οργάνωσης.


2 H κρατική-αστυνομική βία που ασκήθηκε στον πολίτη, στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, προσιδιάζει προς τον άξονα ανάδειξης των όρων αναπαραγωγής της αστυνομίας και σε ένα δεύτερο επίπεδο, της λειτουργίας της εν καιρώ πανδημικής κρίσης, εγγράφοντας δραστικά ή και εμπρόθετα τον πανδημικό «εαυτό» της στο σώμα του πολίτη που υπέστη την βίαιη επίθεση. Έτσι, διαφαίνεται στο προσκήνιο όχι το «γιατί κυκλοφορείς;» αλλά το «πως κυκλοφορείς;,» όπως επίσης και το «τι φέρεις μαζί σου που πρέπει να ελέγξει η αστυνομία.» Η αστυνομική βία, ορατή και ασκούμενη με συνεχόμενα χτυπήματα με το γκλοπ, έχει εμβαπτισθεί στα νάματα της ιδέας περί «ασφαλειοποίησης» (πανδημικώ τω τρόπω) του δημόσιου χώρου. Το υποκείμενο δεν είναι «ένοχο,» αλλά δυνάμει «επικίνδυνο.» Για το πόρισμα της επιτροπής Αλιβιζάτου σχετικά με την κρατική-αστυνομική βία και τις συν-δηλώσεις της, βλέπε σχετικά, Ευαγγελοδήμου Ελένη, «Ελληνική ιδιαιτερότητα συνιστά η ατιμωρησία…»,Εφημερίδα  «Τα Νέα,» 09/03/2021, σελ. 10. Για το ζήτημα της της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα ιστορικά, για τον τρόπο που οι οργανωσιακές πρακτικές διαδραματίζουν ρόλο στην εμφάνιση και αναπαραγωγή μίας «νοοτροπίας ατιμωρησίας» (βλέπε την έκθεση της Επιτροπής για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης του Συμβουλίου της Ευρώπης), για την απουσία μεταρρυθμιστικών πολιτικών (που έχουν να κάνουν με την πρόληψη και την λογοδοσία), σχετικών με την όλη λειτουργία του αστυνομικού σώματος, βλέπε, Ελευθεριάδης Παύλος, «Το μόνιμο πρόβλημα της κρατικής αυθαιρεσίας,» Ένθετο «Νέες Εποχές,»Εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής,?»14/0/2021, σελ. 2/26. Τα πορίσματα της επιτροπής Αλιβιζάτου, θα μπορούσαν να συζητηθούν διεξοδικότερα στο πλαίσιο σύγκλησης μίας ειδικής κοινοβουλευτικής συζήτησης.


3 Η άσκηση της αστυνομικής βίας επέφερε την πορεία διαμαρτυρίας κατοίκων της περιοχής και κοινωνικών-πολιτικών συλλογικοτήτων που κινήθηκαν στους δρόμους πέριξ της κεντρικής πλατείας της Νέας Σμύρνης, προβάλλοντας την εναντίωση σε τέτοιου είδους πρακτικές καθώς και την διεκδίκηση μεταρρυθμίσεων και στο αστυνομικό σώμα.

4 Εντοπίζουμε τρία επίπεδα αυτής της αρνητικής αναπαράστασης: Ο αστυνομικός ως «γουρούνι»  δεν είναι παρά «όργανο» του κράτος που «τρομοκρατεί» (βλέπε Νέα Σμύρνη) και «δολοφονεί»(Δημήτρης Κουφοντίνας). Ο αστυνομικός ως «γουρούνι» «ζέχνει» και «όζει» από την «δυσωδία» του κράτους που εκπροσωπεί. Ο αστυνομικός ως «γουρούνι» εντάσσεται σε μία λεκτική-συνθηματολογική διαδικασία «ζωοποίησης» του όπου ο ίδιος δεν βρίσκει παρά μόνο τον «όμοιο» του: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι,» εκεί όπου ο αστυνομικός δέχεται την έντονη βία ως απλά, στη γλώσσα των επιτιθέμενων που χτυπούν δυνατά, «γουρούνι.» Και ας δώσουμε σημασία, θεωρητικά και πολιτικά και στο εξής: Ως «γουρούνι» πρέπει να «κυλιστεί στη λάσπη,» ήτοι στο δρόμο, με τα χτυπήματα να ακολουθούν. Η λεκτική- ενσώματη βία εδώ συντίθεται από το μίσος, διανθισμένος με την απολυτότητα, την λογική και δη την επικίνδυνη λογική της συλλογικής ευθύνης, τον μανιχαϊσμό που δεν αντικρίζει παρά το «γουρούνι» που εχθρεύεται και «σκοτώνει» και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπισθεί. «Όλοι στο δρόμο.»Την σημερινή περίοδο, ο μανιχαϊσμός και τα δίπολα, επαναπροσδιορίζονται.

5 Αναφέρεται στο: Ζιράρ Ρενέ, «Βία και θρησκεία. Αιτία ή αποτέλεσμα;» Μετάφραση, επιμέλεια, εισαγωγή: Καλατζής Αντώνιος, Επίμετρο: Παλάβερ Βόλφγκανγκ, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2017, σελ. 17.

6 Βλέπε σχετικά, Λιαλιούτη Μυρτώ, «Ωδή στον ισαποστάκια,» Εφημερίδα «Τα Νέα,» 11/0/2021, σελ. 7.