«Όχι, όχι· μην κρεμάσεις τη σημαία· - δε γιορτάζουμε εμείς. Κλείσει την πόρτα· κλείσε το παράθυρο. Δεν μπορώ να το βλέπω αυτό το κόκκινο άλογο με το κομμένο πόδι, να βόσκει στο κίτρινο χωράφι. Κάθε που χτυπούν στην πλατεία τα ταμπούρλα, πηδάει, τινάζεται, η χαίτη του αγριεύει- δεν μπορεί να τρέξει. Το λαδοφάναρο το ?χω στο υπόγειο, δίπλα στις τρύπιες αρβύλες. Οι άνθρωποι όσο πάει λιγοστεύουν. Οι κότες δε γεννάνε. Γι αυτό προσέχω ιδιαίτερα τη δαχτυλήθρα σου όταν ράβεις»
(Γιάννης Ρίτσος, «Άρνηση»).
Τις τελευταίες ημέρες, και με αφορμή την άσκηση εν-σώματης αστυνομικής βίας εναντίον πολίτη που βρισκόταν στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, αναπαρήχθη μία συζήτηση περί αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας που συνεχίστηκε και μετά από τα συμβάντα της 9ης Μαρτίου στην ίδια περιοχή.
Όταν κατά την διάρκεια πραγματοποίησης πορείας εναντίον της αστυνομικής βίας, υπήρξαν επεισόδια που εκφράσθηκαν και μέσω της επίθεση σε αστυνομικό της ομάδας ?ΔΡΑΣΗ,? στον οποίο και ασκήθηκε έντονη εν-σώματη βία από αρκετά άτομα. Στον δημόσιο λόγο των ημερών, αφορμή της βίαιης επίθεσης που δέχθηκε ο νεαρός αστυνομικός, θεωρήθηκε η προ ημερών επίθεση αστυνομικού προς πολίτη, σε μία εφαρμογή του κλασικού σχήματος «η βία παραγάγει βία.» Όμως, εστιάζοντας στο όλο πλαίσιο και βαθύτερα, θα τονίσουμε πως η βία ή αλλιώς, το πρόσημο της βίας δεν ενέσκηψε μεταφυσικώ τω τρόπω, και περαιτέρω, εκτός των κοινωνικο-πολιτικών συμφραζομένων της περιόδου που διανύουμε.
Έτσι, η όλη συζήτηση των τελευταίων ημερών, παραβλέπει δύο ουσιώδη ζητήματα: Το πρώτο έχει να κάνει με τις πολιτικοϊδεολογικές διεργασίες που συντελούνται και στον χώρο της εξω-κοινοβουλευτικής Αριστεράς αλλά και στον αναρχικό χώρο, διεργασίες που άπτονται και της διαχείρισης της πανδημικής κρίσης και των επιμέρους πτυχών της κυβερνητικής πολιτικής, όπως είναι το νομοσχέδιο που προβλέπει την παρουσία εντός των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, αστυνομικής δύναμης.
Συνυπολογίζοντας αυτές τις δύο διαστάσεις, θα αναφέρουμε αρχικά πως οι εξελισσόμενες διεργασίες εκφράζονται στην κατάληψη του κτιρίου διοίκησης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), και περαιτέρω, στο κύμα συμπαράστασης στην απεργία πείνας του καταδικασμένου για την δράση του στην τρομοκρατική οργάνωση της «17 Νοέμβρη,» Δημήτρη Κουφοντίνα. Και το δεύτερο ουσιώδες ζήτημα, έχει να κάνει με την συγκρότηση ενός κινήματος διαμαρτυρίας για την συμπαράσταση στην απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα και στο αίτημα που θέτει, το οποίο και αποκτήσει μία κοινωνικοπολιτική δυναμική που πέραν της γεωγραφικής του κατανομής, καθότι δεν περιορίζεται μόνο στην Αθήνα, υιοθετεί διάφορες μορφές δράσης.
Για την ακρίβεια, η εστίαση σε μία κλασικού τύπου, έκφραση διαμαρτυρίας, όπως είναι η πραγματοποίηση πορειών σε κεντρικούς δρόμους πόλεων, καθίσταται η βάση πάνω στην οποία και αναπτύσσεται μία σειρά δράσεων που αρθρώνονται γύρω από το όνομα του Δημήτρη Κουφοντίνα, γύρω από την σύστοιχη και πολιτική εναντίωση σε ό,τι προσδιορίζεται ως ?αυταρχικό κράτος, (η απλοϊκή αναφορά περί «χούντας» ή και περί «αστυνομοκρατίας» γοητεύει και ευρύτερα πολιτικά ακροατήρια), περιλαμβάνοντας την γραφή συνθημάτων στο δημόσιο χώρο, σε γραφεία πολιτικών, την κατάληψη διαφόρων χώρων (βλέπε το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης), και με όρους αναβάθμισης και δη πολιτικής-επιχειρησιακής αναβάθμισης, τις επιθέσεις σε χώρους όπου βρίσκονται και κινούνται αστυνομικοί.
Αυτό είναι το υπόστρωμα το οποίο και απέκτησε νέα ορμή μετά την άσκηση αστυνομικής βίας σε πολίτη, στη Νέα Σμύρνη, που λειτούργησε και ως θρυαλλίδα για την ανα-πλαισίωση της δράσης του κινήματος διαμαρτυρίας, πολιτικά και ιδεολογικά, εκεί όπου το ίδιο το κίνημα έτεινε προς την κατεύθυνση αναβάθμισης της δράσης του, επιχειρώντας το στήσιμο οδοφραγμάτων, κάτι που έχει παρατηρηθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αυτή την περίοδο (Γαλλία/Ισπανία), επί του αστικού-δημόσιου χώρου, με επίδικο και το να εμποδισθεί η κίνηση των οχημάτων, αλλά και η απομόνωση από το ευρύτερο πλήθος των αστυνομικών δυνάμεων, ώστε να υπάρξουν συνθήκες ενός αντάρτικου πόλης και της άμεσης σύγκρουσης διαδηλωτών και αστυνομικών δυνάμεων.
Και ένα ιδιαίτερο συγκρουσιακό φορτίο επιτελέσθηκε στην περίπτωση της μαζικής επίθεσης που δέχθηκε ο αστυνομικός της ομάδας «ΔΡΑΣΗ,» όταν και συναρθρώθηκαν εντόνως ο ιδεολογικοποιημένος «αντι-κρατισμός» (ήδη έντονος από την περίπτωση Κουφοντίνα), με την αναπαράσταση της αστυνομίας και πρωταρχικά του αστυνομικού ως υποτιμητικά «μπάτσου» και ως «γουρουνιού» με τον ίδιο να καθίσταται «ένοχος» εκ προοιμίου και με στολή.
Η βία (με στοιχεία βαναυσότητας) που ασκήθηκε διοχετεύει επί του δημόσιου χώρου, μία αυτο-αναφορικότητα που λειτουργεί με αφηγήσεις που προβάλλουν την δική της «αλήθεια» που «ξεσκεπάζει» τις προθέσεις των «άλλων.»
Διαφορετικά ειπωμένο, και με όρους του Γάλλου Ρενέ Ζιράρ, «δεν είναι ο αναίμακτος λόγος που κατέχει μια πραγματική λειτουργία προσανατολισμού, αλλά η τελετουργία». Και στο υπόδειγμα που αναλύσαμε πιο πάνω, η τελετουργία μίας βίας έντονης, εν-σώματης που διαρκώς επεδίωκε την επαφή, και τελετουργικής, που σπεύδει να προσδώσει στα υποκείμενα «όνομα» και «πρόσωπο.» Ο αστυνομικός που δέχεται την βίαιη επίθεση, είναι ο εκ προοιμίου «άλλος.» Έχουμε να κάνουμε με μία διαλεκτική πολιτικής και βίας.
Μετά την κοινοβουλευτική συζήτηση της Παρασκευής 12 Μαρτίου, με θέμα την αστυνομική βία, θεωρούμε πως διακύβευμα είναι όχι μόνο η απλή καταδίκη της βίας, αστυνομικής και αναρχικού-αντεξουσιαστικού τύπου, πράγμα αυτό καθαυτό σημαντικό, αλλά και η ερμηνεία και η βαθιά κατανόηση τους, ώστε να διευρυνθούν οι προϋποθέσεις δραστικής αντιμετώπισης τους, μέσω της κατάθεσης εξιδεικευμένων προτάσεων, με επίδικο και δη άμεσο επίδικο, την εφαρμογή τους.
Και ένα εγχείρημα αντιμετώπισης της βίας, οφείλει να διεκδικεί την κοινωνική-πολιτική υποστήριξη. Και σε αυτό το πλαίσιο, δεν βοηθούν οι στείρες προσεγγίσεις, οι ηθικολογικής χροιάς ερμηνείες, ακόμη και η τήρηση των ίσων αποστάσεων την οποία στηλιτεύει με άρθρο της η δημοσιογράφος Μυρτώ Λιαλιούτη.