Για την απομάγευση του πολιτικού λόγου

Κώστας Σοφούλης 11 Μαρ 2016

Με ανησυχεί η ευκολία με την οποία μπορώ να συναιρέσω σε λίγες λέξεις την διάχυτη συζήτηση γύρω από την δημιουργία του «ενδιάμεσου πόλου». Είναι τόσο απλή, απλοϊκή θα έλεγα, ώστε συγκρούεται οφθαλμοφανώς  με την πολυπλοκότητα της κατάστασης που υποτίθεται ότι πρέπει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το κυοφορούμενο σχήμα. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η συζήτηση περιορίζεται σε διαδικαστικά ζητήματα της προϋποτιθέμενης συνεργασίας των επιμέρους ομάδων και κομμάτων. Σε αυτή την άμετρη «διαδικασιολογία» προστίθενται συνήθως και ορισμένες βραχυλογικές διακηρύξεις ιδεολογικού προσανατολισμού, του τύπου σοσιαλδημοκρατία, δημοκρατικό κέντρο, δημοκρατική παράταξη και άλλα συναφή. Σε πιο προχωρημένες περιπτώσεις εκφράζονται καταδικαστικές κριτικές της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής και αφήνεται απλώς να εννοηθεί ότι «εμείς θα τα κάνουμε διαφορετικά και καλλίτερα»  χωρίς κατά κανόνα να περιγράφεται ρητώς αυτό το διαφορετικό. Η όλη κατάσταση μοιάζει με ανταλλαγή λέξεων, ή καλλίτερα «λεκτικών συμβόλων» παρά πρακτικών πολιτικών ιδεών, σάμπως να θέλουμε να κοροϊδέψουμε κάποιους με τις «σημειωτικές» περικοκλάδες μας. Όσο κι αν είχε δίκιο ο Μιτεράν όταν υποστήριζε ότι η πολιτική είναι διαχείριση συμβόλων, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η πολιτική εξαντλείται σε αυτό μόνο. Η πολιτική, όταν δεν λύνει προβλήματα μεταβάλλεται σε γραφειοκρατική φαυλοκρατία.

Όλη αυτή η κατάσταση, καίτοι άκρως ανησυχητική, έχει και την ιλαρή πλευρά της. Μου θύμισε ένα παλιό ανέκδοτο που με είχε κάνει να γελάσω μεν, αλλά ύστερα με ενέβαλε σε βαθιές σκέψεις για τους κινδύνους των διαλόγων σε γλώσσα που έχει λέξεις χωρίς ορισμούς.

Λέει το ανέκδοτο. Σε μια λαμπερή δεξίωση, δύο κυρίες νεόπλουτες του ημικόσμου, με το ποτήρι της σαμπάνιας στο χέρι κουτσομπολεύουν. «Τον βλέπεις εκείνον με το σμόκιν;» ρωτάει με νόημα η μία. «Ναι, είναι πράγματι εντυπωσιακός» απαντά αυθόρμητα ή άλλη.  «Ξέρεις, είναι Τσεχοσλοβάκος,» αποκαλύπτει με ύφος που πολλά υπονοούσε η πρώτη. Και η δεύτερη απαντά εμβρόντητη: «Μπα, τι μου λες; Τόσο νέος;»  Το ανέκδοτο αυτό με βοήθησε να καταλάβω το μεγάλο κόλπο των πολιτικών που θέλουν να μην αλλάξει τίποτα αλλά δεν τολμούν να το πουν. Αντί γιαυτό, τυφλώνουν το κοινό τους με αφορισμούς και κενολογίες. «Πρέπει να συνεργαστεί ο μεσαίος χώρος» δηλώνει με βαρύγδουπο ύφος ο ένας. «Εννοείς ο δημοκρατικός;» παρατηρεί καχύποπτα ο δεύτερος. «Μα προφανώς μιλούμε για τον σοσιαλδημοκρατικό» συμπληρώνει με κατηγορηματικότητα ο τρίτος. «Ναι, αλλά μόνο οι νέοι, όχι και οι παλιοί» αποφαίνεται κάποιος άλλος.  Και ο παρακείμενος λαϊκός τύπος τους ακούει και συμπεραίνει: «Για δες πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα !» Κι όλοι μαζί δεν κατάλαβαν τίποτα που να τους ενώνει. Οι λέξεις, όμως, είχαν κάνει την δουλειά τους ως σύμβολα. Ο λαϊκός τύπος αναπόφευκτα θα γίνει οπαδός κάποιου από τους τρείς, αν δεν τους απορρίψει όλους αναφανδόν, πράγμα που είναι το πιθανότερο. Αλλά τι θα βγει από μια τέτοια οπαδοποίηση;

Γιατί, όμως, οι πολιτικοί του χώρου (του όποιου ιδεατού αλλά φαντασιακά  υπαρκτού ως σημαινόμενου) αρκούνται σε ασαφείς λεκτικούς συμβολισμούς; Από αμηχανία, υποπτεύομαι αλλά δεν αποκλείω και να ενεργούν από πονηρία. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις προφανώς θέλουν να αποφύγουν την εμπλοκή τους σε σαφείς και ολοκληρωμένους ορισμούς των συμβόλων τους. Διάχυτη είναι η αντίληψη ότι υπέρ πάντων είναι η «πολυσυλλεκτικότητα» και εν ονόματι αυτής διατηρείται η παλιά δοκιμασμένη τακτική του ΠΑΣΟΚ που έλεγε «άφες αυτούς να πιστεύει ό καθένας τους για το δικό του ΠΑΣΟΚ». Αρκεί να μη συνομιλήσουν μεταξύ τους γιατί τότε θ’ ανακαλύψουν τις ενδεχόμενες αβυσσαλέες αντιθέσεις τους. Μπροστά σε κρίσιμα ζητήματα, όμως, η αποκάλυψη της Βαβέλ γίνεται αναπόφευκτη, όπως απέδειξε η τρέχουσα περιπέτεια της χώρας.

Όσο συνεχίζεται η συζήτηση για την ενότητα του χώρου, τόσο πείθομαι ότι το πράγμα έχει παραγίνει με την ασάφεια. Η εξέλιξη μου θυμίζει την διαδικασία γένεσης της Ένωσης Κέντρου και, φυσικά, η φαντασία μου συμπληρώνει την αντίστοιχη προοπτική της. Την έχω ζήσει ως «τσικό» «μεγάλων» της εποχής εκείνης και ξέρω πολύ καλά τι λέω. Είναι πια φανερό, ότι αν τα πράγματα δεν αποσαφηνιστούν ως προς την ουσία τους, η διαδικασία ενοποίησης του χώρου θα εξελιχθεί σε φιάσκο. Χρειάζεται επειγόντως να απαντηθούν με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο μια σειρά από ερωτήματα που η απάντησή τους θα συνθέσει την φυσιογνωμία του χώρου πού όλοι μας ευχόμαστε να εκφραστεί ως ενιαίο πολιτικό σύνολο.

Στο μεταξύ, ο Τσίπρας χτίζει μεθοδικά το δικό του βασίλειο. Μην τον υποτιμούμε: Είναι ένας πρωτόγονος εγκέφαλος που όμως έχει καταλάβει πολύ καλά αυτό που ενδιαφέρει τον καριερισμό του. Δηλαδή, το πώς σκέφτεται και ενεργεί ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος που έχει γαλουχηθεί με πανίσχυρα σύμβολα και απεριόριστες συντεχνιακές προσδοκίες. Όσοι περιμένουν ότι μετά την άσκηση εξουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ θα επανέλθει στο σημαδιακό 4% και θα καταρρεύσει όπως κατέρρευσε το ΠΑΣΟΚ στις μέρες μας, κάνουν μεγάλο λάθος. Πρώτον συγχέουν τα πράγματα. Το ΠΑΣΟΚ δεν κατέρρευσε. Απλώς άλλαξε όνομα και σύμβολα που του έδωσαν την ίδια παλιά έκφραση αλλά με νέα γλώσσα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο γνήσιος κληρονόμος του «βαθιού» ΠΑΣΟΚ που αντιπροσωπεύει κάτι μεταξύ 20-25% του εκλογικού σώματος. Ο Τσίπρας το ξέρει αυτό και κάνει ότι μπορεί για να το κρατήσει. Και μάλλον θα το κρατήσει. Δεν πρόκειται να καταρρεύσει ούτε κάτω από την πίεση των αποτυχιών του. Στη κρίσιμη στιγμή θα προτείνει συνεργασία «ευρύτερων δημοκρατικών δυνάμεων» την οποία προφανώς θα απορρίψουν αυτές οι δυνάμεις, αλλά ο Τσίπρας θα κατέβει τότε στις εκλογές δείχνοντας με τεντωμένο το δάκτυλο του προδότες τους εθνικού συμφέροντος. Τους «εχθρούς» που μάχονται αυτό το εθνικό συμφέρον τους έχει ήδη κατασκευάσει και εμπεδώσει στο μυαλό ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος.  Κάτω από τέτοιες συνθήκες, και με κατακερματισμένη την σοσιαλδημοκρατική πλευρά, είναι βέβαιο ότι ο Τσίπρας θα διατηρήσει τουλάχιστο το 20% που έχει κλειδώσει. Τότε, τι μένει; Μια συνεργασία με άξονα την ΝΔ απλώς θα αναβιώσει τον διπολισμό με τα κομμάτια του κέντρου να ξεφτίζουν όπως η ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη στην προηγούμενη περίοδο. Σε επόμενη φάση, ο Τσίπρας θα ολοκληρώσει την κωλοτούμπα του και θα αναδυθεί ως το Νέο ΠΑΣΟΚ με άλλο όνομα και σημαία. Το δικομματικό σύστημα θα ισορροπήσει για πολύ καιρό. Αυτό λοιπόν θέλουμε; Η επιτυχία της κωλοτούμπας δεν οφείλεται στην ικανότητα του Τσίπρα. Οφείλεται στην παγιωμένη ιδεολογία ενός σημαντικού μέρους του εκλογικού σώματος. Πρέπει να καταλάβουμε την διαφορά που εξυπονοεί αυτή η διαπίστωση.

Πώς βγαίνει κανείς από ένα τέτοιο κακό σενάριο; Φυσικά, με το να προβάλλει ένα εντελώς νέο και πειστικό αφήγημα. ‘Ένα αφήγημα συνεκτικό που θα υποστασιοποιεί την σοσιαλδημοκρατική πρόταση. Μπροστά σε ένα δικομματικό σύστημα που θα ισορροπεί μέσα σε ένα τέλμα της de facto χρεοκοπημένης Ελλάδος, και μέσα σε μια πολιτική ατμόσφαιρα ματαιωμένων ελπίδων, μόνο όποιος καταφέρει να ανεβάσει τον πήχη αρκετά ψηλά ώστε να είναι ορατός από την πλειονότητα τους βασανισμένου λαού μας, έχει ελπίδες να βρεθεί ηγέτης σε ένα καινούργιο εθνικό ξεκίνημα. Αυτό, όμως, που συμβολικά ονομάσαμε «πήχη» θα πρέπει, τη φορά αυτή, να εκφράζει μια αναλυτική τοποθέτηση απέναντι στις προκλήσεις των καιρών να δίνει με πρακτικούς όρους πειστική περιγραφή του αντίστοιχου οδικού χάρτη που μπορεί να οδηγήσει στον μεγάλο στόχο: Την ανοικοδόμηση της χώρας και της κοινωνίας της. Σε αυτό το σενάριο, ο διαδικασιασμός μόνο ως θλιβερό προστάδιο της ενιαίας πολιτικής έκφρασης έχει θέσει.

Πώς θα μπορούσαμε να περιγράψουμε έναν τέτοιο οδικό χάρτη, ένα χάρτη που θα έδινε πρακτική υπόσταση στο αφήγημα της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας; Για λόγους πρακτικούς, θα τα πούμε μια επόμενη φορά προτείνοντας ιδέες για συζήτηση.