Ακούγονται το τελευταίο διάστημα μετ’ επιτάσεως προτάσεις για τη συγκρότηση ενός σχήματος τύπου ‘Ελιάς’ για την αναμόρφωση του χώρου μεταξύ ΝΔ και Σύριζα. Άλλοι θεωρούν πως αυτό το σχήμα πρέπει να καλύπτει μόνο τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, άλλοι να περιλαμβάνει επίσης αριστερούς και φιλελεύθερους, άλλοι να αναμορφώνει το κέντρο. Άλλοι θεωρούν πως πρέπει οπωσδήποτε να βρίσκονται στο σχήμα το Πασόκ και η Δημάρ και άλλοι πως πρέπει να γίνει εκτός αυτών των φορέων.
Γιατί αισθάνονται όλοι αυτοί την ανάγκη ενός νέου σχηματισμού; Προφανώς διότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τα υπάρχοντα κόμματα. Το Πασόκ δεν είναι παρά η σκιά του παλιού του εαυτού, χωρίς ορατές προοπτικές και χωρίς ενδείξεις οποιασδήποτε σοβαρής αναμόρφωσης και ανάκαμψης, ενώ η Δημάρ παραπατά παραζαλισμένη από τις αλλεπάλληλες κινήσεις τακτικισμού. Δεν βλέπουν οι προτείνοντες πώς τα δύο κόμματα θα μπορέσουν να σηκώσουν το βάρος που αναλογεί σε ένα σοβαρό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην παρούσα συγκυρία, τόσο από άποψη λειτουργίας όσο και από πλευράς θέσεων, και προτείνουν τη λύση της ‘Ελιάς’. Ποιος είναι ο χαρακτήρας της ‘Ελιάς’; Συνεργασία αυτόνομων μονάδων κάτω από κοινή ομπρέλα. Ποιες είναι οι αυτόνομες μονάδες; Εκτός από τα δύο κόμματα, μικρές κινήσεις πολιτών, συνήθως διανοουμένων και επαγγελματιών της πολιτικής, με μεταρρυθμιστικό και ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Κατά τη γνώμη μου η πρόταση αυτή είναι πρόταση αμηχανίας, έτοιμο δάνειο από την Ιταλία, που κρύβει τα προβλήματα κάτω από το χαλί. Τι επιτυγχάνει μία ‘Ελιά’; Αναιρεί τον κατακερματισμό του τοπίου δημιουργώντας ένα μεγάλο κόμμα (τουλάχιστον στον σχεδιασμό) από πολλές μικρές, ή σχετικά μεγαλύτερες, οντότητες ώστε να επιτύχει (ελπίζει) καλύτερα εκλογικά ποσοστά. Είναι δηλαδή ένας Σύριζα της σοσιαλδημοκρατίας. Τι δεν επιτυγχάνει; Την ανανέωση, τη σύνθεση και την ανάταξη του ζαλισμένου και πολυτραυματισμένου χώρου. Γιατί αυτό; Διότι καλεί τα διάφορα μέρη να προσέλθουν (και να παραμείνουν;) ως έχουν, με τις απόψεις και τα στελέχη τους, για έναν προσεκτικό (ίσως και κυνικό) διακανονισμό συμβίωσης που θα αποτυπώνεται σε συμφωνίες και κείμενα κορυφής. Αυτή όμως είναι μία, κατά κυριολεξία, συνεννόηση θέσεων και σχεδιασμών, δηλαδή μία θεωρητική συμφωνία, που είναι αμφίβολο –σε περίπτωση που επιτευχθεί-, αν θα μπορέσει να έχει επίδραση στην κοινωνία. Η εύλογη αντίρρηση σ’ αυτό που λέω είναι ότι ασφαλώς θα επιδιωχθεί η σύνθεση, ότι οι απόψεις θα μετασχηματιστούν και μπορεί να συντεθούν, ότι η συνύπαρξη θα είναι καταλύτης για ενέργειες που θα αφορούν την κοινωνία και θα απευθύνονται σε ένα νέο, ευρύτερο κοινό. Ίσως. Όμως, η πρόταση αυτή τη στιγμή, το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει, κατά τη γνώμη μου, είναι η τακτοποίηση (το πολύ) της πολυφωνίας που έχει αναπτυχθεί.
Τα τελευταία τρία χρόνια ειπώθηκαν πολλά, χαράχτηκαν διαχωριστικές γραμμές, υπήρξαν διαφωνίες και αντιπαραθέσεις, δημιουργήθηκαν διαθεσιμότητες, ομάδες, κινήσεις και μέτωπα. Όμως, ο πλουραλιστικός αυτός λόγος της μεταρρύθμισης δεν έχει μετουσιωθεί σε πολιτική. Την πολιτική ασκούν τα δύο κόμματα του χώρου, Πασόκ και Δημάρ, που εξακολουθούν να λειτουργούν με τον τρόπο που έχουν μάθει. Μπορεί το Πασόκ, μόνο του, χωρίς καμία υποστήριξη, να αγωνίστηκε τα τελευταία δυο χρόνια (παρά τα προβλήματα και τις αναστολές) για τη διάσωση και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, μπορεί η Δημάρ να έκανε την υπέρβαση στηρίζοντας την παρούσα κυβέρνηση, αλλά κατά τα άλλα είναι φανερό πως πολιτεύθηκαν και πολιτεύονται με όρους του παρελθόντος. Δεν έχουν κανένα δικό τους μεταρρυθμιστικό σχέδιο και υπεκφεύγουν διαρκώς από τα γεγονότα. Μόνη τους μέριμνα τα εκλογικά ποσοστά και η χειραγώγηση της επικοινωνίας. Ορίζοντας της πολιτικής τους είναι να αντιδρούν σε ό,τι προτείνουν οι δανειστές υπερασπιζόμενοι το status quo με όλες του τις στρεβλώσεις. Ομνύουν στην προστασία των πιο αδύναμων αλλά στην πράξη τους προσπερνούν αφού είναι διατεθειμένοι να τους θυσιάσουν για να μη θίξουν τις ιερές αγελάδες της μεταπολίτευσης. Τίποτε ελπιδοφόρο δεν μας υπόσχονται, δεν δείχνουν διάθεση ν’ αλλάξουν τη χώρα. Απεναντίας, εφευρίσκουν τρόπους να διατηρήσουν ό,τι τους είναι οικείο και προσφιλές συντασσόμενοι, εκ των πραγμάτων, σε κοινό μέτωπο με τα κόμματα της αντιπολίτευσης σε ένα συνεχές αντιμνημονιασμού, σε ένα συνεχές υπεράσπισης του παρελθόντος. Αυτό ξέρουν, αυτό μπορούν, αυτό κάνουν. Μάλιστα, για να διασώσουν αυτό ακριβώς το παρελθόν, ανακοινώνουν τελευταία πρωτοβουλίες για να αναμορφώσουν την Κεντροαριστερά. Ωστόσο, δεν θέλουν να ανανεώσουν την πολιτική ζωή ή να μεταμορφώσουν τη χώρα, αλλά να διασώσουν τα ποσοστά τους και το συγκεκριμένο πολιτικό προσωπικό.
Δηλαδή από τη μια μεριά η υπόθεση της κεντροαριστεράς απασχολεί γνήσια ενεργούς πολίτες του σοσιαλδημοκρατικού χώρου και από την άλλη αντιμετωπίζεται από τα δύο κόμματα ως σωσίβιο για να υπερβούν τις τρέχουσες δυσκολίες τους. Είναι σαν ένα φάρμακο λήθης για να ξεχάσουμε όσα έκαναν ώστε από μηδενική αφετηρία και με ανανεωμένη νομιμοποίηση να ξαναρχίσουν πάλι από την αρχή. Τον κυνισμό και τις ακροβασίες του Πασόκ και του αρχηγού του τις ξέρουμε. Έχουν φθάσει να αντιπολιτεύονται τον ίδιο τον εαυτό τους. Αλλά και για τη Δημάρ διαβάζω σε παραπολιτικό σχόλιο στα ΝΕΑ της 20/9/2012 ότι κορυφαία στελέχη της «έχουν πάρει ‘στο ψιλό’» τους βουλευτές Βουδούρη και Μιχελογιαννάκη που φτάνουν στο σημείο να εγκαλέσουν τον πρόεδρο ότι είναι εκτός γραμμής. Φαίνεται ότι η γραμμή στη Δημάρ είναι ό,τι πει ο πρόεδρος ο οποίος μπορεί να αλλάζει γνώμη μεταξύ πρώτων και δεύτερων εκλογών (κατά δήλωση στελεχών της Δημάρ), εκμαιεύοντας εκ των υστέρων αποφάσεις οργάνων, μεταξύ προγραμματικής συμφωνίας και διαπραγματεύσεων με την τρόικα. Αγωνίστηκε η Δημάρ να κερδίσει τους Βουδούρη και Μιχελογιαννάκη σε μία παλαιότερη απόπειρα αναμόρφωσης του σοσιαλιστικού χώρου, τότε που έχασε τον Μητρόπουλο και τον Δημαρά. Τώρα τους ειρωνεύονται γιατί δεν τους έχουν ανάγκη και ανοίγονται, όχι πια στο βαθύ Πασόκ, αλλά στον εκσυγχρονιστικό χώρο για να επιχειρήσουν μια νέα βολική διεύρυνση. Είπαμε ότι στην πολιτική δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι ή δογματικοί, αλλά με τόσες (κυνικές) στροφές κανείς ζαλίζεται.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει ανάγκη ενός νέου κόμματος στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας ή της Κεντροαριστεράς, όπως υπάρχει ανάγκη συνεργασίας όλων των μεταρρυθμιστικών ομάδων που έχουν σχηματιστεί. Όμως αν είναι να πετύχει αυτή η απόπειρα πρέπει ο λόγος προς τους πολίτες να είναι ειλικρινής, υπεύθυνος, καθαρός, φρέσκος. Όχι άλλα παλαιοκομματικά τερτίπια, όχι συμβιβασμοί με το παλιό. Η αναμόρφωση της κεντροαριστεράς δεν θα προκύψει με παρθενογένεση αλλά δεν μπορεί να είναι δέσμια των πρακτικών του παρελθόντος. Χρειάζονται καθαρές κουβέντες και όχι χρησμοί, υπεύθυνες πράξεις και όχι υπολογισμένες μεθοδεύσεις. Υπ’ αυτήν την έννοια η γνώμη μου είναι πως δεν χρειαζόμαστε μία παρατακτική συνάθροιση ομάδων κάτω από μια ‘Ελιά’, αλλά τις βαθιές τομές ενός καθαρού μεταρρυθμιστικού λόγου. Στόχος δεν πρέπει να είναι η αμοιβαία ανοχή των διαφορετικών παραλλαγών και ο συμβιβασμός σε ένα minimum αλλά η ρήξη με ό,τι μας οδήγησε στη χρεοκοπία.