Το θέμα της αλλαγής του άρθρου 16, ήρθε για μια ακόμα φορά στην επικαιρότητα, μέσα από την συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η συζήτηση επικεντρώνεται στην παράγραφο 5: “H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. […]”.
Κακώς, διότι είναι καιρός να κοιτάξουμε και την παράγραφο 2: “H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Kράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.”.
Τόσο η Πολιτεία όσο και η Εκκλησία, θα έπρεπε να ζητούν την απάλειψη του “και θρησκευτικής συνείδησης”. Ειδικά η Εκκλησία έτσι θα έδειχνε πλήρη συνείδηση του ιστορικού της ρόλου πέραν από πολιτειακές και πολιτικές εξαρτήσεις.
Πέραν αυτού, ο διάλογος – ας τον πούμε διάλογο, μια και κυρίως πρόκειται για την διατύπωση δεδομένων θέσεων από τους «απέναντι», εάν δεν είναι μια απλή διατύπωση «ναι ή όχι» – περιστρέφεται γύρω από το εάν πρέπει ή δεν πρέπει να επιτραπεί η ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων.
Ας ξεκινήσουμε όμως με την αποσαφήνιση του όρου «Πανεπιστήμιο». Το Πανεπιστήμιο είναι για να διδάσκει αλλά και να προάγει τις επιστήμες μέσω της έρευνας. Το Πανεπιστήμιο δεν είναι επαγγελματική σχολή, με την εξαίρεση φυσικά του Πολυτεχνείου και των Ιατρικών Σχολών, όπου το αντικείμενο σπουδών, η επιστήμη, είναι άρρηκτα δεμένες με το επάγγελμα, και φυσικά τόσο το Πολυτεχνείο όσο και οι Ιατρικές Σχολές προάγουν την έρευνα. Αλλά, η «αισθητική και κοσμητολογία» δεν θα γίνουν Πανεπιστημιακές σχολές, όσα διατάγματα και να βγάλει ο κ. Γαβρόγλου. Θα παραμείνουν αυτό που είναι, αξιοπρεπέστατα επαγγέλματα που πρέπει να διδάσκονται σε υψηλό επίπεδο. Όμως, τα διάφορα επαγγέλματα, όλα απαιτητικά τον 21ο αιώνα, ανάλογα με το επίπεδο εξειδίκευσης πρέπει να διδάσκονται σε Επαγγελματικές Σχολές, ή Ανώτατα Τεχνικά Πανεπιστήμια, και οφείλουμε να μην τα απαξιώνουμε, αλλά αντίθετα να προάγουμε τον κομβικό τους ρόλο στην Εκπαίδευση.
Κάνοντας αυτή την διάκριση, ας ξεκαθαρίσω ότι πιστεύω πως σαφώς και πρέπει να επιτραπεί η ίδρυση και λειτουργία μη κρατικών Επαγγελματικών Σχολών, Ανώτατων Τεχνικών Πανεπιστημίων, αλλά και Πανεπιστημίων.
Από εκπαιδευτική άποψη, η ύπαρξη ενός αυστηρού κανονιστικού πλαισίου αδειοδοσίας και αξιολόγησης με αφορμή την αναθεώρηση του άρθρου 16, θα είναι αφετηρία για την σταδιακή αποψίλωση της εκπαιδευτικής «αγοράς» από τα αμφιβόλου ποιότητας παραρτήματα των κατά πλειοψηφία και κατά τεκμήριο ανυπόληπτων «Κολεγίων» που υπάρχουν στην Ελλάδα.
Από οικονομική άποψη, θα σταματήσει σε σημαντικό βαθμό η οικονομική αιμορραγία για σπουδές στο εξωτερικό, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να προσελκύσουμε αλλοδαπούς φοιτητές ειδικά για τμήματα κλασσικών σπουδών, αλλά και θα υπάρξουν δουλειές για νέους επιστήμονες στα νέα ιδρύματα.
Από πολιτική άποψη, η εκ των πραγμάτων πραγματική αυτοδιοίκηση των μη κρατικών Πανεπιστημίων, είναι πιθανόν να οδηγήσει στην εφαρμογή της εκ του Συντάγματος υποχρέωσης της Πολιτείας για να δώσει πραγματική (και όχι εικονική, όπως σήμερα) αυτοδιοίκηση και στα κρατικά Πανεπιστήμια.
Θα έχουμε όμως στην Ελλάδα υψηλής ποιότητας μη κρατικά Πανεπιστήμια (σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, όχι Επαγγελματικές Σχολές, ή Ανώτατα Τεχνικά Πανεπιστήμια) εάν επιτραπούν; Η δικιά μου εκτίμηση είναι πως όχι. Θα έχουμε – στην καλύτερη περίπτωση – κάποια καλής ποιότητας εξειδικευμένα τμήματα στις κλασσικές σπουδές (εάν κάποιος επενδύσει στο τεράστιο πολιτιστικό και ιστορικό υπόβαθρο της Ελλάδας), πιθανόν κάποια καλά εξειδικευμένα τμήματα οικονομικών σπουδών ειδικά σε σχέση με τα ναυτιλιακά, και στην καλύτερη περίπτωση κάποια αξιοπρεπή Ιατρική σχολή – αν και αμφιβάλλω για το «αξιοπρεπή». Σε όλα αυτά η προτεραιότητα θα είναι η διδασκαλία και όχι η έρευνα – με το ζόρι δηλαδή θα πρόκειται για κανονικά Πανεπιστήμια. Αυτό μας διδάσκει η διεθνής εμπειρία. Στην Ολλανδία π.χ., χώρα παρόμοιου πληθυσμού με την Ελλάδα αν και πιο πλούσια, η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων είναι ελεύθερη υπό ένα σαφές νομικό πλαίσιο εδώ και δεκαετίες. Υπάρχουν 13 κρατικά Πανεπιστήμια: και τα 13 βρίσκονται σχεδόν σε όλες τις λίστες στο τοπ-500, και 5-6 από αυτά είναι σχεδόν πάντα στο τοπ-100. Η Ολλανδία έχει επίσης και 5 ιδιωτικά Πανεπιστήμια: 4 εκκλησιαστικά και ένα εξαιρετικό αυστηρά εξειδικευμένο σε μεταπτυχιακές σπουδές, οικονομικό πανεπιστήμιο. Στην Γερμανία, Ελβετία, Πορτογαλία, Φιλανδία, Νορβηγία, όπου τα μη κρατικά Πανεπιστήμια επιτρέπονται, το ίδιο: κανένα ή ένα καλό ιδιωτικό. Δεν βρίσκω κάποιο λόγο η κατάσταση στην Ελλάδα να εξελιχθεί διαφορετικά.
Θα βοηθήσει τουλάχιστον η ίδρυση ακόμα και υψηλής ποιότητας μη κρατικών Πανεπιστημίων το κρατικό, δημόσιο Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα; Αντίθετα με αυτό που διατείνεται ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και σχεδόν σύσσωμη η ΝΔ, η απάντηση είναι όχι. Δεν έχει περιγραφεί κανένας απολύτως μηχανισμός ούτε υπάρχει κανένα διεθνές προηγούμενο που να οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα.
Η ίδρυση λοιπόν μη κρατικών ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης, παρόλο που πρέπει να αντιμετωπιστεί θετικά στο σύνολο της και το άρθρο 16 πρέπει να αλλάξει, δεν θα έχει άμεση επίδραση στο γενικότερο επίπεδο Εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Τα Κρατικά Ελληνικά Πανεπιστήμια, που συνήθως παρουσιάζονται ως (και συχνά εδώ που τα λέμε είναι) άντρα μετριότητας, διαπλοκής, ανομίας, έχουν να παρουσιάσουν και τεράστιες επιτυχίες. Κάποιους καλούς καθηγητές, κάποια καλά εργαστήρια, τα οποία συμβάλουν στην ανάδειξη των καλύτερων φοιτητών, των (χιλιοτραγουδισμένων) αρίστων. Αυτοί οι «άριστοι» είναι που όταν βρεθούν στο εξωτερικό, σε οργανωμένα κράτη και κορυφαία Πανεπιστήμια, διαπρέπουν.
Αλλά, το πρόβλημα της Ελληνικής Εκπαίδευσης – και όχι μόνον της Ανώτατης – δεν είναι έλλειμμα Αριστείας. Είναι η χαμηλή μέση τιμή, το τραγικά μέτριο επίπεδο των πολλών, «έλλειμμα μετριότητας» θα μπορούσε να το πει κανείς. Οι μέτριοι φοιτητές, οι μέτριοι μαθητές, οι μέτριοι δημοσιογράφοι, οι μέτριοι γιατροί, οι μέτριοι υπάλληλοι, οι μέτριοι επιχειρηματίες, είναι αυτοί που πρέπει να γίνουν πολύ καλύτεροι. Να βελτιώσουμε την «μέση τιμή».
Αυτό είναι η μεγάλη πρόκληση του Εκπαιδευτικού μας συστήματος: να βελτιώσουμε τον μέσο όρο. Και αυτή η βελτίωση δεν μπορεί να γίνει απλά με την αναθεώρηση του άρθρου 16.