Τις προάλλες, καθώς ταξινομούσα στο αρχείο μου κάποιες θέσεις εγχωρίων διανοουμένων της Συριζαϊκής αριστεράς, σκεφτόμουν μηχανικά πως το ζητούμενο, εδώ που τα λέμε, εξακολουθεί να είναι το πώς θα αναδείξουμε τα όρια που χωρίζουν την σημερινή σοσιαλδημοκρατία από την λαϊκή δεξιά αλλά και από την εθνικολαϊκιστική αριστερά. Γιατί, πρέπει να παραδεχτούμε ότι και το κοινωνικό σώμα έχει ανάγκη να αποκτήσει ένα ξεκάθαρο κριτήριο για να κρίνει και να επιλέγει, αλλά και εμείς, όσοι διαχειριζόμαστε τον όρο, πρέπει να είμαστε ανοιχτοί και διαφανείς ως προς την ουσία των όσων ισχυριζόμαστε. Με εκνεύριζε η σκέψη πως πολλοί διανοούμενοι της Συριζαϊκής αριστεράς μπορούν ακόμη και τώρα να ψαρεύουν σε θολά νερά και να περνούν ως εύπεπτα συνθήματα δανεισμένα από παρωχημένες παραδοχές ενός συγκεκαλυμμένου κρατικού κομμουνισμού. Με εκνευρίζει ακόμη περισσότερο η προσπάθεια ορισμένων να δείξουν ότι εκών- άκων ο Τσίπρας θα μεταμορφωθεί σε σοσιαλδημοκράτη κάτω από την πίεση της πραγματικότητας, σάμπως η πραγματικότητα να έχει από μόνη της τη δύναμη να διορθώσει τις βαθύτερες εμμονές τυχοδιωκτών που κερδοσκόπησαν πάνω στην λαϊκή πλάνη για να υφαρπάξουν την εξουσία. Είναι σαν να περιμένουμε ο πόνος ψυχής της πόρνης του να κάνει τον ταβατζή της να την στεφανωθεί σαν έντιμος οικογενειάρχης.
Εκείνη τη στιγμή ήλθε απρόκλητα στο νου μου μια πάγια προτροπή ενός από τους αγαπημένους δασκάλους μου, που, όταν κολλούσα σε κάποιο μπερδεμένο συλλογισμό σήκωνε την παλάμη του σε χειρονομία τροχονόμου και κλείνοντας το μάτι του μου έλεγε: Stop. Dear, get back to the essentials! Και ώ του θαύματος, η συνταγή σχεδόν πάντα έπιανε. Όταν επιστρέφεις στα στοιχειώδη είναι σα να κάνεις επανεκκίνηση στο υπολογιστή σου που έχει κολλήσει.
Ποια είναι, λοιπόν, τα essentials, δηλαδή τα θεμελιώδη και ουσιαστικά της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας; Ποια είναι η αλφαβήτα της; Επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας κάποιες τέτοιες σκέψεις και κάντε υπομονή με το κατ’ ανάγκη μακρό κείμενό μου.
Να θυμηθούμε πρώτα ότι το σοσιαλδημοκρατικό σύστημα σκέψης γεννήθηκε τη στιγμή που στο μέχρι τότε μαρξοκρατούμενο σοσιαλιστικό πεδίο της πολιτικής συναιρέθηκαν δύο αναθεωρητικοί ογκόλιθοι στην εποχή του Μπερνστάιν: Από τη μία η αμφισβήτηση της ιστορικής αναγκαιότητας της προλεταριακής επανάστασης και από την άλλη ο περιληπτικός πυρήνας του νεοκαντιανισμού που εκείνη την εποχή ήταν στα επάνω του. Η πρώτη έγινε φανερά και με μεγάλη βαβούρα, ο δεύτερος παρεισέφρησε με αφανή διαδρομή και εμπεδώθηκε την ώρα ακριβώς που οι πολλοί τον θεωρούσαν πεθαμένο. Ο νεοκαντιανισμός, όμως, μπορεί να ξεθύμανε ως σημαντικό ιδεολογική κίνημα πολύ γρήγορα, αλλά άφησε το αυγό του μέσα στην σοσιαλιστική θεωρία με την επανατοποθέτηση του ζητήματος της ισότητας από το ταξικό του υπόβαθρο στη βάση μιας καθολικότερης κοινωνικής ηθικής που πηγάζει από υπερταξική κατηγορηματική προσταγή. Μια προσταγή που ανάγεται στην ατομική σφαίρα και όχι σε οποιονδήποτε δήθεν νομοτελειακό παράγοντα της Ιστορίας. Οι αξίες της σοσιαλδημοκρατίας, με αυτόν τον τρόπο, συνδέθηκαν άρρηκτα με τον φιλελευθερισμό. Η ισότητα καθώς και η σωτηρία του ανθρώπου από την αγοραία αλλοτρίωση δεν αποτελεί πλέον αποκλειστικά το «οι κοινωνικές τάξεις δίκιο του εργάτη/προλετάριου» αλλά γίνεται καθολικό αίτημα του δικαιώματος να είσαι άνθρωπος και του δικαιώματος της ατομικής σου διακριτότητας. Όλες έχουν ανάγκη είτε από το ένα, είτε από το άλλο και μερικές φορές από τα δύο. Το δικαίωμά τους το αντλούν από το αναντίρρητο γεγονός ότι είναι τάξεις ατόμων με αυτονομία ταυτότητας ο καθένας, και όχι φαντασιακή συλλογική οντότητα που πολτοποιεί τα συνιστώντα άτομα σε ομοιογενή μάζα.
Καθώς τα σκέφτομαι όλα αυτά και αναθαρρώ, για λόγους που θα εξηγήσω παρακάτω, η λογική μου με πιέζει να προσθέσω και ένα τρίτο στοιχείο που μου φαίνεται ότι τσιμεντώνει τα θεμελιώδη της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας. Κι αυτό είναι η παραδοχή της ποικιλίας, δηλαδή του διαφορετικού, ως αναγκαίας προϋπόθεσης για μια σύγχρονη αναίμακτη λειτουργία του κοινωνικού ανταγωνισμού. Η ποικιλία, άλλωστε έχει αποδειχτεί στο μεταξύ χαρακτηριστική προϋπόθεση όλων των βιώσιμων συστημάτων, από τη Φύση μέχρι τις ανθρώπινες κοινωνικές δομές. Μη ξεχνάμε, ότι ειδικά στον τομέα της πολιτικής οργάνωσης ο δρόμος προς τον ολοκληρωτισμό αναγκαστικά περνάει ανέκαθεν από την κατάργηση του διαφορετικού και από την εμπέδωση τη ομοιομορφίας, την κατάργηση της ποικιλίας. Είτε αυτή η κατάργηση είναι ταξική (μαρξισμός) είτε Λαϊκή (Φασισμός, Ναζισμός και εθνικολαϊκισμός). Η ποικιλία είναι δύναμη στις κοινωνίες όπου την σέβονται και την καλλιεργούν.
Ώστε λοιπόν, η σοσιαλδημοκρατία επαγγέλλεται πλέον μια κοινωνία πολυταξική, όπου, πρώτον, η διαφορετικότητα και ποικιλία στάσεων, αντιλήψεων και πεποιθήσεων συναιρούνται σε ένα πολυκεντρικό σύστημα συμβίωσης, δεύτερο, μια συγκρότηση ζωής που θα αμβλύνει τις ποικίλες ανισότητες στο κοινωνικό πεδίο, ανακατανέμοντας με ηθικότερο/ δικαιότερο τρόπο το κοινωνικό προϊόν, τρίτο, μια κοινωνική οργάνωση της παραγωγής που θα συμφιλιώνει όσο το δυνατόν περισσότερο το άτομο με την βιοποριστική εργασία του και, τέλος, μια διαχείριση του κοινωνικού πλεονάσματος τέτοια που να διασφαλίζει το μέλλον των αδύνατων μελών της κοινωνίας καθώς και των γενεών που ακολουθούν. Να λοιπόν η επιστροφή στα essentials που ξεκαθαρίζει την εικόνα επαρκώς για μπορέσουμε να δούμε με μεγαλύτερη ευκρίνεια τις λεπτομέρειες.
Στις λεπτομέρειες, βέβαια, κρύβεται η πραγματική ουσία αν θελήσουμε να συνεχίσουμε την αφήγησή μας στο πραγματιστικό της σκέλος, δηλαδή, στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία. Ας κάνουμε, λοιπόν, μερικά ελάχιστα βήματα παρακάτω.
Κατά πρώτο, ποια είναι η συνολική διάγνωση της παρούσας κατάστασης με βάση την οποία θα πρέπει να διατυπωθεί η σημερινή σοσιαλδημοκρατική ατζέντα; Για να είναι συνεπής με τις θεμελιώδες αξίες της σοσιαλδημοκρατίας, η διάγνωση πρέπει να είναι πλήρης, αιτιολογημένη και φανερή. Να ανακοινωθεί δηλαδή στον «άρρωστο και τους συγγενείς του» ακέραια και να μη χρησιμοποιηθεί παραμορφωμένη ως κρυφό δόλωμα για να προσελκύσει οπαδούς δίνοντάς τους παραπλανητικά την δυνατότητα για πολλαπλές ερμηνείες που βολεύουν τον καθένα. Αυτό επιβάλλει ο σεβασμός της προσωπικότητας του πολίτη στα πλαίσια μιας φιλελεύθερης σύλληψής της. Υπό το πρίσμα αυτό, η διάγνωση είναι πολύ απλή και σαφής. Μετά την κατάρρευση του συστήματος εξάρτησης από τις διεθνείς χρηματαγορές για την χρηματοδότηση ενός στρεβλού δημοσιονομικού συστήματος, η ελληνική οικονομία κατέρρευσε και τώρα ψάχνει για το νέο σημείο ισορροπίας της μέσα από μία διαδικασία μερικώς ελεγχομένης εσωτερικής υποτίμησης. Ο μηχανισμός ελέγχου της κατάρρευσης είναι η οικονομική βοήθεια που παρέχουν οι εταίροι μας και το ΔΝΤ με την μορφή προνομιακών δανείων προς το ελληνικό Δημόσιο και το τραπεζικό σύστημα.
Αν αυτή είναι η διάγνωση (που αντιπαρατίθεται στη φοβική και παραπλανητική διάγνωση όλων των κομμάτων, τα οποία επιμένουν να μιλούν για πρόσκαιρη κρίση), τότε εξ ίσου απλή είναι στον πυρήνα της και η συνταγή για την πρέπουσα πολιτική ατζέντα της σοσιαλδημοκρατίας. Ιδού πώς.
Ποιο είναι το ηθικό ζήτημα για το οποίο η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να διατυπώσει σαφή πρόταση; Ασφαλώς δεν είναι το ποια κοινωνική τάξη έχει το μονοπωλιακό δικαίωμα στον κοινωνικό προϊόν. Η εργασιακή θεωρία της παραγωγής έχει καταρρεύσει προ πολλού, αφότου αναδείχτηκαν οι πολλαπλοί ρόλοι τους οποίους προϋποθέτει η οργάνωση της παραγωγής σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς. Το κοινωνικό προϊόν είναι αποτέλεσμα της συγκρότησης της εργασίας, της ευρηματικότητας, της διοίκησης και του διακινδυνεύοντος κεφαλαίου σε ενιαία λειτουργία με σκοπό την παραγωγή. Δεν είναι αποκλειστικό αποτέλεσμα της εργασίας, όπου οι υπόλοιποι ρόλοι απλώς απομυζούν την υπεραξία. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα από την κατάρρευση της οικονομίας του υπαρκτού σοσιαλισμού και από την προσχώρηση της Μαοϊκής Κίνας στην αποτελεσματικότητα της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής της. Τι απομένει ως ηθικό πρόσταγμα για την λειτουργία του καπιταλισμού. Προφανώς η δίκαιη κατανομή του προϊόντος. Δίκαιη, όμως, για όλους τους συντελεστές της παραγωγής. Η οριακή θεωρία της διανομής έχει περάσει πλέον στο πεδίο των πνευματικών ασκήσεων στις πανεπιστημιακές αίθουσες και δεν μπορεί να προσφέρει πρότυπη μέθοδο. Στη πράξη, η δημιουργία του κοινωνικού κράτους και η ρύθμιση της αγοράς εργασίας που συμπληρώνεται και με την ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών που τελούν υπό καθεστώς πολιτικού ελέγχου (η παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει μια τεράστια χρηματοπιστωτική αγορά εκτός ελέγχου, βέβαια, αλλά αυτό θα το δούμε παρακάτω) πιστοποιούν πλέον εμπράκτως την αναγκαιότητα έλλογης πολιτικής παρέμβασης σε όλο το φάσμα της σύγχρονης οικονομίας. Είναι καθήκον πλέον της σοσιαλδημοκρατίας να επεξεργαστεί τις πολιτικές που όχι μόνο θα βελτιστοποιούν την παραγωγή, αλλά θα θεμελιώνουν, ως αναπόδραστες αρχές και αναγκαίες συνθήκες, τις προϋποθέσεις ισότητας και δικαιοσύνης που ικανοποιούν την κοινωνία στη μεγάλη της πλειοψηφία, περίπου στο σύνολό της. Υπό την έννοια αυτή, δεν είναι άσχετη ακόμη και η υιοθέτηση των θέσεων του Αμάρτια Σεν για την πρέπουσα δομή των εθνικών λογαριασμών ώστε να περιλάβουν και άυλες αξίες που σήμερα πολιτικά και ιδεολογικά αποδεκτές αλλά πεισματικά αποκλείονται από την οικονομική θεωρία. Γενικεύοντας, λοιπόν, μπορούμε έγκυρα να υποστηρίξουμε ότι η διακριτή θέση της σοσιαλδημοκρατίας είναι η υποστήριξη πολιτικών που δεν αποβλέπουν απλώς στην μεγέθυνση του οικονομικού αποτελέσματος, αλλά το καθιστούν πιο συμβατό σε μια Ανθρώπινη Κατάσταση ηθικής και δικαιοσύνης. Η ηθική και δικαιοσύνη στα πλαίσια αυτά δεν έχει ταξικό αλλά έχει πια πανανθρώπινο χαρακτήρα. Την αίσθηση της δίκαιης κατανομής της πίτας πρέπει να την έχει ο εργαζόμενος, αλλά και ο ανεξάρτητος αγρότης, ο μικροεπαγγελματίας, ο αυτοαπασχολούμενος και γιατί όχι ο ιδιοκτήτης χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στο μέτρο που του αναλογεί; Όμως η σοσιαλδημοκρατία, για να υπερβεί τους τυφλούς κανόνες της αγοράς, όπου μερικές ομάδες αισθάνονται σαν το ψάρι στο νερό και αντιλαμβάνονται με τον δικό τους τρόπο την δικαιοσύνη ως αποτέλεσμα της αυτοδικίας της αγοράς, ενώ άλλες μειονεκτούν εγγενώς, πρέπει να ρίξει το βάρος της σε εκείνες τις ομάδες που οι τυφλοί κανόνες της αγοράς αφήνων μονίμως με αίσθηση αδικίας. Κι αυτές είναι πολλές στον σύγχρονο κόσμο μας και δεν είναι μόνο οι προλετάριοι. Σε τούτο ακριβώς διαφέρει από την μαρξική θέση που κατ’ αυτή ο αποκλειστικά αδικημένος του συστήματος είναι η εργατική τάξη.
Αλλά, αν δεν προστατεύει μόνο την εργατική τάξη, τίνος τα συμφέροντα εκφράζει η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία; Η απάντηση στην καίρια αυτή ερώτηση είναι ευθεία: Προστατεύει τα συμφέροντα όλων των κοινωνικών ομάδων, αλλά και τον ατόμων ξεχωριστά, που το σύστημα τείνει να τους περιθωριοποιήσει.
Στο σημείο αυτό ακριβώς κρύβεται το ουσιώδες στοιχείο που διακρίνει την σοσιαλδημοκρατία τόσο από την λαϊκή δεξιά όσο και από εθνικολαϊκιστική αριστερά. Στην μαρξιστική αφήγηση το αδύνατο σημείο του καπιταλισμού είναι ότι διογκώνει το προλεταριάτο σε τέτοιο σημείο ώστε αναπόφευκτα να το καταστήσει τελικά ποσοτικό ρυθμιστή της θέλησης της κοινωνίας. Οι πάμπολλοι προλετάριοι δεν θα μπορούν πια να ανεχτούν την εξουσία των λίγων καπιταλιστών. Η ανατροπή θα έλθει νομοτελειακά, αρκεί να ωριμάσουν οι συνθήκες. Στην εθνικολαϊκιστική αφήγηση, πάλι, τον νομοτελειακό ρόλο του προλεταριάτου αντικαθιστά ο εξ ίσου νομοτελειακός ρόλος μια θολής κοινωνικής κατηγορίας που ονομάζεται κατά περίπτωση «οι φτωχοί» ή «οι φτωχοποιημένοι». Αν η αφήγηση των πρώτων αποδείχνεται κάθε μέρα και περισσότερο χιλιαστικά απραγματοποίητη, η αφήγηση των εθνικολαϊκιστών αναφέρεται μόνο σε συγκυριακό φαινόμενο, συνδεδεμένο με τις κρίσεις, και όχι σε δομικό πρόβλημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Αυτή η οπορτουνιστική φύση της εθνικολαϊκιστικής αφήγησης κάνει τα κόμματα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ να φαίνονται στη πράξη ότι εύχονται να διαιωνίζεται η κρίση για να μπορούν να εξασφαλίζουν κοινωνική στήριξη της εξουσίας τους. Η φτωχοποίηση από πρόβλημα γίνεται κάτι σαν ανακυκλούμενος στόχος και προσδοκία για να διασφαλίζει την παραμονή στην εξουσία. Στην ουσία, όμως, παραμένει το γεγονός ότι στις μέρες μας λειτουργεί ειδικά στη Δύση ένας πονηρός μηχανισμός που διευρύνει το ποσοστό της φτώχιας εν μέσω αφθονίας που θίγει οριζόντια όλες τις κοινωνικές ομάδες και τάξεις. Στο πεδίο αυτό ακριβώς θα δώσει τις εξετάσεις της η σοσιαλδημοκρατία προτείνοντας την δική της λύση. Πώς αποκρίνεται, λοιπόν, η σοσιαλδημοκρατία στο ζήτημα αυτό;
Η απάντηση είναι ότι τους φτωχοποιούμενους πρέπει να τους δούμε όχι μηχανιστικά ως ένα πλήθος χαμηλού έως μηδενικού εισοδήματος που προκύπτει από τις αδυναμίες αναδιανομής του κοινωνικού προϊόντος, αλλά σαν μια ομάδα μεγάλης ποικιλίας ως προς την εν δυνάμει προοπτική τους, τα οποία ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός τα θέτει στο περιθώριο επειδή δεν έχει ρυθμιστεί ώστε να αξιοποιεί πρωτίστως το ανθρώπινο κεφάλαιο και δευτερευόντως το χρηματοπιστωτικό και εγκατεστημένο. Μια τέτοια ερμηνείας θα μπορούσε να έχει το εύπεπτο σύνθημα «ο καπιταλισμός βάζει τα κέρδη μπροστά από τον άνθρωπο». Οι πτωχοποιούμενοι δεν είναι άτομα που πρέπει να τους ελεήσουμε. Αντίθετα είναι άτομα για τα οποία πρέπει να βρούμε το σωστό ρόλο που τους ταιριάζει στο προτσές της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών. Μέσα στο αυξανόμενο πλήθος των νεόπτωχων κρύβονται άνθρωποι με δυνατότητες να αναλάουν όλη την γκάμα των θέσεων που η σύγχρονη παραγωγή ορίζει. Δεν είναι μόνο άνεργοι εργάτες και υπάλληλοι. Είναι και εν δυνάμει μικροεπιχειρηματίες, είναι ερευνητές και εν δυνάμει προσωπικότητες που θα μπορούσαν να κατέχουν θέση στην κοινωνική ελίτ, είναι νέοι που έχουν την δυναμική να επιλέξουν πληθώρα ρόλων αλλά δεν τους δίνεται η ευκαιρία και τέλος είναι απόμαχοι που ευνοήθηκαν από την συνεχή άνοδο του προσδόκιμου της επιβίωσής τους αλλά το κοινωνικό δίχτυ δεν αντέχει πλέον το βάρος τους. Με άλλα λόγια αυτό που τόσο αθώα ονομάζουμε «περιθωριοποιημένο» κομμάτι της κοινωνίας στην πραγματικότητα είναι ένα αδίκως αδρανοποιημένο κομμάτι της συνολικής κοινωνικής δυναμικής. Είναι μια ολόκληρη αδρανοποιημένη κοινωνία μέσα στην ενεργή κοινωνία.
Μπροστά σε αυτή την εικόνα της κοινωνικής προβληματικής, στην σοσιαλδημοκρατία απομένει να διατυπώσει την πολιτική ατζέντα της: Διεύρυνση της παραγωγικής βάσης για να απορροφηθούν οι λιμνάζοντες ανθρώπινοι πόροι, και στο μεταξύ στήριξή τους για να τους εξασφαλίσουμε μια κοινωνική ζωή που εγγυάται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Αυτό το πρόταγμα μεταφράζεται σε όρους καθημερινού διαλόγου, ως προσήλωση στην αύξηση των επενδύσεων, δηλαδή στην αποτελεσματικότερη χρήση του κοινωνικού πλεονάσματος.
Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να βγει στο μπαλκόνι για να διαλαλήσει ότι ο μέγας φταίχτης για την σημερινή κατάσταση είναι ό αναποτελεσματικός τρόπος που οι ιδιοκτήτες και διαχειριστές της κοινωνικής αποταμίευσης παίζουν τον ρόλο τους. Εκεί είναι η ουσία μιας ενδεχόμενης ταξικής ερμηνείας της κρίσης και όχι σε αναφορά προς την προλεταριακή νομοτέλεια. Γιατί η σοσιαλδημοκρατία δεν στοχεύει σε μονοταξικό ολοκληρωτικό κράτος, αλλά σε κράτος που στηρίζει την κατ’ ανάγκη πλουραλιστική κοινωνία αν θέλουμε να παραμείνει ανοιχτή κοινωνία. Το σύστημα διαχείρισης της κοινωνικής αποταμίευσης πρέπει να είναι ο νέος στόχος της σοσιαλδημοκρατίας ως εκσυγχρονιστικού κινήματος.
Για να συνοψίσουμε: Πρωταρχικά προτάγματα στην σοσιαλδημοκρατική ατζέντα είναι αφενός η ενίσχυση των επενδύσεων για την δημιουργία θέσεων εργασίας και αφετέρου, η ενίσχυση των πυλώνων της κοινωνικής πολιτικής που συγκλίνουν σε μεγαλύτερη ισότητα ευκαιριών και δυνατοτήτων και ταυτόχρονα «ανελκύουν» στην επιφάνεια της κανονικότητας εκείνες τις ομάδες του πληθυσμού που για ειδικούς λόγους τείνουν προς την περιθωριοποίηση. Ως βασικό μέσο και εργαλείο για την άσκηση τέτοιων πολιτικών είναι ο αποτελεσματικός έλεγχος της διαχείρισης του κοινωνικού πλεονάσματος ώστε να στηρίζει τους στόχους της πολιτικής αντί απλώς να κερδοσκοπεί εις βάρος τους.
Εκτιμώ , ότι πάνω σε μια τέτοια γενική πλατφόρμα, η σοσιαλδημοκρατία στη χώρα μας μπορεί να εκπονήσει το συγκεκριμένο για τις περιστάσεις πολιτικό της πρόγραμμα, αντί να ψάχνει για γενικολογίες που της εξασφαλίζουν μιαν απατηλή πολυσυλλεκτικότητα.