Σε πρόσφατη επίσκεψή μου στο Λονδίνο, είχα την ατυχή ιδέα να πιάσω κουβέντα με υπαίθριο πωλητή ζεστών σκύλων. Η ατάκα του, μόλις πληροφορήθηκε τη χώρα καταγωγής μου, αντανακλά πιθανότητα τη στάση πολλών συμπατριωτών του (και όχι μόνο της δικής του κοινωνικής τάξης): «Μα καλά, υπάρχει ακόμα αυτή η χώρα;». Με καθυστέρηση κάποιων μηνών, που δεν δικαιολογεί ούτε το σοκ της στιγμής, θα μπορούσα, μαζί ίσως με την υπόλοιπη Ευρώπη, να του ανταποδώσω σήμερα το ερώτημα.
Η Μεγάλη Βρετανία, τη χρονιά ακριβώς που διοργάνωσε «επιτυχημένους» (γι’ αυτήν) Ολυμπιακούς Αγώνες, δείχνει περισσότερο από ποτέ τα πήλινα πόδια της. Το χρήμα βασιλεύει (φάνηκε και στους Αγώνες), οι θεσμοί τρίζουν συθέμελα, η Μάγχη μετατρέπεται σε ωκεανό.
Αυτοαποκλεισμένη από το ευρώ, την κοινωνική πολιτική, τη Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το Δημοσιονομικό και Αναπτυξιακό Σύμφωνο, την Τραπεζική Ένωση και, από προχτές, και από το κοινό πεδίο Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, η Μεγάλη Βρετανία του κυρίου Κάμερον τείνει να γίνει, από ιδιόρρυθμη περίπτωση που ήταν εξαρχής, σε συνειδητό παρία της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Ακόμα και από την οικονομική κρίση, που δεν την αγγίζει λιγότερο, έβγαλε λάθος συμπεράσματα: ότι την «έσωσε» η απομόνωσή της και ότι η λύση βρίσκεται σε ακόμα μεγαλύτερη απομάκρυνση, οικονομική και πολιτική. Η κυβέρνηση των Συντηρητικών κινείται, σε αυτό το πεδίο, στο ακραίο όριο του (αυτοκρατορικού) λαϊκισμού: η απειλή δημοψηφίσματος για τη συνέχιση συμμετοχής στην Ένωση, δεν θα έπρεπε να τρομάζει παρά τους εμπνευστές της, ενώ η εντελώς πρόσφατη επίσειση του βρετανικού βέτο στην ψήφιση του κοινοτικού προϋπολογισμού, δεν δείχνει μόνο κακοπιστία, αλλά και ασύγγνωστη παρανόηση του τι διακυβεύεται: ο ούτως ή άλλως μικρός προϋπολογισμός της Ένωσης, δεν έχει καμία σχέση με τη λογική «οικονομιών» των εθνικών προϋπολογισμών, αντίθετα είναι από τα λίγα εργαλεία ανάπτυξης μέσα στην κρίση.
Η Βρετανία θα παρέμενε αλαζών, θα ήταν όμως λίγο περισσότερο δικαιολογημένη, αν το δικό της «μοντέλο» δούλευε ρολόι, ή έστω καλύτερα από το ηπειρωτικό. Οι κύριοι πυλώνες της βρετανικής εξαιρετικότητας (με τη διπλή έννοια της ιδιοτυπίας αλλά και της αριστείας), δέχονται τα πιο βαριά χτυπήματα –και μάλιστα με σειρά αυτογκόλ και όχι από αποφάσεις προκατειλημμένου ευρωπαίου διαιτητή. Ισχύει για την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου (υπονόμευση αξιοπιστίας και εμφάνιση εξάρτησης από την πολιτική εξουσία μέσα από τα σκάνδαλα του News of the World αλλά και του BBC), για την αυτορρύθμιση της οικονομίας, ιδίως της χρηματιστικής, μέσω του Σίτι (που παραμένει κυρίαρχο και ανέλεγκτο παρά την απάτη με το Libor και την εμπλοκή πολλών μεγάλων τραπεζών ου μην αλλά και θεσμικών παραγόντων), για το «πολύ-πολιτισμικό μοντέλο» (που οδηγεί εσχάτως σε αύξηση της βίας και των ανισοτήτων), για τον βρετανικό κοινοβουλευτισμό (που δεν προστατεύει πια αποτελεσματικά τις ελευθερίες, στηρίζει περισσότερο την καθεστηκυία τάξη παρά τη σταθερότητα και αναπαράγεται με όλο και ελλειμματικότερο, σε επίπεδο προσώπων, τρόπο: αρκεί κανείς να κοιτάξει τον ηγέτη της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, αλλά και τον ανερχόμενο, σίγουρα στην κλίμακα της καρικατούρας, Δήμαρχο του Λονδίνου).
Σε παρακμή μέσα στην παρακμή, λοιπόν, η Βρετανία; Ασφαλώς, αλλά δεν είναι η μόνη, ούτε η χειρότερη. Ξένο σώμα για την Ευρώπη; Μόνον αν η ίδια το αποφασίσει –μέχρι τότε είναι πάντα χρήσιμη η συμβολή της, έστω και κουτσουρεμένη, στη διατήρηση ενός κάποιου δυναμισμού σε μια Ένωση ακίνητη και αυτοθαυμαζόμενη. Λίγη περισσότερη αυτοκριτική, όμως, και ταπεινότητα, δεν θα έβλαπτε σε καμιά περίπτωση. Το μάθημα προς τον υπαίθριο πωλητή, που πήρε 555 λέξεις, θα μπορούσε να συνοψισθεί σε αυτές τις πέντε.
.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς