Για την υποστήριξη του Νίκου Παππά στον Στέφανο Κασσελάκη

Σίμος Ανδρονίδης 30 Σεπ 2023

Στον β’ γύρο των εσωκομματικών εκλογών στο κόμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς για την ανάδειξη του νέου προέδρου, ο Στέφανος Κασσελάκης επικράτησε σχετικά άνετα επί της Έφης Αχτσιόγλου, λαμβάνοντας το 56,6% των ψήφων.

 Το ενδιαφέρον εδώ έγκειται πως ο Στέφανος Κασσελάκης επικράτησε άνετα παρά το σχετικό κλίμα εσωκομματικής πόλωσης που διαμορφώθηκε εντός του κόμματος μεταξύ των δύο εκλογικών γύρων, κάτι που δεν είχε παρατηρηθεί όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Και κυρίως όσο πλησιάζαμε προς τον πρώτο εκλογικό γύρο της 17ης Σεπτεμβρίου.

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως δεν έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην υποστήριξη που προσέφερε στην υποψηφιότητα Κασσελάκη, ο έτερος υποψήφιος για την προεδρία και βουλευτής του κόμματος, Νίκος Παππάς.[1]

Ποιοι όμως ήσαν οι κύριοι λόγοι για τους οποίους ο Νίκος Παππάς έσπευσε να προσφέρει την υποστήριξη του στην υποψηφιότητα Κασσελάκη; Πρώτον, το γεγονός πως συνέπιπταν ως προς το βασικό πρόταγμα.

Για ‘κυβερνώσα’ Αριστερά (και όχι για την «Λακανική Αριστερά»,[2] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Γιάννη Σταυρακάκη)  μιλούσε από την αρχή της προεκλογικής του εκστρατείας ο Νίκος Παππάς, για ‘κυβερνώσα’ Αριστερά έκανε λόγο και ο Στέφανος Κασσελάκης, επιδιώκοντας να καλύψει το χαμένο έδαφος δια της πρόκλησης θετικών συναισθημάτων ή αλλιώς, συγκίνησης σε ένα μεγάλο τμήμα της βάσης του κόμματος. Υπό αυτό το πρίσμα, η ‘μαγιά’ ήδη υπήρχε, κάτι που διευκόλυνε τον Νίκο Παππά, την επομένη κιόλας των εκλογών, να προσεγγίσει την πλευρά Κασσελάκη και τον ίδιο τον υποψήφιο, προσφέροντας την υποστήριξη του.[3]

Στην μέχρι τώρα ιστορία των εσωκομματικών εκλογικών αναμετρήσεων, ανεξαρτήτως κόμματος, δεν υπήρξε άλλος υποψήφιος που να εκφράζει την υποστήριξη του προς έναν άλλο υποψήφιο που πέρασε στον δεύτερο εκλογικό γύρο, τόσο γρήγορα. Δεύτερον, η έλλειψη ουσιαστικής επαφής και επικοινωνίας με την έτερη υποψήφια, Έφη Αχτσιόγλου. Ας το δούμε αναλυτικότερα.

Η κοινοβουλευτική και πολιτική συνεργασία του Νίκου Παππά με την Έφη Αχτσιόγλου δεν ήσαν  αναπτυγμένη (βλέπε την κοινοβουλευτική περίοδο 2019-2023), με τους δύο βουλευτές να μην αποκτούν κοινό βηματισμό και ‘χημεία’, να μην αναλαμβάνουν από κοινού πρωτοβουλίες για την ανάδειξη ζητημάτων και την υποβολή κοινοβουλευτικών ερωτήσεων προς υπουργούς της κυβέρνησης, και, να ακολουθούν τελικά διαφορετικές κατευθύνσεις. Εκτός από αυτή την πολύ σημαντική διάσταση όμως, υπεισέρχεται εντός της ανάλυσης μας και μία δεύτερη. Και ποια είναι αυτή;

Είναι το ότι οι δύο πολιτικοί απέκτησαν σταδιακά πολιτικές φιλοδοξίες, ανταγωνιζόμενοι για την απόσπαση της υποστήριξης όσων περισσότερων μελών γίνονταν. Το γεγονός αυτό δεν τους έφερε σε ‘τροχιά’ σύγκρουσης, αρκούσε όμως για να παγιώσει το χάσμα ανάμεσα τους, χάσμα το οποίο διευκόλυνε τον Νίκο Παππά να στραφεί πολύ εύκολα, δίχως να το σκεφτεί, προς την πλευρά Κασσελάκη.[4]

 Ο τρίτος παράγοντας που εντοπίζουμε, δεν αποκλίνει με στεγανά από τον πρώτο. Και λέμε κάτι τέτοιο, γιατί η πολιτικοϊδεολογική απόκλιση μεταξύ του Νίκου Παππά και της Έφης Αχτσιόγλου, η ‘σύγκρουση’ τους επί τη βάσει του πιο  κομματικό μοντέλο είναι το πλέον αποτελεσματικό και λειτουργικό[5], διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις ώστε να φαντάζει και να είναι δύσκολη η υποστήριξη του Νίκου Παππά προς την Έφη Αχτσιόγλου.

 Οι διαφορές δεν γεφυρώθηκαν κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Και, ένας τέταρτος λόγος που τον έφερε στο ‘στρατόπεδο Κασσελάκη,’ ήσαν η αρνητική γνώμη που είχε για την κοινοβουλευτική παρουσία της Έφης Αχτσιόγλου την περίοδο 2019-2023.

 

[1] Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως το περίπου 8% των ψήφων που έλαβε ο Νίκος Παππάς στον πρώτο γύρο των εσωκομματικών εκλογών, οφείλεται και στο γεγονός πως υποστηρίχθηκε από μία ετερογενή κατηγορία μελών-ψηφοφόρων: Από ‘προεδρικούς’, ήτοι από άτομα που υποστήριζαν ανοιχτά και εντόνως τον Αλέξη Τσίπρα, από ‘ανένταχτους’, ήτοι από άτομα που δεν ανήκαν σε κάποιο γνωστό Συριζαϊκό ρεύμα, από μέλη ‘πιστά’ στον ίδιο εδώ και χρόνια (βλέπε Αττική κατά κύριο λόγο). Όσον αφορά τον ίδιο τον βουλευτή του κόμματος και πρώην πλέον υποψήφιο πρόεδρο, το ενδιαφέρον έγκειται στο εξής: Η καταδίκη του από το Ειδικό Δικαστήριο για το γνωστό ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών, δεν επηρέασε την αποδοχή του από τα οργανωμένα μέλη του κόμματος, ούτε είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η επιρροή του εντός του κόμματος. Εκτιμούμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως το γεγονός αυτό αποτέλεσε και έναν εκ των κύριων παραγόντων που τον ώθησαν να διεκδικήσει την αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ, στοχεύοντας, πρώτα και κύρια, στην πολιτική του επανανομιμοποίηση.

[2] Βλέπε σχετικά, Σταυρακάκης, Γιάννης., ‘Η Λακανική Αριστερά. Ψυχανάλυση, Θεωρία, Πολιτική’, Μετάφραση: Κιουπκιολής Αλέξανδρος, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2012. Οφείλουμε, γλωσσικώ και πολιτικώ τω τρόπω, να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως η έκφραση ‘κυβερνώσα Αριστερά’ στην οποία επένδυσαν οι Παππάς και Κασσελάκης αποτελεί ‘δάνειο’ που έλαβαν από τον πρώην πρόεδρο της Δημοκρατικής Αριστεράς, Φώτη Κουβέλη, ο οποίος την πρωτοδιατύπωσε την προηγούμενη δεκαετία και την κατέστησε κεντρικό «σημαίνον» (ένας άλλος στοχαστής τίθεται ενώπιον μας: Ο Λακλάου) του πολιτικού του λόγου. Η επανένταξη του στον λαϊκιστικό ΣΥΡΙΖΑ, του προσέφερε την δυνατότητα να την χρησιμοποιεί πιο συχνά και δεύτερον, να την καταστήσει γνωστή σε ένα ευρύτερο κομματικό ακροατήριο, το οποίο μέχρι τότε αρέσκονταν να κάνει χρήση του ‘Η Αριστερά στην εξουσία.’ Ή, εναλλακτικά, του ‘Πρώτη φορά Αριστερά’. Η χρήση της συγκεκριμένης γλωσσικής έκφρασης συνέβαλλε στην αναδιαμόρφωση των κεντρικών Συριζαϊκών αφηγήσεων την διετία 2016-2017 (κρίσιμο χρονικό σημείο στο οποίο το ‘σοκ’ της ψήφισης του μνημονίου δεν είχε ακόμη απορροφηθεί)  με στόχο πλέον την διείσδυση σε ένα διευρυμένο Κεντρώο και μετριοπαθές ακροατήριο, το οποίο ήσαν εξοικειωμένο με τους όρους ‘κυβέρνηση’ και ‘κυβερνητικό’ και όχι με όρους όπως ‘ριζοσπαστικός’ και ‘εξουσία’. Πως όμως νοηματοδοτούν την έκφραση τα δύο στελέχη που συνέπραξαν πολιτικά και εκλογικά; Περισσότερο χωροταξικά ο μεν Νίκος Παππάς, που εν προκειμένω έκανε λόγο για την συγκρότηση μίας ‘κυβερνώσας Αριστεράς’ η οποία, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ θα περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς και θα εκτείνεται έως το Φιλελεύθερο Κέντρο και τις παρυφές της Νέας Δημοκρατίας. Περισσότερο πολιτικοϊδεολογικά ο δε Στέφανος Κασσελάκης, για τον οποίο η Αριστερά (βλέπε ΣΥΡΙΖΑ) μπορεί να καταστεί ‘κυβερνώσα’ μόνο εάν θέσει στο επίκεντρο του λόγου και της πρακτικής της το τι την διαφοροποιεί πολιτικά και ιδεολογικά, από την Νέα Δημοκρατία.

[3] Μία τέτοιου τύπου ανοιχτή εκλογική διαδικασία, βοηθά να γίνει αντιληπτό πως ένα πολιτικό κόμμα είναι και οι ψηφοφόροι του, όπως εύστοχα επισημαίνει ο πολιτικός επιστήμονας Γιάννης Μπαλαμπανίδης. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Μα οι υποψήφιοι για την αρχηγία του, εφόσον έχουμε κατά νου τις εσωκομματικές εκλογές. Οι υποψήφιοι είναι αυτοί που μπορούν, συμμετέχοντας σε μία τέτοια διαδικασία, να παραγάγουν νέες ιδέες που από κοινού θα διαμορφώσουν ένα νέο ιδεολογικό προφίλ. Άρα, μπορούμε να θεωρήσουμε μία τέτοια εκλογική διαδικασία, ως διαδικασία που συμβάλλει στην παραγωγή ιδεολογίας.   Βλέπε σχετικά, Μπαλαμπανίδης, Γιάννης., ‘Η ευρωκομμουνιστική στιγμή: προϋποθέσεις, όρια και κληρονομιές,’ Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014, σελ. 21, Διαθέσιμη στο: Η ευρωκομμουνιστική στιγμή: προϋποθέσεις, όρια και κληρονομιές (didaktorika.gr)

[4] Σε αυτό το σημείο της ανάλυσης μας, στρεφόμαστε στην τυπολογική προσέγγιση της Annie Kriegel, η οποία, σύμφωνα με την διατύπωση του Γιάννη Μπαλαμπανίδη, διακρίνει «τρεις δυνατούς εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης του ευρωκομμουνισμού». Ένας εναλλακτικός τρόπος, είναι η συγκρότηση νέων ‘ισμών’ (Καστρισμός, Τιτοϊσμός που είναι ο πιο δύσκολα αναγνωρίσιμος, και Μαοϊσμός) οι οποίοι προστίθενται δίπλα στους κυρίαρχους κομμουνιστικούς ‘ισμούς’, και για να τους αμφισβητήσουν. Έτσι λοιπόν, έχοντας κατασκευάσει το θεωρητικό υπόβαθρο, θα τονίσουμε πως εντός ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται σε διαδικασία εισόδου στο στάδιο του ‘ισμού.’ Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως  τίθενται οι βάσεις για την διαμόρφωση του ‘Κασσελακισμού’ που αν και κενός από γλωσσικά-πολιτικά σημαίνοντα, εκλαμβάνεται ήδη ως η ‘μοναδική εναλλακτική’ απέναντι στον ‘Μητσοτακισμό’. Ο δημιουργός του ‘Κασσελακισμού,’ αν και δεν προέρχεται από την ευρω-κομμουνιστική πολιτική οικογένεια (και λόγω ηλικίας άλλωστε, θα ήσαν δύσκολο κάτι τέτοιο), έχει επίγνωση της ‘σημαντικότητας’ των ‘ισμών’, οι οποίοι δημιουργούν στοιχίσεις ‘πίσω από την σημαία’, ‘πιστούς’ και νέα ‘σύμβολα’. Που στηρίζεται για να εδραιωθεί ο ‘Κασσελακισμός’; Στο ίδιον τον δημιουργό του, που διατρανώνει πως ο ίδιος ‘είναι μεγαλύτερος’ και πιο σημαντικός από το κόμμα.

[5] Σχηματικά, μπορούμε να αποδώσουμε την ‘σύγκρουση’ ως εξής: ‘Κόμμα δομών’ (Έφη Αχτσιόγλου) εναντίον του ‘κόμματος μελών’ του Νίκου Παππά. Με όρους θεωρίας των πολιτικών κομμάτων, το μοντέλο που προέκρινε ο τελευταίος, ήσαν πιο κοντά στις σύγχρονες αντιλήψεις περί κομματικής λειτουργίας, εν αντιθέσει με αυτό της Αχτσιόγλου που ήσαν εμφανώς επηρεασμένο από το Λενινιστικό πρότυπο. Παραπέμποντας εκ νέου στον Γιάννη Σταυρακάκη, θα υπογραμμίσουμε πως το πολιτικό ‘πένθος’ του Στέφανου Τζουμάκα μετά την δική του κακή εκλογική επίδοση και την μη εκλογή της Έφης Αχτσιόγλου, μόνο «παραγωγικό» δεν είναι: Ο πρώην υπουργός επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, ωσάν ‘προφήτης’, διαβλέπει το ‘τέλος του ΣΥΡΙΖΑ’ μετά την εκλογή Κασσελάκη στην ηγεσία του, ψελλίζοντας λόγια ακατάληπτα. Βλέπε και, Βλέπε σχετικά, Σταυρακάκης, Γιάννης., ‘Η Λακανική Αριστερά. Ψυχανάλυση, Θεωρία, Πολιτική…ό.π.