Για την συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν

Σίμος Ανδρονίδης 08 Μαρ 2022

Την Τρίτη 7 Μαρτίου του 2022, έγινε γνωστό πως ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα συναντηθεί στην Κωνσταντινούπολη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Αρχικά, μπορούμε να σημειώσουμε πως, η απόφαση για την πραγματοποίηση της συνάντησης, συνιστά αποτέλεσμα της ευρύτερης δυναμικής που έχει προκαλέσει η εξελισσόμενη Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία,[1] εκεί όπου η Τουρκία διεκδικεί ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας.

 Διαφορετικά, ειπωμένο, οι σκέψεις που υπήρχαν το προηγούμενο χρονικό διάστημα, κυρίως στην ελληνική πλευρά, περί της μη επιθυμίας του πρωθυπουργού να συναντηθεί με τον Τούρκο πρόεδρο, επιταχύνθηκαν από την τροπή που έχουν λάβει οι εξελίξεις στην Ουκρανία. Σε αυτή την συγκυρία, το γεγονός της συνάντησης, αυτό καθαυτό, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, καθότι φανερώνει εμπρόθετα πως οι δύο πλευρές, παρά τις διαφορετικές θέσεις σε επιμέρους ζητήματα, επιθυμούν την διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας που μπορούν να συμβάλλουν, εάν απαιτηθεί, στην αποκλιμάκωση της έντασης.

Δεν θα σπεύσουμε όμως να αναφέρουμε πως η συνάντηση αυτή μπορεί να σημασιοδοτήσει την έναρξη μίας νέας εποχής για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, καθότι κάτι τέτοιο εκφεύγει ίσως και των προθέσεων των δύο ηγετών.

Όμως, εκτιμούμε πως[2] η συνάντηση αυτή, μπορεί να διαδραματίσει ρόλο ώστε και να συνεχισθούν οι διερευνητικές επαφές, αλλά, και να αποκτήσουν δυναμική[3], επαναβεβαιώνοντας την πρόθεση των δύο πλευρών για την μέσω του διαλόγου και δη εξαντλητικού διαλόγου, πολιτική-ειρηνική επίλυση των εκκρεμών ελληνοτουρκικών διαφορών. Όμως, για να μην εξελιχθεί ο διάλογος των δύο πολιτικών ανδρών σε μέσω μετάφρασης παράλληλους μονολόγους, το δάχτυλο (τουλάχιστον από ελληνικής πλευράς), πρέπει να τεθεί επί των τύπων των ήλων.

Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να επισημανθεί πως η αδράνεια, η αναβλητικότητα, η συμβατική σκέψη, οι κοινότοπες αναλύσεις και η οχύρωση[4] πίσω από τα θεωρούμενα ως εθνικά-ιστορικά ‘δίκαια,’ κοστίζουν (όταν δεν βαραίνουν και άλλο την ατζέντα) και θέτουν προσκόμματα στην ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών για την επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών.[5]

Ως προς αυτό, θα αναφέρουμε πως απαιτείται τόλμη και δημιουργικότητα, και παράλληλα, σαφής αναγνώριση των κινδύνων που ελλοχεύουν όσο τα ελληνο-τουρκικά προβλήματα διαιωνίζονται, εκεί όπου, δίπλα στην αδράνεια, προστίθεται η παράμετρος της αμφιβολίας[6]: ‘Και αν αυτό που σήμερα φαντάζει σωστό, αύριο αποδειχθεί λάθος;’ Και αν τελικά υπάρχει ο κίνδυνος να δώσουμε περισσότερα από όσα μπορούμε; Από όσα λάβουμε;’

 Ακόμη και αν η συνάντηση αυτή είναι δύσκολο να σημασιοδοτήσει τη μετάβαση σε μία νέα εποχή, μπορεί να αποτελέσει την συμβολική απαρχή για την συγκρότηση ενός νέου momentum, μέσω του οποίου οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις θα ιδωθούν υπό ένα διαφορετικό πρίσμα, λιγότερο ιστορικοποιημένο και περισσότερο πρακτικό και ανοιχτό. Σημαντικό θα ήταν επίσης, αν οι δύο ηγέτες κάνουν λόγο και στο Κυπριακό και στην τροπή που έχουν πάρει εκεί τα πράγματα τον τελευταίο χρόνο.

 

[1] Η Ρωσική στρατιωτική εισβολή και οι επιπτώσεις της, οφείλουν αν μη τι άλλο να λειτουργήσουν διδακτικά και γνωσιακά ως προς τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας.

[2] Απαιτείται μία ιδιαίτερη πολιτική και διπλωματική προεργασία πριν την μετάβαση του Έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία και την συνάντηση του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

[3] Το σχήμα των διερευνητικών επαφών, έτσι όπως εφαρμόζεται την τελευταία εικοσαετία περίπου, θεωρούμε πως έχει φθάσει τα όρια του, αν και η συνεισφορά του μπορεί να αξιολογηθεί ως θετική. Υπό αυτό το πρίσμα, οι δύο πλευρές οφείλουν να εστιάσουν και να βρουν τρόπους ώστε το σχήμα των διερευνητικών επαφών να προσαρμοσθεί στη σύγχρονη πραγματικότητα, εμπλουτίζοντας τους λόγους ύπαρξης του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σπεύδουμε να καταθέσουμε την εξής πρόταση: Οι διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, να λειτουργούν και με τους όρους της καλύτερης δυνατής προετοιμασίας για την συνάντηση μεταξύ υψηλόβαθμων αξιωματούχων (και διπλωματών), στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτοί θα συναντώνται λίγο μετά το πέρας των διερευνητικών, προβαίνοντας σε έναν απολογισμό του τι συζητήθηκε, επιλέγοντας κάθε φορά ως θέμα συζήτησης για τον επόμενο γύρο, το θέμα εκείνο στο οποίο και υπάρχουν οι περισσότερες πιθανότητες σύγκλισης.

[4] Η  εστίαση στην επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, ακόμη και αν ερείδεται στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και στις προβλέψεις αυτού, συνιστά δείγμα οχύρωσης και μάλιστα αμυντικής οχύρωσης, σε ένα σημείο όπου ενσκήπτει ο κίνδυνος του να χαθεί το δάσος (συνολική επίλυση ή αλλιώς, λύση πακέτο), χάριν μίας επέκτασης (που θα μπορούσε να γίνει όπου υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, σε συνεννόηση με την Τουρκία), η οποία  και δεν συγκεντρώνει ιδιαίτερη διεθνή υποστήριξη λόγω του θαλάσσιου καθεστώτος που ισχύει στο Αιγαίο, και επίσης, δεν προσφέρει κάτι άμεσο και απτό στην ελληνική πλευρά. Το ζήτημα της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων, θα μπορούσε να καταστεί ζήτημα θετικού αθροίσματος καθαυτό: Επιλεκτική και κατόπιν διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, επέκταση, και, σε αντάλλαγμα άρση του Τουρκικού casus belli. Για το ζήτημα του casus belli, βλέπε και, Hρακλείδης, Αλέξης, ‘ Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: Η διένεξη του Αιγαίου,’ Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2007, σελ. 308-310.

[5] Το θετικό momentum που δημιούργησε η παρέμβαση της πρώην καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, το καλοκαίρι του 2020, δεν αξιοποιήθηκε όσο θα έπρεπε.

[6] Το εν Ελλάδι πολιτικό σύστημα ακόμη δεν έχει συμφωνήσει στο ποιες είναι οι ενδεδειγμένες μέθοδοι διπλωματικής-πολιτικής επίλυσης των ελληνο-τουρκικών διαφορών, παλινδρομώντας μεταξύ αμφιβολιών, υποψιών (‘ό,τι θα μας τη φέρουν’) και επίρριψης της ευθύνης σε άλλους, και συνηθέστερα σε χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.