Στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαϊου του 2023, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (ΚΚΕ) υπό την ηγεσία του Γενικού Γραμματέα του Δημήτρη Κουτσούμπα, έλαβε πάνω από 7% των ψήφων, πετυχαίνοντας μία ευδιάκριτη άνοδο συγκριτικά με το ποσοστό που είχε λάβει στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019.[1]
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να επισημάνουμε πως ένα στοιχείο που χρήζει επισήμανσης είναι το γεγονός πως στην ηλικιακή κατηγορία 17-24 ετών, το Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε περίπου το 6,4% των ψήφων, επίδοση καλή μεν, όχι όμως και πλήρως ικανοποιητική δε, για ένα κόμμα που μόλις πριν από λίγες ημέρες ‘πανηγύριζε’ την πολύ καλή εκλογική επίδοση της φοιτητικής παράταξης ‘ΠΚΣ’ στις φοιτητικές εκλογές.
Κάποιοι παράγοντες ή αλλιώς, κάποιες μεταβλητές που μπορούν να ερμηνεύσουν αυτή την εκλογική επίδοση είναι οι εξής.
Ο πρώτος παράγοντας άπτεται της αυξανόμενης δημοφιλίας που απέκτησε ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος Δημήτρης Κουτσούμπας σε άτομα αυτών των ηλικιών που αφιερώνουν αρκετές ώρες στην ‘περιήγηση’ τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην πλατφόρμα ‘You Tube’ και για να χαλαρώσουν, και για να διασκεδάσουν, και για να ενημερωθούν, και επίσης, για να διαμορφώσουν πολιτική άποψη.
Υπό αυτό το πρίσμα, ‘πιασάρικες’ και έτοιμες ατάκες τύπου ‘αυτοί είστε’ (Δημήτρης Κουτσούμπας), οι οποίες αναπαράγονταν και αναπαράγονται ακόμη εντός της διαδικτυακής σφαίρας,[2] πρώτα κατέστησαν γλωσσικό ‘κτήμα’ πολλών νέων και εν συνεχεία έγιναν viral (τα video του ‘Luben’ ήσαν και είναι δομημένα με έναν κλασικό ‘Κουτσουμπέϊκό’ τρόπο, κάνοντας χρήση της φράσης ωσάν διδακτικό επιμύθιο, μετά το τέλος κάποιου χιουμοριστικού βίντεο: ‘Αλλά, αυτοί είστε’), συμβάλλοντας στη μείωση της απόστασης που χώριζε αρκετούς νέους και το Κομμουνιστικό Κόμμα, στο να προσλάβει έναν ‘επιμορφωτικό’ περιεχόμενο που δεν διέθετε άλλοτε (‘κοιτάξτε, ο Κουτσούμπας μας μορφώνει’), και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, στη διαμόρφωση εκλογικής προτίμηση υπέρ του ΚΚΕ.
Γιατί ‘τα λέει για αυτούς που δεν αλλάζουν.’ Σαφώς όμως, δεν είναι ορθό επιστημονικά να αποσυνδέσουμε αυτή την εξέλιξη από την επικοινωνιακή στροφή που έχει επιχειρήσει το κόμμα τα τελευταία χρόνια, εκεί όπου αυτό έχει καταφέρει να αποκτήσει πολλαπλούς διαύλους επικοινωνίας με τους νέους με ζητούμενο το να περνά με εκλαϊκευμένο τρόπο τα μηνύματα του.
Ο δεύτερος παράγοντας που εντοπίζουμε αφορά το γεγονός πως το ΚΚΕ υιοθέτησε την αρχή ‘Fare Politica’, δηλαδή το «να κάνουμε πολιτική», του Ιταλού κομμουνιστή ηγέτη Παλμίρο Τολιάτι.[3] Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως διάνθισε τις κλασικές κομμουνιστικές του αναφορές με έναν ευδιάκριτο ‘ρεαλισμό της ανυπακοής παντού’ (η ‘ανυπακοή’ επέστρεψε στο κομμουνιστικό γλωσσικό ρεπερτόριο), σε ‘όλους και σε όλα,’ πείθοντας με αυτόν τον τρόπο τους νέους και ιδίως τους νέους που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας πως είναι το μόνο ‘ικανό’ κόμμα το οποίο μπορεί να ‘υπερασπιστεί τα συμφέροντα τους και να μιλήσει για αυτούς και για τις ανάγκες τους.’
Όσο περισσότερο χρησιμοποιούνταν μία ρητορική τόσο περισσότερο υπερέβαινε τα στεγανά του πολιτικού ή του εν στενή εννοία πολιτικού, φθάνοντας εκεί όπου υπάρχουν ενεργοί πυρήνες νέων, συναδέλφων σε χώρους εργασίας, που δεν γνωρίζουν ακόμη εάν αξίζει τον κόπο να συνδικαλιστούν.
Ακόμη και εάν συμβαίνει αυτό όμως (‘δίλημμα επιλογής’),[4] συνεπεία της πολιτικής-εκλογικής στρατηγικής του ΚΚΕ, της αρχής ‘κάνε πολιτική’ και όταν ‘λίγοι σε πιστεύουν,’ ένας νέος εργαζόμενος μπορεί να ‘έχει πάντα το ΚΚΕ,’ για να παραφράσουμε την γνωστή ατάκα από την γνωστή κινηματογραφικά ταινία ‘Καζαμπλάνκα,’ ψηφίζοντας το ‘για αυτό που είναι,’ για το μείγμα επαναστατικής επαγγελίας και ρεαλισμού που προκρίνει.
Τρίτον, το ΚΚΕ, συμμετέχοντας ενεργά στις κινητοποιήσεις του περασμένου Μαρτίου, που εκδηλώθηκαν μετά το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, λειτούργησε ως ο υποδοχέας ενός σημαντικού τμήματος της νεανικής διαμαρτυρίας και του πολύ χαμηλού βαθμού εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα, χωρίς να χρειαστεί μάλλον να κάνει και πολλά: Του αρκούσε[5] να φανερώνει την δική του εμπιστοσύνη και εκτίμηση προς τους ‘διαμαρτυρόμενους νέους,’ οι οποίοι, εκείνη την στιγμή, προφανώς δεν έλαβαν υπόψιν την δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίζουν η ηγεσία και μέλη του ΚΚΕ την φιλελεύθερη δημοκρατία και τις αρχές της.
Το ΚΚΕ[6] μπορεί και λειτουργεί ως ‘κόμμα προσφοράς’, ήτοι ως κόμμα που προσφέρει σε δρώντες την δυνατότητα συμμετοχής σε πάσης φύσεως κινητοποιήσεις και συλλογικές δράσεις, αρκεί οι τελευταίοι να την αντιληφθούν και την αποδεχθούν ως τέτοια.
Στην περίπτωση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, δεν χρειάστηκε να προσφέρουν το δέλεαρ της συμμετοχής αλλά μόνο να συμπορευθούν, όταν μάλιστα διείδε το τα προς τα που οδεύουν τα πράγματα.
Ένας τέταρτος παράγοντας έχει να κάνει με το γεγονός πως το ΚΚΕ ήσαν το κόμμα που ευνοήθηκε από την ύπαρξη διαρκώς μετακινούμενων νέων ψηφοφόρων οι οποίοι, καλούμενοι να επιλέξουν μεταξύ πληθώρας εναλλακτικών κομμάτων (από τις ‘ΚΟΤΕΣ’ έως τους ‘Οικολόγους’ του Βεργή), για την πλάκα τους, στράφηκαν εν τέλει προς το ΚΚΕ, για λόγους που είτε οι ίδιοι γνώριζαν επακριβώς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πρώτα θα ψηφίσουν ή ψηφίζουν το κόμμα της αρεσκείας τους και εν συνεχεία θα αιτιολογήσουν πρώτα και κύρια στον εαυτό τους την επιλογή τους.
Αυτοί οι ψηφοφόροι μπορεί να είναι αρκούντως απο-πολιτικοποιημένοι και πρόθυμοι να αποφύγουν οποιαδήποτε σύνδεση με οποιαδήποτε κόμμα: Απλώς ψηφίζουν ‘ότι κάτσει.’
[1] Όπως διαβάζουμε στην ανάλυση του Σταύρου Παπαντωνίου για λογαριασμό της εφημερίδας ‘Η Καθημερινή,’ το κόμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία, είχε εκροές προς το ΚΚΕ της τάξεως του 5%. Αντίστοιχα, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εκροές ψήφων προς το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής και προς την Νέα Δημοκρατία που κυμάνθηκαν μεταξύ 10% (ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής) και 11% (Νέα Δημοκρατία). Που μπορεί να οφείλεται όμως η έστω και μικρή μετακίνηση ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΚΚΕ μέσα σε αυτή την εκλογική συγκυρία; Ας δούμε μερικούς λόγους: Πρώτον, στην απογοήτευση και στη δυσαρέσκεια (κίνητρα ψήφου και για την ακρίβεια, καταψήφισης ενός κόμματος) για το είδος της αντιπολίτευσης που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια και για την ακρίβεια, την τετραετία 2019-2023. Ως προς αυτό, θα συμπληρώσουμε λέγοντας πως είναι πιθανό να μετακινήθηκαν παλαιοί ψηφοφόροι του ΚΚΕ που ψήφισαν για πρώτη φορά ΣΥΡΙΖΑ το 2019 (όχι για να αποτρέψουν την νίκη της Νέας Δημοκρατίας αλλά για να ‘δώσουν δύναμη’ στον ΣΥΡΙΖΑ για να ασκήσει δυναμική, ‘εργατική’ αντιπολίτευση στην Νέα Δημοκρατία), και δεν είχαν προλάβει να διαμορφώσουν δεσμούς πολιτικής και ψυχο-συναισθηματικής ταύτισης μαζί του, κάτι που τους διευκόλυνε στη λήψη μίας απόφασης ‘επιστροφής’ στο ‘μητρικό’ κόμμα που είναι το ΚΚΕ. Δεύτερον, στην αντίληψη ψηφοφόρων του κόμματος (και εδώ μπορούμε να κάνουμε λόγο για παλαιούς ψηφοφόρους του ΚΚΕ που στράφηκαν όμως προς τον ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και το 2015), πως ο ΣΥΡΙΖΑ ‘εκπλήρωσε τον ιστορικό του ρόλο’ και δεν έχει πλέον ‘τίποτε άλλο να προσφέρει’ πολιτικά και κοινωνικά, ιδεολογικά και αξιακά, με την όλη παρουσία του την τετραετία 2019-2023 να επιβεβαιώνει τον ‘συστημικό του μετασχηματισμό’, κάτι που δεν αφήνει άλλη επιλογή πέραν της επιστροφής στο ΚΚΕ. Ή αλλιώς, πέραν της διαμόρφωσης εκλογικής συμπεριφοράς υπέρ του ΚΚΕ από την στιγμή μάλιστα όπου τα κόμματα της εξω-κοινοβουλευτικής Αριστεράς συνεχίζουν να μην συνεννοούνται ‘ούτε στα βασικά.’ Τρίτον, στην πεποίθηση ψηφοφόρων και δη σταθερών και όχι μετακινούμενων από εκλογική αναμέτρηση σε εκλογική αναμέτρηση ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, πως το ΚΚΕ είναι σε θέση και διαθέτει την δυνατότητα να ασκήσει πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση ενάντια στην κυβέρνηση, όντας μη διατεθειμένο να ‘συναινέσει σε οτιδήποτε.’ Δεν θα διστάσουμε να ονομάσουμε τους ψηφοφόρους αυτής της κατηγορίας ως ‘ιδεολόγους.’ Τέταρτον, στην ύπαρξη μίας μερίδας παλαιών ψηφοφόρων του ΚΚΕ που ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ, στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτή η μερίδα, προκειμένου να μην προκύψει κανείς κίνδυνος ως προς την απόκτηση κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης από το ΚΚΕ, επέλεξε να ψηφίσει ξανά ΚΚΕ (είναι ‘σαν να φοβάσαι πως το σπίτι σου θα πάρει φωτιά και κάνεις οτιδήποτε για να αποτρέψεις ένα τέτοιο ενδεχόμενο’) αποδεσμευόμενη από τα Συριζαϊκά προτάγματα και διλήμματα, όπως τέθηκαν κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Βλέπε και, Παπαντωνίου, Σταύρος., ‘Εκλογές 2023: H «ακτινογραφία» της ψήφου – Διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ προς όλα τα κόμματα,’ Ιστοσελίδα εφημερίδας ‘Η Καθημερινή,’ 24/05/2023, Εκλογές 2023: H «ακτινογραφία» της ψήφου – Διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ προς όλα τα κόμματα | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr)
[2] Δεν ήσαν η αίσθηση πως ο Γενικός Γραμματέας ενός κομμουνιστικού κόμματος επενδύει συμβολικούς και γλωσσικούς πόρους προς την κατεύθυνση χρήσης μίας φράσης που μπορεί να χρησιμοποιούν οι νέοι. Που και αυτό καθίσταται συζητήσιμο. Αλλά, η αίσθηση πως ο Δημήτρης Κουτσούμπας μπορεί και διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους πολιτικούς και την συνηθισμένη πολιτική φρασεολογία, ερχόμενος προς ‘τα κάτω’ δίχως να απεμπολεί τις γνωστές θέσεις και απόψεις του ΚΚΕ επί διαφόρων θεμάτων. Η γλωσσική έκφραση ‘αυτοί είστε’ (το εν γένει αφοριστικό πνεύμα που την διέπει παραβλέπεται εδώ), μπορεί και ικανοποιεί αφενός μεν διότι μπορεί και εμπεριέχει ‘όλα όσα θα ήθελε να πει ο νέος προς τα κόμματα και τους πολιτικούς αλλά δεν μπορεί ή δεν θέλει,’ και, αφετέρου δε, διότι μπορεί και εισαγάγει μία αίσθηση ‘χαβαλέ’ εντός Βουλής, θέτοντας στο προσκήνιο την διαδικασία συμβολικού μετασχηματισμού της Βουλής σε ‘δρόμο’ και όχι σε ‘μπου..λο’ όπως την περίοδο του κινήματος των Αγανακτισμένων: ‘Επιτέλους, κάποιος τόλμησε να μιλήσει όπως μιλούν οι κανονικοί ή οι συνηθισμένοι άνθρωποι στο δρόμο.’
[3] Αναφέρεται στο: Μπαλαμπανίδης, Γιάννης., ‘Η ευρωκομμουνιστική στιγμή: προϋποθέσεις, όρια και κληρονομιές,’ Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2014, σελ. 227, Διαθέσιμη στο: Διατριβή: Η ευρωκομμουνιστική στιγμή: προϋποθέσεις, όρια και κληρονομιές - Κωδικός: 35292 (ekt.gr) Όπως διαφαίνεται στη διδακτορική διατριβή του Γιάννη Μπαλαμπανίδη, το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα εκπροσωπούνταν σε ικανοποιητικό βαθμό την περίοδο 1978-1982 στις ηλικίες άνω των 25 ετών.
[4] Ίσως η ψήφος στο ΚΚΕ αποτελέσει το έναυσμα για την ένταξη σε εργατικό συνδικάτο που πρόσκειται στο Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο, πράγμα που εγκαινιάζει έτσι την συνδικαλιστική στράτευση του εργαζομένου, την διαδικασία διαμόρφωσης μίας εργατικής-συνδικαλιστικής κουλτούρας μέσω της οποίας ο εργαζόμενος θα ‘μάθει’ να θεωρεί πως οι λέξεις ‘συναίνεση’ και ‘διαχείριση’ καθίστανται εξ ορισμού ‘κακές’ και δεν ‘μπορούν να έχουν σχέση’ με τον κομμουνισμό και τις κομμουνιστικές συνδικαλιστικές διεκδικήσεις.
[5] Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε θεωρητικά, μέλη του ΚΚΕ ως «αυταρχικούς κομμουνιστές», παραφράζοντας τον Brown, και λόγω της διαρκούς μνημόνευσης του Σοβιετικού, μονοκομματικού, κομμουνιστικού καθεστώτος, και λόγω της εμπιστοσύνης με την οποία περιβάλλουν σύγχρονα αυταρχικά καθεστώτα όπως το Πουτινικό και το Βορειοκορεατικό. Και το ενδιαφέρον εδώ έγκειται στο ό,τι παρά την ισχυρή επιρροή που ασκεί η Μεταπολιτευτική, Φιλελεύθερη Δημοκρατία που λειτουργεί ως προσδιοριστικός παράγοντας που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τα πολιτικά κόμματα και ιδίως τα κοινοβουλευτικά, συγκροτούν την στρατηγική τους, η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ και πολλά στελέχη του, επιδεικνύουν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, φοβούμενα πως εάν αποδεχθούν πλήρως και ανεπιφύλακτα τις αρχές της Τρίτης Ελληνικής Μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας, διακηρύσσοντας το ‘τέλος της επανάστασης,’ τότε αυτομάτως θα απωλέσουν κάθε λόγο ύπαρξης, κάτι που θα σημάνει το τέλος του κομμουνιστικού κινήματος εν Ελλάδι. Βλέπε σχετικά, Brown, B., ‘The European Left confronts modernity,’ στο: Toυ ιδίου, (επιμ.), ‘Eurocommunism and Eurosocialism. The Left confronts modernity,’ Cyrco Press, New York & London, 1979.
[6] Βέβαια, εξετάζοντας εν συνόλω την την ευθυγράμμιση ή την εκλογική ευθυγράμμιση νέων και ΚΚΕ, θα λέγαμε πως προκύπτει και μία αναντιστοιχία, η οποία όμως δεν διαταράσσει την ευθυγράμμιση αυτή. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα των νέων ψηφοφόρων ηλικίας 17-24 ετών που στράφηκαν προς το Κομμουνιστικό Κόμμα, δεν ενστερνίζονται τις Μαρξιστικές- Λενινιστικές αρχές της ‘δικτατορίας του προλεταριάτου,’ της ‘συντριβής του αστικού κράτους,’ της οικοδόμησης του ‘εργατικού κράτους,’ επιλέγοντας το πλήθος ελευθεριών και δυνατοτήτων (η βασική δυνατότητα είναι το ‘να είναι αυτοί που είναι’) που τους προσφέρει η Φιλελεύθερη Δημοκρατία.