Ο πρώην βουλευτής του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) Κώστας Ζαχαριάδης, ο οποίος διεκδίκησε για λογαριασμό του συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος, τον δήμο της Αθήνας στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, απευθύνθηκε προς τις ηγεσίες των κομμάτων ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής και ‘Νέα Αριστερά’ (που δεν έχει βέβαια μορφή κόμματος), προτείνοντας του να διερευνήσουν από κοινού τις δυνατότητες για την κατάθεση κοινών υποψηφιοτήτων στην Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ/πρώην ΚΕΔΚΕ)[1] και στην Περιφερειακή Ένωση Δήμων. Γνωστή με το αρκτικόλεξο ‘ΠΕΔ’.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως έχοντας κατά νου την θεωρία και πιο συγκεκριμένα την «θεσμική θεωρία των δραστών»[2] (δεν θα διστάσουμε να την τροποποιήσουμε ελαφριά), των Mayntz & Sharpf, θα επιχειρήσουμε να εμβαθύνουμε περισσότερο.
Πρώτα όμως οφείλουμε να δούμε το περιεχόμενο αυτής της θεωρίας. Σύμφωνα λοιπόν με την Μαρία Τολίκα, στη ‘θεσμική θεωρία των δραστών’, το «θεσμικό περιβάλλον»[3] αλληλεπιδρά με κατά κύριο λόγο «μη θεσμικούς παράγοντες», με αποτέλεσμα την παραγωγή κάθε φορά συγκεκριμένων πολιτικών αποτελεσμάτων.
Έτσι λοιπόν, ο Κώστας Ζαχαριάδης προτείνει την αλληλεπίδραση του ‘θεσμικού περιβάλλοντος’ (Τοπική Αυτοδιοίκηση), με ‘θεσμικούς παράγοντες’ (να η τροποποίηση για την οποία και έγινε λόγος πιο πάνω), ώστε να προκύψει, δια της σύμπραξης, ένα ‘κατάλληλο αποτέλεσμα’, που είναι η επιλογή των κατάλληλων προσώπων για την προεδρίας της ΚΕΔΕ και της ΠΕΔ.
Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσαν να τεθούν οι ακόλουθοι στόχοι: Πρώτον, η μη εκλογή αυτοδιοικητικών που πρόσκεινται στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Δεύτερον, η θέσπιση εμποδίων στην ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική[4] που αφορά την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Τρίτον, στην καλλιέργεια του εδάφους για την μεταφορά αυτού του μοντέλου συνεργασίας στην κεντρική πολιτική σκηνή, με διακύβευμα να διαμορφωθεί μία πολιτική εναλλακτική απέναντι στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Πόσο εφικτή καθίσταται όμως η επίτευξη αυτού του στόχου;
Δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε, λέγοντας πως δεν είναι πολύ εφικτή, συνυπολογίζοντας κάποια σημαντικά δεδομένα. Και το κυριότερο δεδομένο είναι η ‘ασυμμετρία ισχύος’ που ανακύπτει ιστορικά σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης μεταξύ των αναφερόμενων πολιτικών κομμάτων και ιδίως, μεταξύ του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής και του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;
Σημαίνει πως[5] το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής διαθέτει περισσότερα αυτοδιοικητικά στελέχη, ξεκάθαρη αυτοδιοικητική στρατηγική, και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, όχι λίγους εκλεγμένους δημάρχους (και πολύ λιγότερο περιφερειάρχες) που ανήκουν σε αυτό.
Η σχετική σύγκλιση ή εξισορρόπηση μεταξύ των εκλογικών ποσοστών των δύο κομμάτων (βλέπε τις διπλές βουλευτικές εκλογές του Μαϊου και του Ιουνίου), δεν είχε και συνέχεια, με την ‘ασυμμετρία’ ισχύος[6] να εξακολουθεί να υφίσταται, όπως πιστοποίησε και το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών.
Όντας επηρεασμένοι από την ανάλυση του Γιώργου Τσεμπελή[7] περί ορθολογικής επιλογής, θα πούμε πως η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής,[8] έχοντας επίγνωση των πολλαπλών κρίσεων που βιώνει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι πολύ πιθανό να προτείνει δικά του αυτοδιοικητικά στελέχη για τις θέσεις των προέδρων σε ΚΕΔΕ και ΠΕΔ,[9] προκειμένου και να διαφοροποιηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, και να δείξει ή να ‘αποδείξει’ πως άτυπα αλλά ουσιαστικά, ασκεί έχει καθιερωθεί ως ο βασικότερος αντιπολιτευτικός πόλος στη Νέα Δημοκρατία, υποσκελίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ. Δρώντας ορθολογικά, η ηγεσία του κόμματος εκτιμά πως στην παρούσα συγκυρία, η οποιαδήποτε ‘σύνδεση’ με τον ‘ηττημένο’ ΣΥΡΙΖΑ, μόνο ζημία μπορεί να του προκαλέσει.
Η ισομέρεια στο στόχο (ήττα της Νέας Δημοκρατίας στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, πράγμα που σημαίνει μείωση των ποσοστών της), δεν θέτει τις βάσεις για την ανάπτυξη συγκλίσεων ή για την ‘απελευθέρωση’ μίας δυναμικής που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επίτευξη συγκλίσεων κατά το παράδειγμα του δήμου Αθηναίων. Στο οποίο διαρκώς ομνύει τόσο ο πρόεδρος όσο και άλλα στελέχη του εν Ελλάδι Κεντροαριστερού φορέα.
Η ‘Νέα Αριστερά’ ως ο αδύναμος εταίρος σε ένα τέτοιο παίγνιο, δεν διαθέτει πολλές δυνατότητες να επηρεάσει την φορά των εξελίξεων. Αυτό που θα μπορούσε να πράξει, είναι να διαμορφώσει το πλαίσιο πάνω στο οποίο θα μπορούσαν να διεξαχθούν τυχόν συζητήσεις. Όμως αυτό δεν είναι πιθανό να συμβεί.
[1] Η μετονομασία της ‘Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος’ σε ‘Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος’ (ΚΕΔΕ), απηχεί ευκρινώς τις ουσιώδεις μεταβολές που επήλθαν μετά την εφαρμογή της μεταρρύθμισης του ‘Καλλικράτη’ που προέβλεπε την συνένωση δήμων ανά την επικράτεια και την κατάργηση των νομαρχιών. Η απώλεια επιρροής και ισχύος από πλευράς τοπικών κοινοτήτων, προς όφελος των δήμων, η μη ουσιαστική συμμετοχή των τοπικών προέδρων στις διαδικασίες χάραξης πολιτικής και λήψης αποφάσεων, διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις ώστε αφενός μεν η παλαιά ‘ΚΕΔΚΕ’ να μετονομαστεί σε ‘ΚΕΔΕ’, και, αφετέρου δε, να μην είναι πολλοί οι πολίτες που θυμούνται πως πριν από λίγα χρόνια υπήρχε ένα συλλογικό όργανο δήμων και κοινοτήτων που ονομαζόταν ‘ΚΕΔΚΕ’. Τώρα, όσον αφορά την περίπτωση του πρώην υποψήφιου δημάρχου Αθηναίων Κώστα Ζαχαριάδη, θα επισημάνουμε πως ο ίδιος δεν βρίσκεται σε μία διαδικασία αναζήτησης νέου ρόλου εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, ούτε έχει αφήσει να διαφανεί πως σκέφτεται να προσχωρήσει στη ‘Νέα Αριστερά,’ παρά το γεγονός πως σε αυτόν τον κομματικό χώρο βρίσκονται άτομα με τα άτομα μοιράζεται κοινές απόψεις και έχει κοινά βιώματα (με τα μέλη της ηγετικής της ομάδας έχει και παρόμοια ηλικία). Θεωρητικώ τω τρόπω και λαμβάνοντας υπόψιν την δήλωση του περί συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής και την ‘Νέα Αριστερά,’ σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης (σαφώς, σημαντική μεταβλητή είναι και η ενασχόληση του με τα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, έτσι όπως εκφράστηκε με την υποψηφιότητα του για τον δήμο της Αθήνας), θα τονίσουμε πως ο ίδιος φαίνεται να επιθυμεί να αποκτήσει status αυτοδιοικητικού στελέχους και δη σημαντικού αυτοδιοικητικού στελέχους (ένας νεότερος ‘Γιάννης Σγουρός;’ ) του ΣΥΡΙΖΑ, θέτοντας, με αυτόν τον τρόπο, τις βάσεις για να αρχίσει να παραγάγει ο ‘Κασσελακικός ΣΥΡΙΖΑ’ σειρά αυτοδιοικητικών στελεχών, κάτι που δεν κατάφερε στο παρελθόν, παρά την πολιτική και εκλογική ισχυροποίηση του. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Κώστας Ζαχαριάδης αποτιμά αρνητικά την περίπτωση ‘Δούρου’, η οποία, παρά το ό,τι ήσαν Περιφερειάρχης Αττικής την περίοδο 2014-2019, περισσότερο απέβλεπε στο να προετοιμάσει το έδαφος για την εκ νέου μεταπήδηση της στην κεντρική πολιτική σκηνή, και πολύ λιγότερο στο να καταστεί ένα καθ’ όλα επιδραστικό αυτοδιοικητικό στέλεχος που εν προκειμένω θα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της στρατηγικής των περιφερειών, εφαρμόζοντας και πρωτότυπες πολιτικές σε επίπεδο περιφέρειας Αττικής. Ο Κώστας Ζαχαριάδης έχει εντοπίσει το ‘έλλειμμα’ (μπορούμε να κάνουμε λόγο και για την μη ύπαρξη αυτοδιοικητικής κουλτούρας εντός ΣΥΡΙΖΑ), και αναλόγως πράττει.
[2] Βλέπε σχετικά, Mayntz, R., & Sharpf, F.W., ‘Policy-making in the German Federal Bureaucracy,’ Elsevier, 1975. Παρά το γεγονός πως το «θεσμικό περιβάλλον» ήσαν κάτι παραπάνω από ιδανικό (άσκηση αντιπολίτευσης από την προνομιακή θέση του επικεφαλής της παράταξης της μείζονος αντιπολίτευσης στο δήμο Αθηναίων), για ένα στέλεχος ενός λαϊκιστικού κόμματος ο Νάσος Ηλιόπουλος, πρώην πλέον μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, δεν επεδίωξε να καταστεί σημαίνον αυτοδιοικητικό στέλεχος, στο εγκάρσιο σημείο όπου η όλη αυτοδιοικητική πορεία και παρουσία συνέκλινε με την αντιπολιτευτική δράση του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2019-2023. Όπως ο ΣΥΡΙΖΑ έτσι και ο Νάσος Ηλιόπουλος, διακρίθηκε για την ‘φτωχή’ παραγωγή πρωτότυπων ιδεών και συνεκτικών πολιτικών προτάσεων, για την απλοϊκή τοποθέτηση του πρόσημου ‘αντί’ στις δημόσιες τοποθετήσεις του και στις παρεμβάσεις του κατά τη διάρκεια των δημοτικών συμβουλίων, για την επίδειξη ενός ‘κενού’ ριζοσπαστισμού που αδυνατούσε να αντιληφθεί πως η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι ‘συγκρουσιακή αρένα’, για την δυσανεξία του στο να προσφέρει την συναίνεση του και να αποδεχθεί την σημασία κάποιων εκ των παρεμβάσεων της διοίκησης του Κώστα Μπακογιάννη.
[3] Βλέπε σχετικά, Τολίκα, Μαρία., ‘Συμμετοχική διακυβέρνηση και πολιτικά δίκτυα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση: ηγεσία, θεσμική συγκρότηση και νομιμοποίηση,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2019, σελ. 44, Διαθέσιμη στο: Τολίκα Μαρία (2019 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)) Συμμετοχική διακυβέρνηση και πολιτικά δίκτυα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση: ηγεσία, θεσμική συγκρότηση και νομιμοποίηση (ekt.gr) Ένας περιφερειάρχης που έχει την δυνατότητα να επιδράσει επί της διαδικασίας και του περιεχομένου των συζητήσεων μεταξύ Περιφερειαρχών και κεντρικής κυβέρνησης (βλέπε την «νομιμοποίηση κατά την διαδικασία», σύμφωνα με την διατύπωση της Μαρίας Τολίκα), είναι ο Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας.
[4] Ακόμη και η ρητορική που χρησιμοποιεί στη δήλωση του ο Κώστας Ζαχαριάδης, είναι βαθιά επηρεασμένη από την κομμουνιστική πολιτική ‘γλώσσα’ ή αλλιώς ‘ιδιόλεκτο’. Η γλωσσική έκφραση ‘μακρύ χέρι’ του κράτους που χρησιμοποιεί για να καταδείξει την κατά τον ίδιο ‘ταύτιση’ κυβέρνησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, παραπέμπει απευθείας στην κομμουνιστική ‘ιδιόλεκτο’: Δεν είναι λίγα τα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος που χρησιμοποιούν αυτή την γλωσσική έκφραση προκειμένου να ‘αποδείξουν’ την ‘ταύτιση’ κυβέρνησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης χάριν των ‘συμφερόντων του κεφαλαίου’. Πέραν όμως αυτού, η γλωσσική χρήση αυτής της έκφρασης, φανερώνει μία παρωχημένη, στατική και μονολιθική αντίληψη για τον ρόλο και για την λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού, καθότι παραβλέπει την πολύ καλή συνεργασία και τον υψηλό βαθμό συντονισμού που επιτεύχθηκε, μεταξύ κυβέρνησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης την περίοδο 2019-2023. Δεύτερον, τον υψηλό βαθμό αυτονομίας που απολαμβάνουν δήμοι (και όχι μόνο μεγάλοι δήμοι), και περιφέρειες ως προς την χάραξη πολιτικών, την διάθεση των κονδυλίων και την υλοποίηση των έργων με βάση ένα δικό τους χρονοδιάγραμμα. Τρίτον, την διαφοροποίηση που κάποιες φορές ενσκήπτει μεταξύ κυβέρνησης και κυβερνητικών επιλογών και των αυτοδιοικητικών επιλογών, εκεί όπου, σε πρώτο πλάνο τίθενται και αυτοδιοικητικοί προερχόμενοι από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Τέταρτον, στην ύπαρξη «ηγετών-οραματιστών» (visionary), σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση των Getimi & Hlepa. Όπως είναι ο δήμαρχος Περιστερίου Ανδρέας Παχατουρίδης, ο δήμαρχος Αμπελοκήπων-Μενεμένης Λάζαρος Κυρίζογλου, οι περιφερειάρχες Αλέκος Καχριμάνης (Ήπειρος) και Παναγιώτης Νίκας (Πελοπόννησος/Αρχές του 2024, ο Παναγιώτης Νίκας παραδίδει την διοίκηση της Περιφέρειας Πελοποννήσου στον νεο-εκλεγέντα Δημήτρη Πτωχό), οι οποίοι και δεν διαθέτουν ισχυρούς δεσμούς με την κυβέρνηση, παρότι είναι υποστηρικτές της Νέας Δημοκρατίας, και δεν επιθυμούν να αναπτύξουν τέτοιους δεσμούς. Βλέπε σχετικά, Getimis, P., & Hlepa, N., ‘The emergence of metropolitan governance in Athens,’ στο: Heinet, H., & Kubler, D., ‘Metropolitan governance. Capacity, Democracy and the dynamics of place,’ ECPR. Routledge, London & New York, 2005, σελ. 63. Βλέπε και, Σαδανά, Γεωργία, ‘Κάλεσμα Ζαχαριάδη σε ΠΑΣΟΚ και Νέα Αριστερά για «μια Προοδευτική και Ανεξάρτητη Τοπική Αυτοδιοίκηση»,’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 13/12/2023, Κάλεσμα Ζαχαριάδη σε ΠΑΣΟΚ και Νέα Αριστερά για «μια Προοδευτική και Ανεξάρτητη Τοπική Αυτοδιοίκηση» (protothema.gr)
[5] Ουσιαστικά, ένα τέτοιο ενδεχόμενο αυτοδιοικητικής σύμπραξης, όχι μόνο δεν προέκυψε κατά την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, εν καιρώ βαθιάς κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης, αλλά, δεν συζητήθηκε καν. Ακριβώς διότι οι στόχοι των δύο κομμάτων ή κομματικών δρώντων απέκλιναν δραστικά. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ, υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα έθεσε ως μείζον στόχο το να καταφέρει να αποκτήσει αυτοδιοικητικά ερείσματα το κόμμα του, εκκινώντας από τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του 2014, ενώ το δε ΠΑΣΟΚ, να εξακολουθήσει να διατηρεί την επιρροή του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, θεωρώντας κάτι τέτοιο ως πρωταρχική προϋπόθεση ώστε να συνεχίσει να έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Η στρατηγική ‘επιβίωσης’ που υιοθέτησε, το έθετε εν τοις πράγμασι σε ανταγωνιστική τροχιά με τον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που διατηρήθηκε και το 2019, τότε που η στρατηγική της ‘επιβίωσης’ αντικαταστάθηκε από την στρατηγική της αυτονομίας, με τον ΣΥΡΙΖΑ να εξακολουθεί να μην έχει δυναμική στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, αν και ασκούσε κυβερνητική εξουσία.
[6] Ακόμη και την περίοδο της διαρκούς εκλογικής-πολιτικής του ισχυροποίησης του ΣΥΡΙΖΑ, δεν τέθηκε ποτέ το ενδεχόμενο του να καταφέρει να κερδίσει κάποιος υποψήφιος αυτού του κόμματος κάποιον κεντρικό δήμο της χώρας.
[7] Βλέπε και, Τσεμπελής, Γιώργος., ‘Εμφωλευμένα Παίγνια. Η ορθολογική επιλογή στη συγκριτική πολιτική,’ Πρόλογος-Επιμέλεια: Κατσούλης Ηλίας. Μετάφραση: Νάνος Παναγιώτης. Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2004. Και ισχυρό δείγμα ορθολογικής επιλογής από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, θα ήσαν ο νεο-εκλεγείς Χάρης Δούκας για την θέση του προέδρου της ΚΕΔΕ.
[8] Σύγκλιση όμως επιτυγχάνεται στο πεδίο της γλώσσας και των γλωσσικών επιλογών, καθότι και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής Νίκος Ανδρουλάκης, χρησιμοποίησε, κατά την διάρκεια της πρόσφατης ημερίδας του ερευνητικού ινστιτούτου ‘In Social’ για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, φρασεολογία παρόμοια με αυτή του Κώστα Ζαχαριάδη. Και ο ίδιος λοιπόν, έκανε λόγο, απλουστευμένα και προδήλως εσφαλμένα, για το ό,τι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει ‘καταστήσει την Τοπική Αυτοδιοίκηση το ‘μακρύ της χέρι’, σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου προκύπτει ένα ετερογενές γλωσσικό ‘τρίγωνο’ το οποίο συναποτελούν οι Νίκος Ανδρουλάκης, Κώστας Ζαχαριάδης (ας μην διστάσουμε να πούμε και Στέφανος Κασσελάκης) και Δημήτρης Κουτσούμπας. Αποτελεί αυτή η γλωσσικού τύπου σύγκλιση θρυαλλίδα που μπορεί να επιφέρει και την πολιτική-αυτοδιοικητική σύγκλιση; Όχι, είναι η απάντηση μας.
[9] Αυτό που οφείλουμε να δούμε θεωρητικά, είναι το κατά πόσον δήμαρχοι και περιφερειάρχες προσφέρουν ευκαιρίες, μέσω των πολιτικών τους, του στυλ ηγεσίας που υιοθετούν και της ρητορικής τους, στην Κοινωνία των Πολιτών ώστε αυτή να μπορέσει να καταστεί περισσότερο παρεμβατική. Βλέπε και, Haus, M., & Heinet, H., ‘How to achieve governability at the local level?,’ στο: Ηaus, et al., ‘Urban Governance and Democracy,’ Routledge, London, 2004, σελ. 12-39. Αυτό το μοντέλο θα μπορούσε να ονομαστεί ‘διακυβερνητικό’.