O πρόεδρος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) Αλέξης Τσίπρας, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Κοινοβούλιο, υπέβαλλε πρόταση μομφής[1] προς την κυβέρνηση, με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση των υποκλοπών.
Που εν προκειμένω προκλήθηκαν από τις πρωτοβουλίες που έλαβε ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), Χρήστος Ράμμος.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η πρόταση επέφερε κάποια έκπληξη, καθότι όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, δεν υπήρξαν, από πλευράς του ΣΥΡΙΖΑ και των στελεχών του, αναφορές στο ενδεχόμενο υποβολής της.
Ποιοι μπορεί να είναι όμως οι λόγοι που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ να στραφεί σε αυτό το κοινοβουλευτικό ‘εργαλείο,’ εντάσσοντας το εντός της «κομματικής στρατηγικής»[2] (βλέπε την ανάλυση του Κώστα Ελευθερίου) του έτσι όπως διαμορφώνεται αυτή την περίοδο; Κινούμενοι κατά βάση σε ένα θεωρητικό-πολιτικό πλαίσιο, θα καταγράψουμε κάποιους παράγοντες.
Ο πρώτος παράγοντας που ώθησε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλλει πρόταση δυσπιστίας, είναι η βαθύτερη επιθυμία του να συγκροτηθεί ένα ευρύτερο κοινοβουλευτικό-αντιπολιτευτικό μέτωπο (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ 25), το οποίο για όσο χρονικό διάστημα θα διαρκέσει η σχετική συζήτηση, θα ασκεί έντονες πιέσεις στην κυβέρνηση για το θέμα των υποκλοπών-παρακολουθήσεων, εξωθώντας την σε θέση άμυνας δια της αμφισβήτησης της δέσμευσης της κυβέρνησης στην υπεράσπιση και στη διασφάλιση των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου.
Όμως εδώ ενσκήπτει το πρώτο πρόβλημα: Πως μπορεί να διαμορφωθεί ένα τέτοιο αντιπολιτευτικό μέτωπο από την στιγμή όπου οι κομματικές στρατηγικές των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν συγκλίνουν και το καθένα θα προσέλθει στη συζήτηση από διαφορετική αφετηρία; Θα θέσει διαφορετικούς στόχους;
Για παράδειγμα, είναι απολύτως λογικοί οι στοχεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του κόμματος ΜΕΡΑ 25 του άλλοτε υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη να αποκλίνουν δραστικά, από την στιγμή όπου το δεύτερο μπορεί να αντιληφθεί την όλη κοινοβουλευτική διαδικασία και συζήτηση ως ‘ευκαιρία’ για τη διαμόρφωση, με καταληκτικό ορίζοντα την πραγματοποίηση των βουλευτικών εκλογών, μίας «στρατηγικής επιβίωσης»,[3] σύμφωνα με τη διατύπωση των Νίκου Μαραντζίδη και Στάθη Καλύβα;
Λόγω του ό,τι είναι το κόμμα που σύμφωνα με τα δημοσκοπικά ευρήματα φαίνεται να πιέζεται περισσότερο από τα υπόλοιπα (κυρίως την ‘Ελληνική Λύση’ του Κυριάκου Βελόπουλου), ως προς την είσοδο του στην επόμενη Βουλή;
Ο δεύτερος παράγοντας ή αλλιώς, λόγος που οδήγησε στην επένδυση σε μία τέτοια επιλογή, έχει να κάνει με την πρόθεση του προέδρου του κόμματος (και των κοινοβουλευτικών του στελεχών), να εμπλακεί σε μία άμεση και ‘συγκρουσιακή’ αντιπαράθεση με τον πρωθυπουργό και αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη[4], ώστε να καταφέρει να ενισχύσει ποιοτικά το δυνάμει ‘πρωθυπουργικό’ του προφίλ εν όψει της επίσημης έναρξης της προεκλογικής περιόδου. Επενδύοντας σε συγκεκριμένα πολιτικά διλήμματα.
Μέσω μίας τέτοιας κίνησης, ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να φανεί ως καθαυτό ‘θεσμικός παίκτης’, ως ένας πολιτικός ηγέτης που ‘υπερασπίζεται τη δημοκρατία και τους κανόνες που τη διέπουν,’ στοχεύοντας στο να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την προσέλκυση Κεντρώων και μετριοπαθών ψηφοφόρων, ιδίως των πλέον αμφιταλαντευόμενων μεταξύ αυτών.[5]
Αμφιταλαντευόμενων μεταξύ τριών κομμάτων, ήτοι της Νέας Δημοκρατίας, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, το οποίο αποκτά, ανέλπιστα ίσως, την ευκαιρία να καταστεί «κόμμα επιλογής»,[6] προσφέροντας σε μία ευρεία μάζα εκλογέων, λόγους για να το επιλέξουν (και όχι να ταυτιστούν απαραίτητα μαζί του), στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές.
Ο τρίτος παράγοντας που εντοπίζουμε έχει σχέση με την επιδίωξη του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ποιος ο ρόλος της Πόπης Τσαπανίδου στην γνωστοποίηση των θέσεων του κόμματος; ), να συν-διαμορφώσει την πολιτική ατζέντα της περιόδου που διανύουμε, αποκτώντας την δυναμική που δεν του προσέφεραν (είναι τουλάχιστον άτοπο να καλέσουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που θα λάβουν τον λόγο, στην πραγματοποίηση διαδηλώσεων διαμαρτυρίας κατά της κυβέρνησης), ζητήματα όπως η ενεργειακή επισφάλεια.
Βέβαια, δεν πρέπει να προδικάζεται πως ο βαθμός της πόλωσης[7] που μπορεί να επικρατήσει εντός Κοινοβουλίου, μεταξύ πολιτικών κομμάτων, θα είναι ίδιος με αυτόν που θα επικρατήσει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
[1] Για την ομιλία του επικεφαλής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βουλή και για την υποβολή της πρότασης δυσπιστίας μέσω της οποίας αμφισβητείται η ικανότητα ενός κυβερνώντος κόμματος στο να απολαύει την εμπιστοσύνη μελών της κοινοβουλευτικής του ομάδας, βλέπε και, Μιχαηλίδης, Γιώργος, & Γκρήγκοβιτς, Ελένη, ‘Πρόταση δυσπιστίας από τον Τσίπρα - Δεκτή από την κυβέρνηση,’ Ιστοσελίδα εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 25/01/2023, Πρόταση δυσπιστίας από τον Τσίπρα - Δεκτή από την κυβέρνηση (protothema.gr) Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπάνω, θα πούμε πως είναι εν τοις πράγμασι δύσκολο έως ουτοπικό, το να στοχεύει η συγκεκριμένη πρόταση δυσπιστίας στην απώλειας της πλειοψηφίας και κατ’ επέκταση, στην πτώση της κυβέρνησης. Αυτή η διαπίστωση, μας ωθεί ή μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε περαιτέρω, λέγοντας πως στα Μεταπολιτευτικά κοινοβουλευτικά-πολιτικά ειωθότα, η υποβολή πρότασης δυσπιστίας (ο όρος ‘μομφή’ φέρει ένα νομικό πρόσημο), συνήθως δεν πετυχαίνει τους εκ των προτέρων τιθέμενους σκοπούς, εάν υποθέσουμε εδώ πως μεταξύ αυτών των σκοπών μπορεί να είναι και η πτώση της κυβέρνησης. Άρα, η χρησιμότητα ως κοινοβουλευτικού μέσου άσκησης πολιτικής και ύστατου εργαλείου άσκησης πίεσης προς την κυβέρνηση σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, καθίσταται συζητήσιμη, ιδίως εάν λάβουμε υπόψιν το ό,τι ενίοτε το περιεχόμενο της κοινοβουλευτικής συζήτησης και ο τρόπος διεξαγωγής της, μπορούν να ξεφύγουν κατά πολύ από τον έλεγχο του κόμματος που υπέβαλλε την πρόταση.
[2] Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου, Κώστας., ‘Κομματική στρατηγική, οργανωτική αλλαγή και εκλογική κινητοποίηση : το ΚΚΕ στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010,’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τόμος 37, 2011, Διαθέσιμο στο: 14519-409-34743-1-10-20170918.pdf Δεν διακρίνουμε κάποια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της υποβολής πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης και της άσκησης πιέσεων προς αυτή ώστε πολύ άμεσα να ορίσει ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών. Μία τέτοια επιδίωξη, όχι μόνο δεν θα προσέφερε κάτι το ιδιαίτερο, αλλά, θα συνιστούσε και κίνησης κομματικής ‘απελπισίας.’
[3] Βλέπε σχετικά, Marantzidis, N., & Kalyvas, S., ‘Greek Communism, 1968-2001,’ Eastern European Politics and Societies, Τόμος 16, Τεύχος 3, 2002, σελ. 689.
[4] Οι κοινοβουλευτικοί κανόνες (προ ημερησίας διατάξεως συζητήσεις, η ‘Ώρα του Πρωθυπουργού’), προσφέρουν στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όχι μόνο, την δυνατότητα της αντιπαράθεσης με τον πρωθυπουργό στο επίπεδο της ανταλλαγής επιχειρημάτων για θέματα που άπτονται της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας. Από την στιγμή όπου επελέγη η πρόταση δυσπιστίας, ο Αλέξης Τσίπρας καλείται εν τοις πράγμασι να κάνει χρήση ισχυρών, συμβολικά-πολιτικά επιχειρημάτων (οι αφορισμοί, οι κοινοτυπίες τύπου το ‘φως της δημοκρατίας θα νικήσει το σκοτάδι’ και οι προσωπικές επιθέσεις δεν βοηθούν καθόλου), τα οποία και θα ενθαρρύνουν τους βουλευτές του κόμματος να συμμετάσχουν στην κοινοβουλευτική συζήτηση, με διακύβευμα το να αποτρέψουν το κυβερνών κόμμα και τους βουλευτές του να αποκτήσουν το οποιοδήποτε πλεονέκτημα. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης, διεξάγεται σε δύο παράλληλα και αλληλοσυνδεόμενα επίπεδα: Τόσο στο επίπεδο των πολιτικών αρχηγών, όσο και στο επίπεδο των βουλευτών (εδώ εντάσσουμε και τα μέλη του προεδρείου μίας κοινοβουλευτικής ομάδας). Οι προτάσεις δυσπιστίας δεν ενεγράφησαν στη στρατηγική του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη, την περίοδο που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση. Προς επίρρωσιν αυτού, θα επισημάνουμε πως χρήση του ‘εργαλείου’ αυτού, δεν έλαβε χώρα και σε περιπτώσεις όπου κάλλιστα θα μπορούσε να συμβεί (πυρκαγιά στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018).
[5] Θεωρούμε πως έχει ιδιαίτερο θεωρητικό-επιστημονικό ενδιαφέρον η παρακολούθηση της σχετικής συζήτησης προκειμένου να εξαχθούν τα κατάλληλα συμπεράσματα για την κοινοβουλευτική γλώσσα που θα χρησιμοποιηθεί και για το είδος αυτής (ποιοι κοινοβουλευτικοί ‘ρήτορες’ μπορεί να εμφανιστούν; Είναι τέτοιος ο βουλευτής του ΚΚΕ Θανάσης Παφίλης; Η απάντηση μας είναι πως όχι), για το αν και σε ποιον βαθμό θα γίνει χρήση των πολιτικών επιχειρημάτων που θα χρησιμοποιηθούν και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αν και κάτι τέτοιο προϋποθέτει να παρακολουθούμε εκ του σύνεγγυς και την εξέλιξη της προεκλογικής περιόδου, το ποιοι θα είναι οι πρωταγωνιστές που εκτός όλων των άλλων, πέραν της έκβασης της συζήτησης, θα καταφέρουν να ενισχύσουν το πολιτικό του κεφάλαιο εν όψει της επόμενης ημέρας και κοινοβουλευτικής περιόδου. Ένας Κεντρώος ψηφοφόρος μπορεί να αποδώσει έμφαση στη συνολική πολιτική συμπεριφορά, αντιμετωπίζοντας ευμενώς την θεσμική ευπρέπεια (η πρόταση δυσπιστίας από μόνη της δεν λέει κάτι) και θεωρώντας την ευγένεια απαραίτητα προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μίας ορθής πολιτικής συμπεριφοράς ή ενός διαφορετικού πολιτικού πολιτισμού.
[6] Βλέπε σχετικά, Διαμαντόπουλος, Θανάσης., ‘Το κομματικό φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων,’ Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1993, σελ. 141. Το προεδρείο της κοινοβουλευτικής ομάδας του Κεντροαριστερού πολιτικού φορέα, οφείλει να ‘μοιράσει’ τους ρόλους σε αυτή τη διαδικασία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δίνοντας χώρο και χρόνο σε βουλευτές της περιφέρειας και επιφορτίζοντας τον Ανδρέα Λοβέρδο με το πολιτικό-κοινοβουλευτικό καθήκον της αντιμετώπισης της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας, καθώς και της αντίστοιχης του ΣΥΡΙΖΑ. Ζητούμενο καθίσταται το να αποτραπεί το ενδεχόμενο του να εμφανισθεί στα μάτια Κεντρώων και όχι μόνο, ψηφοφόρων, ο Αλέξης Τσίπρας ως εκείνος ο πολιτικός ηγέτης που ενδιαφέρεται προσωπικά, έχοντας ‘ευγενή κίνητρα’ για το ζήτημα των υποκλοπών, κάτι που ‘δεν πράττει το άμεσα θιγόμενο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.’
[7] Η πόλωση εντός Κοινοβουλίου, επιμερίζεται μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, έχοντας φορά από τα πάνω προς τα κάτω: Άλλος είναι ο βαθμός της πόλωσης μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, και άλλος μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΚΚΕ, το οποίο, όσο και αν προσπαθεί εντόνως, είναι δύσκολο να δει το κυβερνών κόμμα να στρέφει εξ ολοκλήρου τα πυρά του προς αυτό. Κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί και για άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα. Ας μην λησμονούμε πως ιδιαίτερη πόλωση και ανταγωνισμός μπορεί να προκύψει μεταξύ και των μικρότερων κοινοβουλευτικών κομμάτων που προσπαθούν έτσι να κερδίσουν το ‘δικαίωμα’ του να είναι αυτά που θα μείνουν στη μνήμη του εκλογέα.