Για την Ουκρανική υποψηφιότητα για ένταξη στην Ε.Ε

Σίμος Ανδρονίδης 06 Ιουλ 2022

Πριν από λίγες ημέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποφάσισε να προσδώσει στην εμπόλεμη Ουκρανία καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χώρας.

 Αυτή καθαυτή η εξέλιξη είναι ιδιαιτέρως σημαντική για την Ουκρανία και για την Ουκρανική κυβέρνηση, ακόμη και αν δεν ήσαν αρκετή για να εξωθήσει τις Ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις που έχουν εισβάλλει στην Ουκρανία από τις 24 Φεβρουαρίου τρέχοντος έτους, να παύσουν τις συγκρούσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία υπήρξε ο θεμελιώδης παράγοντας (η θρυαλλίδα, θα μπορούσαμε να πούμε), που εν προκειμένω ώθησε την Ουκρανική κυβέρνηση να υποβάλλει από τον περασμένο Μάρτιο κιόλας, αίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση,[1] προκειμένου να ενισχύσει περαιτέρω την πολιτική της νομιμοποίηση που τίθονταν εν αμφιβόλω από το Πουτινικό καθεστώς, να διατρανώσει τις προθέσεις του και προς τη Ρωσία και προς τη Διεθνή Κοινότητα, να καταστήσει σημαίνοντα αρωγό την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις χώρες-μέλη στην προσπάθεια απόκρουσης της Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής.

Υπό αυτό το πρίσμα, και δεδομένων των συνθηκών[2] έτσι όπως διαμορφώνονται στην Ουκρανία, όπως επίσης και της θέσης στην οποία βρίσκεται η Ουκρανική κυβέρνηση, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, που είναι επιφορτισμένα με την ενταξιακή πορεία μίας χώρας και την εξέλιξη αυτής της πορείας η οποία δεν καθίσταται ευθύγραμμη, οφείλουν να μην ακολουθήσουν την «κλασική μέθοδο»[3] ένταξης, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Preston.

Η μέθοδος αυτή «επικεντρώνει στην προθυμία και την ικανότητα των υποψηφίων να αποδεχτούν το κοινοτικό κεκτημένο και στην οποία οι διαπραγματεύσεις αφορούν σε μεγάλο βαθμό την έκταση και τη διάρκεια των μεταβατικών περιόδων».[4] Αντί αυτής της μεθόδου, η Ένωση πρέπει να στραφεί σε «έναν κύκλο διαπραγματεύσεων «προσαρμογής» στη διάρκεια του οποίου η ΕΕ χρειάζεται να κάνει πολύ περισσότερα από όσα έκανε σε προηγούμενες διευρύνσεις για να βοηθήσει τις υποψήφιες χώρες να εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις της ένταξης τους στην ΕΕ».[5]

Σε αυτή την κατηγορία ανήκει η εμπόλεμη Ουκρανία, η οποία, και σε αυτή τη φάση αλλά και μεταγενέστερα, χρειάζεται τη συχνή καθοδήγηση και πολιτική ενθάρρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των θεσμικών της οργάνων και των χωρών-μελών[6], με διακύβευμα την πραγματοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων που κάθε φορά θα την φέρνουν και εγγύτερα στον μείζον στόχο ή αλλιώς, στο μείζον διακύβευμα, την πολιτική-διπλωματική υποστήριξη απέναντι σε ένα καθεστώς το οποίο εξακολουθεί να την αντιμετωπίζει ως ‘τεχνητή’ χώρα.

 Στο εγκάρσιο σημείο όπου η Ένωση πρέπει επίσης να ασκηθεί στην υπομονή, ιδίως στην περίπτωση που η Ουκρανία, αποκλίνει για λόγους που έχουν να κάνουν και με την ένοπλη σύρραξη, από τα τιθέμενα κριτήρια ένταξης (φυσικά, επισημαίνοντας αυτά τα στοιχεία, δεν υπονοούμε πως η όλη διαδικασία ένταξης πρέπει να είναι a la carte).

 Και το θετικό είναι πως η διαδικασία ένταξης, δεν καθίσταται ex nihilo, ήτοι ‘εκ του μηδενός,’ ακριβώς διότι, παρά τις διάφορες απλοϊκές και εσφαλμένες αντιλήψεις που ενίοτε βρίσκουν ευήκοα ώτα, η Ουκρανία διαθέτει δημοκρατική οργάνωση και δημοκρατικούς θεσμούς (εάν ήσαν αυταρχικό καθεστώς, τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά, με την πιθανότητα να λάβει καθεστώς υποψήφιας χώρας να ήταν πολύ χαμηλό έως μηδαμινό, ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες), και επίσης, κράτος δικαίου.

Οπότε, αυτό που απαιτείται είναι η διαρκής εμβάθυνση αυτών των θεσμών ώστε να φθάσει έως του σημείου να ευθυγραμμιστεί με τα υψηλά ποιοτικά standards που θέτει η Ένωση. Κάτι που μπορεί να σημασιοδοτήσει και την θετική για την ίδια, ολοκλήρωση της διαδικασίας.

Το επίσης θετικό είναι πως, όπως δείχνουν διάφορες μετρήσεις, η πλειοψηφία του Ουκρανικού πληθυσμού έχει φιλο-ευρωπαϊκή κατεύθυνση, δίχως να έχει επηρεασθεί από τα Ρωσικά ‘οπλοποιημένα’ αφηγήματα. Για την Ουκρανία, εκκινεί μία δύσκολη αλλά εξόχως ενδιαφέρουσα διαδρομή, με το επίδικο να είναι, για την ίδια και για όλους όσοι ομνύουν στις αρχές και στις αξίες του πολιτικού φιλελευθερισμού, στις αρχές της ομοσπονδιοποίησης της Ένωσης, στη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, η θετική κατάληξη αυτής της διαδρομής.

 

[1] Μαζί με τη Γεωργία και τη Μολδαβία. Οι τρεις χώρες διαμοιράζονται ένα κοινό στοιχείο. Και ποιο είναι αυτό; Είναι το ό,τι έχουν υποστεί, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, τη Ρωσική επιθετικότητα, αρχής γενομένης από τη Μολδαβία, αν και η Γεωργία το 2008 και η Ουκρανία από τα μέσα της δεκαετίας του 2010, την υπέστησαν σε μεγαλύτερο βαθμό. Το γεγονός όμως πως υπέβαλλαν σχεδόν την ίδια περίοδο αίτημα ένταξης στην Ένωση, δεν σημαίνει πως οι αιτήσεις του θα εξετασθούν από κοινού.

[2] Δεν έχει οριστεί ένα ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, από την στιγμή όπου και οι συγκρούσεις σε διάφορες περιοχές της Ουκρανίας συνεχίζονται, και δεν διαφαίνεται κάποια άμεση προοπτική επίτευξης εκεχειρίας, όσο μάλιστα τα Ρωσικά στρατεύματα συνεχίζουν να προωθούνται σε περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας. Ανεξαρτήτως όμως αυτής της εξέλιξης, η διαδικασία έχει αρχίσει να εξελίσσεται, και πρέπει να βρει την Ουκρανική κυβέρνηση καθ’ όλα έτοιμη (για την ακρίβεια, η Ουκρανική κυβέρνηση καλείται να εξισορροπήσει μεταξύ αντιμετώπισης του Ρώσου εισβολέα και διαχείρισης του ό,τι είναι ήδη υποψήφια προς ένταξη χώρα, επενδύοντας συμβολικούς-πολιτικούς πόρους και ενέργεια και προς τις δύο κατευθύνσεις), να συνεργασθεί με τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα, να διαπραγματευθεί με την επιτροπή διεύρυνσης, και να διατηρήσει την ψυχραιμία της, ιδίως σε περίπτωση που το αυταρχικό Πουτινικό καθεστώς επιδιώξει να παρέμβει με κάποιον τρόπο στη διαδικασία της ένταξης, με σκοπό να την υπονομεύσει.

[3] Βλέπε σχετικά, Preston, C., ‘Obstacles to EU enlargement: The classical community method and the prospects for a wider Europe,’ Journal of Common Market Studies, 33, 3, 1995.

[4] Βλέπε σχετικά, Nugent, Neil., ‘Πολιτική και διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση,’ Πρόλογος-Επιμέλεια: Μαρία Μενδρινού, Μετάφραση: Ιουλία Τσολακίδου, Αλεξάνδρα Τριανταφύλλου, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σελ. 652. Χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία εμπίπτουν τυπολογικά, σε αυτή την κατηγορία (όπως και οι Σκανδιναβικές) με το μεγάλο ‘κύμα’ της διεύρυνση του 2004 να φέρει την κάτωθι ιδιαιτερότητα. Να ωθεί δηλαδή την Ένωση να κάνει χρήση τόσο της κλασικής μεθόδου ένταξης όσο και της μεθόδου ένταξης που εστιάζει στη δυνατότητα προσαρμογής της Ένωσης στις συνθήκες και στα χαρακτηριστικά που απαντώνται στις προς ένταξη χώρες, με τρόπο ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί επαρκώς στις διαφορετικές τροχιές ένταξης που ενέπιπταν μεταξύ των υποψήφιων χωρών-μελών. Και αυτή την εξέλιξη τη διαχειρίστηκε κάτι παραπάνω από ικανοποιητικά, κάτι που συνιστά ισχυρή ένδειξη της προσαρμοστικότητας της, και, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, της θεσμικής ωριμότητας που τη διακρίνει.

[5] Βλέπε σχετικά, Nugent, Neil., ‘Πολιτική και διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση…ό.π., σελ. 652.

[6] Τα κράτη-μέλη της Ανατολικής Ευρώπης (γιατί όχι και η Ελλάδα; ),  που εντάχθηκαν σε αυτή με το τελευταίο μεγάλο ‘κύμα’ διεύρυνσης, μπορούν να παράσχουν πολύτιμη τεχνογνωσία στην Ουκρανία. Σε τεχνικό, διαπραγματευτικό και πολιτικό επίπεδο (η Ουκρανική κυβέρνηση πρέπει να ορίσει ήδη επικεφαλής διαπραγματευτή που θα συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις και στις συζητήσεις με Ευρωπαίους αξιωματούχους).