Για την ομιλία του πρωθυπουργού ενώπιον των μελών του Κογκρέσου

Σίμος Ανδρονίδης 25 Μαϊ 2022

Την Τρίτη 17 Μαϊου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, παραχώρησε ομιλία στην κοινή και πανηγυρική συνεδρίαση της  Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας (των Ηνωμένων Πολιτειών) στο χώρο του Καπιτωλίου, μετά από πρόσκληση της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόσι.

Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την ομιλία του, μέσω της οποίας έθιξε σειρά ζητημάτων, εμπνευσμένη πολιτικά, μνημονικά και ιστορικά, καθότι ανέδειξε το βάθος των ιστορικών σχέσεων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Ελλάδας,[1] την εξέλιξη των διμερών σχέσεων προϊόντος του χρόνου, αναφέρθηκε στη Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία και στις προκλήσεις που αυτή δημιουργεί, θέτοντας στο επίκεντρο, τόσο την αλληλεπίδραση, ή αλλιώς τη διεπίδραση μεταξύ της ελληνικής επανάστασης του 1821 και του Αμερικανικού πολέμου της ανεξαρτησίας,[2] αλληλεπίδραση που δεν περιορίσθηκε μόνο στις κειμενικές-πολιτικές ανταλλαγές ή αλλιώς, στις ανταλλαγές προταγμάτων (το ‘ελευθερία ή θάνατος’ μπορεί να ιδωθεί ως το εγχώριο αντίστοιχο του Αμερικάνικου ‘give me liberty or give me death’), αλλά και στο περιεχόμενο τους, στην εντός του περιβάλλοντος της σύγκρουσης εκκόλαψης του προτιμητέου συστήματος διακυβέρνησης, όσο και τα σημεία εκείνα στα οποία οι δύο χώρες συγκλίνουν την σημερινή εποχή.

Εάν δε, εστιάσουμε στις ιδιαίτερες πρωθυπουργικές εγκλήσεις περί δημοκρατίας, δημοκρατικής οργάνωσης και δημοκρατικών αξιών, τότε μπορούμε να πούμε πως κατ’ αυτόν τον τρόπο η ομιλία του, μπορεί να εγγραφεί στη γενεαολογία της σύγκρισης μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών καθεστώτων, σύγκριση στην οποία αποδίδει έμφαση ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν, από τις απαρχές ακόμη της θητείας του.

Σε αυτό το πλαίσιο, θα αναφέρουμε πως την ομιλία του πρωθυπουργού την διέκρινε επίσης ένας υψηλός βαθμός εξωστρέφειας,[3] πολιτικής και πολιτισμικής (κάτι στο οποίο δεν έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση),[4] η στάση της ελληνικής πολιτείας απέναντι στη Ρωσική στρατιωτική εισβολή, η οποία εναρμονίζεται με τη στάση διεθνών δρώντων όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση της οποίας άλλωστε η Ελλάδα αποτελεί μέλος, και επίσης, μία αίσθηση ή ορθότερα ένα καθήκον  υπενθύμισης (η χροιά της φωνής αλλάζει λίγο σε αυτό το σημείο), της Τουρκικής στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974.[5]  

Η ελληνική διπλωματία οφείλει να αδράξει αυτή την αναφορά στο Κυπριακό και στην λύση δύο κρατών που πλέον ευαγγελίζονται η Τουρκία και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία, εκκινώντας μία διπλωματική-πολιτική εκστρατεία που θα εκκινεί από την παραδοχή πως το βασικό μοντέλο για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος είναι η δι-ζωνική, δι-κοινοτική ομοσπονδία.

Αθροιζόμενα όλα μαζί, τα στοιχεία αυτά συνέθεσαν το περίγραμμα μίας ομιλίας ουσιαστικής η οποία είχε και ‘φορτισμένα’ σημεία, κομίζοντας τα κατάλληλα μηνύματα  ενώπιον ενός πραγματικού και όχι εικονικού ακροατηρίου, θέτοντας στο επίκεντρο το συμβολικό κεφάλαιο της χώρας.[6]

 Όσο (και ορθώς), εξέλιπε η στερεοτυπική αρχαιολατρεία εξέλιπε, τόσο κέρδιζαν έδαφος και έβρισκαν χώρο έκφρασης οι γλωσσικές αναφορές στα χαρακτηριστικά εκείνα που καθιστούν την Ελλάδα μία σύγχρονη και με αυτοπεποίθηση χώρα.

 Συμπερασματικά, και δίχως διάθεση οποιασδήποτε υπερβολής, η ομιλία του πρωθυπουργού συνέβαλλε στην ενίσχυση του συμβολικού-διπλωματικού κεφαλαίου της χώρας και επίσης,  κυμάνθηκε αισθητά πάνω από τον μέσο όρο των τοποθετήσεων Ελλήνων Βουλευτών, μηδέ των πολιτικών αρχηγών εξαιρούμενων  (εδώ μπορούμε να δούμε και τον ρόλο που διαδραματίζει το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται το πολιτικό υποκείμενο), στο κοινοβούλιο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο επίκεντρο της ομιλίας βρέθηκε το πως μπορεί να λάβει χώρα η κατά τον Γερμανό κοινωνιολόγο Ulrich Beck, «διανομή των αγαθών».[7]  

H άνετη και όχι απλά καλή χρήση της Αγγλικής γλώσσας, η οποία επιτρέπει τη διατύπωση σύνθετων στοχασμών,   κατέστησε τα μηνύματα που απέστειλε εύληπτα και κατανοητά.

 

[1] Ήταν εύστοχες οι αναφορές στις αξίες και δη στις δημοκρατικές αξίες που δια-μοιράζονται οι δύο χώρες (εδώ οφείλουμε να εστιάσουμε και στο ό,τι οι δύο δημοκρατίες διαθέτουν «προβλεψιμότητα των θεσμών, των διαδικασιών και των αποτελεσμάτων της διαδικασίας διαμόρφωσης πολιτικής βούλησης και λήψης αποφάσεων», σύμφωνα με τον Manfred Schmidt), σε μία περίοδο μάλιστα όπου και  λαμβάνουν χώρα ένοπλες συγκρούσεις σε διάφορες περιοχές του κόσμου (στην Υεμένη, στη Συρία, στη Λιβύη, στην Ουκρανία, εκεί όπου, αφενός μεν στις πρώτες τρεις συγκρουσιακές ζώνες δεν εμπλέκεται κάποια ανεπτυγμένη, φιλελεύθερη δημοκρατία, και, αφετέρου δε, στην Ουκρανία, μία νεαρή δημοκρατία που δεν παύει να είναι δημοκρατία, δέχεται την επίθεση ενός εκλογικού, αυταρχικού καθεστώτος), και η διαδικασία εκδημοκρατισμού σε διάφορες περιοχές έχει επιβραδυνθεί αισθητά, ενώ σε άλλες δεν έχει εκκινήσει καν (βλέπε Λιβύη).  Βλέπε σχετικά, Manfred, Schmidt., ‘Θεωρίες της Δημοκρατίας,’ Επιστημονική Επιμέλεια: Δώδος Δημοσθένης, Επίμετρο: Πάσχος Γιώργος, Μετάφραση: Δεκαβάλλα Ελευθερία, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2004.

[2] Οι στοχευμένες αναφορές του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην ‘επαναστατική αλληλεπίδραση,’ προσφέρουν την ευκαιρία, έναν χρόνο μετά τον εορτασμό των 200 χρόνων από το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821, να μελετηθεί περισσότερο διεξοδικά και επίσης, δι-επιστημονικά, η σχέση μεταξύ του Αμερικανικού πολέμου της Ανεξαρτησίας και της ελληνικής επανάστασης του 1821. Για μία τολμηρή προσέγγιση που τοποθετεί την επανάσταση του 1821 όχι στις ορθές, όσο στις πραγματικές της διαστάσεις, βλέπε τα δύο άρθρα του ιστορικού του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κώστα Κωστή στην εφημερίδα ‘Τα Νέα.’ Κωστής, Κώστας, ‘Τι έμαθα κατά το 2021 για το 1821,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ Α’ Μέρος, 08/01/2022, και, Του ιδίου, ‘Τι έμαθα κατά το 2021 για το 1821…ό.π., Β’ Μέρος.

[3] Η ομιλία του πρωθυπουργού εν συνόλω και όχι κάποια επιμέρους τμήματα της, υπερέβη δραστικά τα στεγανά του φοβικού και αμυντικού εθνο-κεντρισμού, του μιζεραμπιλισμού, της αναλυτικής ρηχότητας,  του λαϊκισμού ως τρόπου άσκησης πολιτικής.

[4] Οι αναφορές στους Ελληνο-αμερικανούς  λογοτέχνες Τζορτζ Πελεκάνο και Τζέφρι Ευγενίδη, ως προϊόντα της ώσμωση της ελληνικής με την αμερικανική κουλτούρα, συνιστά ισχυρή ένδειξη μίας εξωστρέφειας που δεν κομπιάζει και δεν έχει ανάγκη να καταστεί αρεστή. Στην ομιλία του πρωθυπουργού, συνυπήρξαν η προτίμηση στη γνώση, στην παραγωγή της γνώσης και στη διάχυση των ωφελημάτων της (Άλμπερτ Μπουρλάς), και η συνεισφορά της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και του αθλητισμού στη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός υποκειμένου, και περαιτέρω, στην εξέλιξη του. Με αυτόν τον τρόπο, η ομιλία του, δεν ήσαν ομιλία καθαυτό πολιτική.

[5] Δώδεκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής κρίσης, η ομιλία του πρωθυπουργού ενώπιον των μελών του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτέλεσε το έναυσμα για τη διαμόρφωση ενός θετικού κλίματος το οποίο χρειάζονται τόσο η χώρα, όσο και το πολιτικό της προσωπικό, το οποίο, την περίοδο της κρίσης, λοιδορήθηκε αρκετά εντός και εκτός της χώρας.

[6] Λιτά και κατανοητά, ο πρωθυπουργός δεν δίστασε να κάνει χρήση των λεγόμενων «παραστασιακών στοιχείων» της γλώσσας, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Mc Conachie, επιδιώκοντας να καταστήσει του Αμερικανούς βουλευτές και γερουσιαστές (το πολιτικό προσωπικό της χώρας), κοινωνούς της στάσης της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην Τουρκία. Το μήνυμα εδώ είναι σύντομο αλλά περιεκτικό εύληπτο και εκπεφρασμένο στη μητρική γλώσσα των ακροατών,  καθότι εστιάζει  στην επιθυμία ύπαρξης σχέσεων καλής γειτονίας και ειρηνικής-πολιτικής επίλυσης των εκκρεμών ελληνοτουρκικών διαφορών, θεσπίζοντας παράλληλα ενώπιον ενός ακροατηρίου που επιθυμεί πρωτίστως να ακούσει τον Έλληνα πρωθυπουργό για το πως νοηματοδοτεί τις ανάγκες της χώρας του,  τις ελληνικές ‘κόκκινες γραμμές’: ‘Δεν θα δεχθούμε παραβιάσει της εδαφικής κυριαρχίας και ακεραιότητας μας.’ Αναφέρεται στο: Αργύρης, Βασίλειος., ‘Το γλωσσικό παιχνίδι ως ψηφιακή διεπίδραση: ελληνόφωνα και αγγλόφωνα παιχνίδια στο διαδίκτυο,’ Διδακτορική Διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2018, σελ. 55, Διαθέσιμη στο: freader.ekt.gr/eadd/index.php?doc=43549&lang=el#p=75 Παραπέμπουμε τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη και σε μία πρόσφατα εκδοθείσα διδακτορική διατριβή, η οποία εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο η ελληνική πολιτική ηγεσία λαμβάνει αποφάσεις (που εμπεριέχουν ρίσκο) εν καιρώ κρίσης με την Τουρκία. Βλέπε σχετικά, Πέππα, Σοφία., ‘Διαδικασία λήψεως αποφάσεων σε συνθήκες κρίσης: η περίπτωση της Ελλάδας στις κρίσεις με την Τουρκία το 1974, το 1987 και το 1996,’ Πανεπιστήμιο Πειραιά, 2021, Διαθέσιμη στο: /freader.ekt.gr/eadd/index.php?doc=51088&lang=el#p=1

[7] Βλέπε σχετικά, Beck, Ulrich., ‘H κοσμοπολίτικη κοινωνία και οι εχθροί της,’ Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας,’ Τόμος 4, 2000, σελ. 128, Διαθέσιμο στο: 740-709-1017-1-10-20150330.pdf