Σε σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας ‘Στο Καρφί του Σαββατοκύριακου’ που αφορά την κοινοβουλευτική ομάδα του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής έτσι όπως προέκυψε μετά από τις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαϊου του 2013, διαβάζουμε τα εξής.
«Το ΠΑΣΟΚ ανανέωσε σημαντικά την κοινοβουλευτική του ομάδα στις πρώτες εκλογές,[1] που ήταν εμφανές στην ορκωμοσία της Βουλής την Κυριακή (28/5) με πολλά νέα πρόσωπα να βρίσκονται στα έδρανα του ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με τα στατιστικά των βουλευτών που έδωσε στη δημοσιότητα η Χαριλάου Τρικούπη, το 26,8% των βουλευτών επανεξελέγησαν, ενώ το άλλο 73,2% αφορά σε εκλεγέντες για πρώτη φορά βουλευτές.
Την ίδια στιγμή, το 22% των νέων βουλευτών του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής είναι ηλικίας κάτω των 40 ετών, σχεδόν έξι στους δέκα (56%) είναι ηλικίας μεταξύ 40-60 και το 22% είναι ηλικίας άνω των 60 ετών».[2] Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, όχι μόνο πέτυχε την ανανέωση και δη ηλικιακή ανανέωση της κοινοβουλευτικής του ομάδας, με το 22% των εκλεγέντων βουλευτών να είναι κάτω των 40 ετών,[3] αλλά, αντιθέτως, πέτυχε και μία κάπως ισορροπημένη κατανομή των εδρών ανά ηλικιακή κατηγορία, εκεί όπου η ηλικιακή κατηγορία 40-60 ετών είναι αυτή που υπερ-εκπροσωπείται.
Ηλικιακά πάντα, η ηλικιακή ανανέωση μπορεί να φαντάζει και να είναι διόλου ασήμαντη, όμως από την άλλη, δεν μπορεί να λογιστεί ούτε ως μαζική ούτε πολύ σημαντική, εφόσον το 22% των νέων βουλευτών είναι ηλικίας κάτω των 40 ετών, γεγονός που αποδεικνύει πως αφενός μεν το εκλογικό σύστημα (απλή αναλογική) ως εξαρτημένη μεταβολή δεν διαδραμάτισε τόσο σημαντικό ρόλο στην μεγάλη ηλικιακή ανανέωση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, και, αφετέρου δε, πως οι ίδιοι οι ψηφοφόροι προέκριναν μία ευδιάκριτη μεν ηλικιακή ανανέωση, όχι όμως τέτοιου εύρους ώστε να ‘αλλάζει τα πάντα’ δε.
Με διακύβευμα την συνύπαρξη ‘φρέσκων’ σε ηλικία πολιτικών ή αλλιώς βουλευτών και περισσότερο έμπειρων, γεγονός που κατά τους ψηφοφόρους μπορεί να συμβάλλει στην άσκηση μίας όσο το δυνατόν καλύτερης και πιο τεκμηριωμένης αντιπολίτευσης,[4] σε ένα λεπτό σημείο όπου οι νέοι μπορούν να προσθέσουν την ορμή και την ενεργητικότητα και οι παλαιότεροι ηλικιακά την ψύχραιμη αποτίμηση των δεδομένων, την γνώση πάνω στο πως μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι πολλοί ετοιμόλογοι βουλευτές (ο ΣΥΡΙΖΑ δεν λήφθηκε υπόψιν) που διαθέτει το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Εκεί όπου η ανανέωση είναι μεγάλη (δεν προκύπτει εδώ η ηλικιακή παράμετρος), είναι στο ‘πότε’ της εισόδου στη Βουλή, με πάνω από 73% των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής να εκλέγονται για πρώτη φορά, συνεπεία μίας σειράς παραγόντων που είναι ή μπορεί να είναι αρκετοί.
Χρήζει θεωρητικής επισήμανσης το γεγονός πως το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής πετυχαίνει μία σχεδόν πλήρως ισορροπημένη εκπροσώπηση στην ‘Παλαιά Ελλάδα’ και στις λεγόμενες ‘Νέες Χώρες’ (παραπέμπουμε στον Ηλία Νικολακόπουλο),[5] πράγμα που συνιστά ισχυρό τεκμήριο αύξησης της επιρροής του ή της εκλογικής του δύναμης πανελλαδικά, με την αύξηση της επιρροής να είναι τέτοια που να ‘απορροφά’ έως έναν βαθμό του κάτω του αναμενομένου εκλογικές επιδόσεις του κόμματος στο Λεκανοπέδιο της Αττικής.
Ένα σημείο στο οποίο μπορούμε να εστιάσουμε, συμπεριλαμβάνοντας πλέον στην ανάλυση μας και τα άλλα πολιτικά κόμματα, είναι πως η μεταβολή στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται μία προεκλογική καμπάνια έχει αντίκτυπο «και στους πόρους που απαιτούνται για να εισέλθει κανείς στο Κοινοβούλιο» (αδύναμοι υποψήφιοι όπως η Κατερίνα Ταγαρά που εκλέχθηκε στην Κορινθία με το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, θα ήσαν δύσκολο να εκλεγούν παλαιότερα, εάν δεν είχε επέλθει ο δραστικός ‘εκδημοκρατισμός’ στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται μία προεκλογική εκστρατεία, από την στιγμή μάλιστα όπου δεν διαθέτει και ένα κατάλληλο ‘οικογενειακό υπόβαθρο’), με την εξέλιξη αυτή να διαμορφώνει τις προϋποθέσεις ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για μία «ανανέωση» του κοινοβουλευτικού προσωπικού εν «ευρεία εννοία».[6]
Δίπλα σε αυτή την ανανέωση «εν ευρεία εννοία» (δεν πάμε σε ένα σχήμα ‘μια κι έξω’) τοποθετείται βέβαια και η εκλογή ευρέως αναγνωρίσιμων και καλά εδραιωμένων βουλευτών, που δεν απαιτείται να κάνουν και πολλά (στροφή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) για να επανεκλεγούν.
Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται στη Νέα Δημοκρατία[7] και στις εκλογικές περιφέρειες του Λεκανοπεδίου της Αττικής, εκεί όπου η αλυσίδα της εκλογής από την μία εκλογική αναμέτρηση στην άλλη, είναι κάτι παραπάνω από ευδιάκριτη.
[1] Λαμβάνοντας υπόψιν την πολύ σημαντική ανάλυση της Μανίνας Κακεπάκη, που εν προκειμένω προσλαμβάνει την Βουλή που προέκυψε από τις πρώτες βουλευτικές εκλογές του Μαϊου του 2012, ως «ξεχωριστή κοινοβουλευτική περίοδο», παρά το γεγονός πως διαλύθηκε άμα τη συγκροτήσει της σε σώμα, θα επιχειρήσουμε κάτι παρόμοιο. Δηλαδή, θα θεωρήσουμε την Βουλή που προέκυψε μετά την εκλογική αναμέτρηση της 21ης Μαϊου ως «ξεχωριστή κοινοβουλευτική περίοδο», κάτι που συν τοις άλλοις, διευκολύνει και την ανάλυση των επιμέρους χαρακτηριστικών των βουλευτών που εξελέγησαν. Βλέπε σχετικά, Κακεπάκη, Μανίνα., (επιμ.), ‘Η Πολιτική αντιπροσώπευση στη σύγχρονη Ελλάδα. Χαρακτηριστικά και φυσιογνωμία των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου 1996-2015,’ Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2016, σελ. 19.
[2] Βλέπε σχετικά, ‘Πλήρης ανανέωση για το ΠΑΣΟΚ,’ ‘Στο Καρφί του Σαββατοκύριακου,’ 02/06/2023, σελ. 9. Δεν θεωρούμε πως κομίζουμε ‘γλαύκας εις Αθήνας’ εάν υποστηρίξουμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως είναι η απώλεια και δη σημαντική πολιτική και κοινοβουλευτική απώλεια τον εν Ελλάδι Κεντροαριστερό φορέα η μη είσοδος του Ανδρέα Λοβέρδου στη Βουλή, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να διακοπεί μία γόνιμη κοινοβουλευτική θητεία άνω των 20 ετών, με τον Ανδρέα Λοβέρδο να είναι από τους παλαιότερους κοινοβουλευτικούς άνδρες, καθότι πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής τον Απρίλιο του 2000. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα πούμε πως ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους ο Ανδρέας Λοβέρδος δεν κατάφερε να υποσκελίσει την Μιλένα Αποστολάκη καταλαμβάνοντας την δεύτερη θέση στο ψηφοδέλτιο του κόμματος στον Β1 Βόρειο Τομέα της Αθήνας, ήσαν και το γεγονός του πολιτικού και «ηθικού στιγματισμού» του, για να παραφράσουμε την Μανίνα Κακεπάκη. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως από την στιγμή όπου ο Ανδρέας Λοβέρδος αποφάσισε να διεκδικήσει την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής στις εσωκομματικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2021, και μάλιστα με καλές πιθανότητες, άρχισε η διεξαγωγή μίας ‘εκστρατείας δυσφήμισης’ του ιδίου και της υποψηφιότητας του, με τον ίδιο να προσλαμβάνεται στην καλύτερη των περιπτώσεων ως ο πολιτικός εκείνος που σε περίπτωση εκλογής θα ‘μετακινήσει το κόμμα του εγγύτερα προς την Νέα Δημοκρατία διευκολύνοντας τους σχεδιασμούς της ηγεσίας του,’ και, στη χειρότερη των περιπτώσεων ως ο ‘δούρειος ίππος της Νέας Δημοκρατίας μέσα στο ΠΑΣΟΚ’, ως το πρόσωπο εκείνο που δεν ‘έχει καμία σχέση με τις αρχές και με τις αξίες της παράταξης στην οποία ανήκει.’ Αυτή η ‘εκστρατεία δυσφήμισης’ στην οποία συμμετείχαν και στελέχη του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και η αρθρογραφία στον τύπο αποτέλεσαν τους ‘προνομιακούς χώρους’ για την πραγματοποίηση της), δεν αποκρούστηκε αποτελεσματικά από την ηγεσία του κόμματος, ακόμη και την επαύριον των εκλογών (ένα από τα λάθη του Νίκου Ανδρουλάκη) εκεί όπου τα ‘ίχνη’ που αυτή ενέγραψε στη δημόσια σφαίρα επηρέασαν τον Ανδρέα Λοβέρδο, όχι τόσο άμεσα, καθότι ο ίδιος συνέχισε να είναι ενεργός και μαχητικός εντός και εκτός Κοινοβουλίου, όσο μεσοπρόθεσμα, πράγμα που διεφάνη τόσο στην προεκλογική περίοδο όσο και κυρίως, στο τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Αρκετοί ψηφοφόροι του κόμματος στο Β1 Βόρειο Τομέα της Αθήνας, που διακατέχονταν από απλοϊκά αντι-δεξιά σύνδρομα και ανακλαστικά, επηρεάστηκαν από αυτή την ‘εκστρατεία δυσφήμισης’ εναντίον του Ανδρέα Λοβέρδου, καταψηφίζοντας τον στην κάλπη, και εκφράζοντας την προτίμηση τους προς την Μιλένα Αποστολάκη που δεν θεωρήθηκε ‘καλύτερη’ ή πιο ‘ικανή’ πολιτικά από έναν πολιτικό που αλά Θεόδωρος Πάγκαλος διείδε το ό,τι η ενίσχυση ενός λαϊκιστικού κόμματος όπως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του διεξαγόμενου πολιτικού διαλόγου, αλλά, αντιθέτως, ‘πιο ΠΑΣΟΚ.’ Πιο ‘κοντά στον μέσο ψηφοφόρο του κόμματος.’ . Βλέπε σχετικά, Κακεπάκη, Μανίνα., (επιμ.), ‘Η Πολιτική αντιπροσώπευση στη σύγχρονη Ελλάδα. Χαρακτηριστικά και φυσιογνωμία των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου 1996-2015…ό.π., σελ. 19. Ο Ανδρέας Λοβέρδος έμεινε ‘απροστάτευτος’ πολιτικά και από κεντρικά στελέχη του κόμματος ενόσω διεξάγονταν η προεκλογική εκστρατεία των υποψηφίων για τις εσωκομματικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2021.
[3] Στην ηλικιακή κατηγορία κάτω των 40 ετών, ανήκουν βουλευτές που βρίσκονταν κοντά τόσο στην προηγούμενη ηγεσία του κόμματος (Φώφη Γεννηματά), όσο και βουλευτές που μετά την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη το 2021, απέκτησαν μία θέση στον ηγετικό πυρήνα του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής αναβαθμίζοντας σημαντικά το πολιτικό τους status και αποκτώντας πολλές ευκαιρίες να συγκροτήσουν δίκτυα εντός κόμματος. Αυτό ακριβώς το γεγονός ‘συνδέει’ τις ηγετικές ομάδες Γεννηματά και Ανδρουλάκη, με βουλευτές όπως οι Μανώλης Χριστοδουλάκης, Παύλος Χρηστίδης, Θανάσης Γλαβίνας, Παναγιώτης Δουδωνής, Δημήτρης Μάντζος, να καλούνται να συνυπάρξουν και κοινοβουλευτικά, εφόσον βέβαια καταφέρουν να επανεκλεγούν στις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου, ίσως για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση μετά τα φοιτητικά τους χρόνια, όταν και ανήκαν στις τάξεις της ΠΑΣΠ. Η μετάβαση στην ‘εποχή Ανδρουλάκη’ ήσαν αρκούντως ομαλή, στο εγκάρσιο σημείο όπου πολιτικά στελέχη που βρίσκονταν πολύ κοντά στη Φώφη Γεννηματά αποδέχθηκαν τον νέο τους ρόλο δίχως ιδιαίτερες αντιδράσεις από την μεριά τους, με το μοντέλο που επέλεξε ο Νίκος Ανδρουλάκης (συγκεκριμένες και σταδιακές αλλαγές και όχι πολλές μαζί και βεβιασμένες) να διευκολύνει αυτή την εξέλιξη. Φρονούμε πάντως πως και στην επόμενη Κοινοβουλευτική περίοδο το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής θα διαθέτει στην κοινοβουλευτική του ομάδα ‘Γεννηματικούς’ βουλευτές.
[4] Στρεφόμενοι στην ανάλυση του Manow, θα υποστηρίξουμε πως από τις απαρχές ακόμη της προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου, στελέχη όπως η Νάντια Γιαννακοπούλου που επανεξελέγη στο Δυτικό τομέα της Αθήνας και καθίσταται πλέον η πιο καλά εδραιωμένη μέσα στην ελίτ του ΠΑΣΟΚ από τις γυναίκες που απαρτίζουν την κοινοβουλευτική του ομάδα, ο Παύλος Χρηστίδης, ο Μανώλης Χριστοδουλάκης και λίγο μεταγενέστερα ο Θανάσης Γλαβίνας (που δεν ήσαν κοινοβουλευτικοί) και η Νάντια Γρηγοράκου στη Λακωνία, διέγραψαν «πορείες εισόδου στο Κοινοβούλιο» μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία σε οτιδήποτε άλλο. Βλέπε και, Manow, P., ‘Mixed rules, different roles? An analysis of the typical pathways into the Bundestag and of MPs’ Parliamentary behaviour,’ The Journal of Legislative Studies, 19, 2013, σελ. 287-308. Ακόμη και η ενεργή κοινοβουλευτική παρουσία της Νάντιας Γιαννακοπούλου, ή αλλιώς, η υιοθέτηση μίας «κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς» που αποσκοπούσε στο να φέρει, και όχι με ρητορικό τρόπο, σε δύσκολη θέση τους σημαντικότερους κοινοβουλευτικούς της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, απέβλεπε στη ‘διαγραφή’ μίας πορείας που θα έχει ως κατάληξη την είσοδο στην Βουλή. Θα αποκαλέσουμε τέτοιους πολιτικούς ως ‘παθιασμένους κοινοβουλευτικούς,’ πεπεισμένους τόσο πολύ για τις δυνατότητες που διανοίγει μία κοινοβουλευτική θητεία, ώστε να είναι διατεθειμένοι να ‘θυσιάσουν’ πολλά για να την πετύχουν.
[5] 21 βουλευτές εξελέγησαν σε νομούς της ‘Παλαιάς Ελλάδας’ με την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής να ενισχύεται δραστικά στην Πελοπόννησο, στην ιστορική κοιτίδα της ‘Παλαιάς Ελλάδας,’ και 17 βουλευτές σε νομούς των ‘Νέων Χωρών,’ επίδοση αξιοσημείωτη, εάν συνυπολογίσουμε το γεγονός πως το κόμμα κατάφερε να εκλέξει βουλευτές σε νομούς της Κεντρικής Μακεδονίας όπου είχε να ανταγωνισθεί όχι μόνο την Νέα Δημοκρατία, αλλά και πολιτικά κόμματα όπως η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου και η ‘ΝΙΚΗ’ του Δημήτρη Νατσιού, ρίχνοντας στη ‘μάχη’ και μη εκλεγμένους ή αλλιώς, μη εν ενεργεία βουλευτές που έτσι και αλλιώς βέβαια δεν διέθετε σε νομούς όπως η Πέλλα. Την ‘αλλαγή παραδείγματος’ δεν την κομίζει μόνο ο Στέφανος Παραστατίδης στο Κιλκίς αλλά και το δίδυμο Ραχήλ Αλεξανδρίδου (η πρωτοεκλεγμένη) και ο Αντώνης Ξυλουργίδης, που συνέβαλλαν ώστε το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής να υπερβεί το 13% των ψήφων, μειώνοντας την απόσταση από τον ΣΥΡΙΖΑ και απομακρυνόμενο από την ‘διπλή απειλή’ που άκουγε στα ονόματα ‘Ελληνική Λύση’ και ‘ΝΙΚΗ.’ Το εάν η Ραχήλ Αλεξανδρίδη υιοθετήσει μία μαχητική κοινοβουλευτική συμπεριφορά, η οποία να φλερτάρει με τον ριζοσπαστισμό αγροτικού τύπου και με σύγχρονες ή μη εκδοχές ‘Πασοκικού πατριωτισμού,’ προκειμένου να ανταπεξέλθει στην πίεση που της ασκούν η Ελληνική Λύση και η ‘ΝΙΚΗ’, θα διαφανεί μόνο εάν το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής καταφέρει να αποκτήσει εκ νέου κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στο νομό Πέλλας. Εάν συμβεί αυτό, τότε η συσχέτιση μεταξύ «εκλογικής περιφέρειας και κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς», σύμφωνα με την διατύπωση των Marangoni & Tronconi, θα είναι ισχυρή. Βλέπε σχετικά, Marangoni, F., & Tronconi, F., ‘When territory matters: Parliamentary profiles and legislative behaviour in Italy (1987-2008),’ The Journal of Legislative Studies, 17, 2011.
[6] Βλέπε σχετικά, Κακεπάκη, Μανίνα., (επιμ.), ‘Η Πολιτική αντιπροσώπευση στη σύγχρονη Ελλάδα. Χαρακτηριστικά και φυσιογνωμία των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου 1996-2015…ό.π., σελ. 23-24. Απλή «αντικατάσταση προσώπων» έχουμε για το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτικής Συμμαχίας στο νομό Αιτωλοακαρνανίας, ακριβώς διότι δεν θεωρούμε πως οι νεο-εκλεγμένοι Μίλτος Ζαμπαράς και Γρηγόρης Θεοδωράκης μπορούν να κομίσουν κάτι δραστικό διαφορετικό από τους Γιώργο Βαρεμένο και Θάνο Μωραΐτη.
[7] Ένα επάγγελμα που προσφέρει κοινωνικό κύρος μπορεί να βοηθά στην πρώτη και ακόμη και στη δεύτερη εκλογή. Από την τρίτη εκλογή και πάνω, χάνει σε σημασία.