Την Παρασκευή 26 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε στο Κοινοβούλιο η προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών με βασικό θέμα συζήτησης την παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νίκου Ανδρουλάκη.
Θεωρούμε πως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το να επισημάνουμε πως η κοινοβουλευτική συζήτηση και ο αντίστοιχος «κοινοβουλευτικός λόγος» που άρθρωσαν οι πολιτικοί αρχηγοί (για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Ειρήνης Τσαγκαράκη),[1] κινήθηκε εξ αρχής στο «στάδιο της επιχειρηματολογίας»[2] (argumentation stage), σύμφωνα με τη διατύπωση του Van Eemeren, εκεί όπου οι πολιτικοί αρχηγοί, τη εξαιρέσει του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής που εκπροσωπήθηκε στην κοινοβουλευτική συζήτηση από τον Μιχάλη Κατρίνη, αντάλλαξαν ‘φορτισμένα’ επιχειρήματα σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.
Ο πρωθυπουργός και αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, εστίασε σε γνώριμες στον ίδιο, λογικές συγκρητισμού, κάτι που βέβαια αποτελεί εδραιωμένη Μεταπολιτευτική πρακτική, τύπου ‘και εσείς πράξατε τα ίδια και χειρότερα,’[3] προσπαθώντας δραστικά να αποσείσει από πάνω του (και από την κυβέρνηση) την οποιαδήποτε πολιτική ευθύνη για το ζήτημα της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέφυγε επίσης να διανθίσει τα πολιτικά του επιχειρήματα με ειδικότερες αναφορές στη δημοκρατία, στις δημοκρατικές αξίες και στο κράτος δικαίου (κάτι που έχει επιχειρήσει στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, και αρκεί να θυμηθούμε την ομιλία του στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών),[4] μη απαντώντας στις αντιπολιτευτικές αιτιάσεις, όπου μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν οι αιτιάσεις βουλευτών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ως προς το ‘γιατί’ παρακολουθούνταν το κινητό τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη.
Επίσης, θα σημειώσουμε πως δεν επεδίωξε να θίξει ζητήματα λειτουργίας του επιτελικού κράτους ή αλλιώς, της επιτελικότητας, αν και η τελευταία άπτεται της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Οι ομιλίες των Αλέξη Τσίπρα και Μιχάλη Κατρίνη περιστράφηκαν γύρω από τον πυρήνα της υπόθεσης, διαπνεόμενες από ένα έντονο αντι-κυβερνητικό πρόσημο, δίχως όπως να συγκλίνουν πολιτικά, πολλώ δε μάλλον να ταυτιστούν.
Ευκαιρίας δοθείσης, θα υπογραμμίσουμε πως οι αναλύσεις που δίδουν έμφαση σε μία πολιτική-κοινοβουλευτική σύγκλιση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με αφορμή το ζήτημα της επισύνδεσης (ο πρωθυπουργός έσπευσε να επικαλύψει πολιτικά το λάθος της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη με ένα επίσης πολιτικό λάθος μεγαλύτερης βαρύτητας, το οποίο έγκειται στις συχνές αναφορές περί της νομιμότητας της συγκεκριμένης ενέργειας), καθίστανται ιδιαιτέρως απλοϊκές και μονοσήμαντες.
Και αυτό διότι παραβλέπουν τις διαφορετικές στρατηγικές των δύο κομμάτων, τα μέσα που μετέρχονται για την επιτυχή ευόδωση τους, και, σε μία φιλελεύθερη-κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινόμενο η ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, χωρίς απαραίτητα κάτι τέτοιο να δείχνει προς την κατεύθυνση της σύγκλισης, της συνεργασίας, της συμμαχίας.
Ο δε Μιχάλης Κατρίνης,[5] δεν παρέλειψε να αναφερθεί, και ορθώς, και στην πολιτική ‘αναγκαιότητα’ πλέον (για το κόμμα του), αλλαγής του τρόπου λειτουργίας της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, αναγκαιότητα στην οποία εστίασε και ο επικεφαλής της Ελληνικής Λύσης, Κυριάκος Βελόπουλος.
Με ιστορικές αναφορές και με εμφανή την αγωνία να ‘αποδείξει’ πως το ΚΚΕ δεν ταυτίζεται με τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, και ιδίως με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ήσαν διανθισμένη η ομιλία του Γενικού Γραμματέα του, Δημήτρη Κουτσούμπα, από την κριτική του οποίου, όπως περίπου αναμένονταν, δεν έλειψαν και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ[6] και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Σε ένα τέτοιο σύνθετο ζήτημα εντός του οποίου διασταυρώνονται κομματικές-πολιτικές στρατηγικές, προσωπικές φιλοδοξίες,[7] η λειτουργία του κράτους και των δημοκρατικών θεσμών, ζητούμενο παραμένει η διαφάνεια.
Η πλήρης και ουσιαστική διαφάνεια ως πολιτική πρακτική. Κύρια από την κυβερνητική πλευρά και τον πρωθυπουργό. Η διαφάνεια προϋποτίθεται όμως στην πλήρη κατανόηση που μπορεί να έχει αυτή η υπόθεση στη λειτουργία των θεσμών. Των ώριμων θεσμών μίας επίσης ώριμης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
[1] Βλέπε σχετικά, Τσαγκαράκη, Ειρήνη., ‘Ελληνικός Κοινοβουλευτικός λόγος,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2022, Διαθέσιμη στο: Τσαγκαράκη Ειρήνη (2022 Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)) Ελληνικός κοινοβουλευτικός λόγος (ekt.gr) Η Ειρήνη Τσαγκαράκη συνέγραψε μία άκρως ενδιαφέρουσα, σε θεωρητικό-επιστημονικό επίπεδο, διδακτορική διατριβή, μελετώντας επισταμένως τον εγχώριο κοινοβουλευτικό λόγο και τις συνδηλώσεις του, κάνοντας χρήση των πλέον σύγχρονων επιστημονικών εργαλείων. Ευρύτερα ομιλώντας, θα επισημάνουμε πως σε ισχυρό και επιδραστικό (αρχικά εντός της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος της), κοινοβουλευτικό ‘παίκτη’ αναδεικνύεται σταδιακά η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής Νάντια Γιαννακοπούλου, κάτι που τεκμαίρεται όχι μόνο από τον αριθμό των κοινοβουλευτικών της παρεμβάσεων, αλλά, από την ποιότητα αυτών, με την ίδια να καταφέρνει να ενσωματώνει στον πολιτικό-κοινοβουλευτικό της λόγο, τόσο την συναινετική διάσταση (που παραμένει ισχυρή), όσο και τη ‘συγκρουσιακή,’ όταν απαιτείται, δίχως να περιορίζεται στα θέματα της εκλογικής της περιφέρειας.
[2] Βλέπε σχετικά, Van Eemeren, F.H., & Garssen, B., ‘In varietate concordia-United in Diversity: European Parliamentary debate as an argumentative activity type,’ Controversia, 7, 1, 2010, σελ. 19-37.
[3] Ο πολιτικός συγκρητισμός μπορεί να λειτουργεί ως έναν βαθμό, συσπειρώνοντας την κοινοβουλευτική ομάδα, το στελεχιακό δυναμικό και ένα τμήμα της κοινωνικής συμμαχίας του κόμματος, δεν αρκεί όμως, ιδίως σε αυτή τη συγκυρία, για τη διαμόρφωση σειράς θετικών συναισθημάτων (η χρήση του δεν απαντά στο ερώτημα ‘γιατί να επιλέξω αυτό το κόμμα;’ ), και μίας ευρείας κοινωνικοπολιτικής πλειοψηφίας, όντας ένα εξόχως παρωχημένο, μονοσήμαντο και στείρο υπόδειγμα πολιτικής-κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης.
[4] Είναι αυτές οι αναφορές που θα μπορούσαν να καθησυχάσουν το κεντρώο-φιλελεύθερο ακροατήριο στο οποίο επενδύει συμβολικά-πολιτικά ο πρωθυπουργός, σε αρκετά υψηλότερο βαθμό από ό,τι το πράττουν άλλα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, εξέλιπε και η ρητορική εκείνη εν είδει απολογισμού, που θα απαντά στο ερώτημα περί του κατά πόσο αποδείχθηκε λειτουργικό το συγκεντρωτικό μοντέλο λειτουργίας της ΕΥΠ οποίο επέλεξε, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο της με προσωπική του απόφαση μετά τις εκλογές του 2019; Αυτή η ενέργεια αποτέλεσε μία βασική γενεσιουργικό αιτία για την κανονιστική υπαγωγή της επιτελικότητας σε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο άσκησης εξουσίας. Όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας ΕΥΠ και κατ’ επέκταση, τις σχέσεις κυβέρνησης-ΕΥΠ, θα τονίσουμε πως το μοντέλο διοίκησης που επιλέχθηκε προσιδιάζει προς το Βεμπεριανό μοντέλο του «γραφειοκρατικού διοικητικού επιτελείου», εκεί όπου «μεμονωμένα» πρόσωπα (βλέπε τον παραιτηθέντα Γρηγόρη Δημητριάδη), τα οποία «υπακούν μόνον σε αντικειμενικά καθήκοντα του αξιώματος, εντάσσονται σε σταθερές υπηρεσιακές αρμοδιότητες και διορίζονται», εκλήθησαν εν τοις πράγμασι (μονοπρόσωπος χαρακτήρας) να εκπληρώσουν το υπηρεσιακό καθήκον ελέγχου της ΕΥΠ. Βλέπε σχετικά, Weber, Max., ‘Οικονομία και Κοινωνία. Κοινωνιολογικές έννοιες,’ Μετάφραση-Εισαγωγή-Επιμέλεια: Θανάσης Γκιούρας, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2005, σελ. 249. Εντός του συγκεντρωτικού υποδείγματος, εμπεριέχεται ο μονοπρόσωπος χαρακτήρας του.
[5] Ο πρόεδρος, οι βουλευτές και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, θα μπορούσαν να θίξουν, ψύχραιμα και τεκμηριωμένα, αξιοποιώντας την συσσωρευθείσα επιστημονική γνώση, τις δυσλειτουργίες του επιτελικού κράτους, οι οποίες αναδύονται στην επιφάνεια με θρυαλλίδα την υπόθεση (δεν θα κάνουμε χρήση του όρου ‘σκάνδαλο’) του ζητήματος των παρακολουθήσεων. Ειδικά για αυτό το σκέλος, οι πολιτικές αναφορές παραμένουν λίγες από βουλευτές των αντιπολιτευόμενων κομμάτων.
[6] Σε ιστορικού τύπου αναφορές, προέβη και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης (στην ομιλία του Γιάνη Βαρουφάκη η θεωρητικής χροιάς προσέγγιση, έδωσε το στίγμα αυτής) κάνοντας λόγο για την εκκίνηση ενός «ανένδοτου θεσμικού αγώνα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου». Με αυτόν τον τρόπο, σπεύδει να υπενθυμίσει (μνημονική στρατηγική), τον ‘ανένδοτο’ αγώνα του Γεωργίου Παπανδρέου και της Ενώσεως Κέντρου στις αρχές της δεκαετίας του 1960, επιχειρώντας να ενεργοποιήσει τα ανακλαστικά και των εκλογέων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, που διακατέχονται από αντι-δεξιά σύνδρομα (υποστηρικτικά προς κάτι τέτοιο, λειτουργεί η έμμεση υπόμνηση του ονόματος ‘Παπανδρέου’), αλλά, και μετριοπαθών εκλογέων, που αποδίδουν μεγάλη σημασία στην εύρυθμη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Βλέπε σχετικά, Σταυρόπουλος, Λάμπρος, ‘Στα άκρα η σύγκρουση,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 27-28/08/2022, σελ. 15. Η Αικατερίνα Παπανικολάου, καταθέτει μία νηφάλια, διεισδυτική και επιστημονική άποψη, προσεγγίζοντας το όλο ζήτημα των παρακολουθήσεων ως ζήτημα στον πυρήνα του επωάζεται και εκκολάπτεται μία διαλεκτική σύγκρουση ατομικών δικαιωμάτων και ασφάλειας. Βλέπε σχετικά, Παπανικολάου, Αικατερίνα, ‘Ασφάλεια κράτους και ασφάλεια δικαίου,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο…ό.π., σελ. 16.
[7] Είναι θεωρητικά εύλογο να υποθέσουμε πως σε μία τέτοια υπόθεση που συγκεντρώνει το ευρύτερο ενδιαφέρον, οι προσωπικές φιλοδοξίες ενός εκάστου βουλευτής της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης (κύρια του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ0), με διακύβευμα την πολιτική ανέλιξη εντός κόμματος.