Πριν από λίγες ημέρες, και πιο συγκεκριμένα την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου, έλαβε χώρα στην πόλη της Χαλκίδας ένα ιδιαίτερο περιστατικό.
Και αναφερόμαστε στην καύση του παιδικού βιβλίου του συγγραφέα Ευγένιου Τριβιζά με θέμα τον κορωνοϊό, το οποίο και προορίζεται για χρήση σε παιδιά μικρότερων ηλικιών, ώστε αυτά να εξοικειωθούν με την τρέχουσα υγειονομική συνθήκη.
Αρχικά, δύναται να επισημάνουμε πως το περιστατικό της καύσης του βιβλίου του Ευγένιου Τριβιζά, δεν εμπίπτει στην κατηγορία της καρικατούρας, καθώς απηχεί τις στάσεις και τις αντιλήψεις που διακρίνουν τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση διαμαρτυρίας απέναντι, και στην πανδημική κρίση αλλά και στα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της.
Μία τέτοια ενέργεια, που υπήρξε αρκούντως επιδεικνυόμενη και ‘θεατρικά’ σκηνοθετημένη, αντικατοπτρίζει την οργή που εν προκειμένω αναμειγνύεται με το μίσος, έναν διάχυτο αντι-συστημισμό που έχει καταστήσει ως σημείο αναφοράς του,1 τις αναφορές σε έναν ιδιαίτερου τύπου ‘δικαιωματισμό,’ εκεί όπου βασικά ανθρώπινα δικαιώματα θεωρείται πως ‘πλήττονται’ άμεσα και δραστικά συνεπεία των μέτρων που εφαρμόζονται όλη αυτή την περίοδο.
Σε αυτό το πλαίσιο, το παιδικό βιβλίο που έχει διαμοιρασθεί από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων σε σχολικές μονάδες ανά την επικράτεια, εκλαμβάνεται ως ‘ενσάρκωση’ της επίθεσης που πιστεύουν πως δέχονται οι διαμαρτυρόμενοι,2 με την καύση του, τελετουργικώ τω τρόπω, να εγγράφει χαρακτηριστικά μετατόπισης. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;
Σημαίνει πως, μέσω της καύσης του συγκεκριμένου βιβλίου, λαμβάνει χώρα η διαδικασία της συμβολικής μετατόπισης, κάτι που έμπρακτα σημαίνει πως οι συμμετέχοντες σε αυτή την τελετουργία θεωρούν πως καίγοντας το βιβλίο, ‘καίνε’ το ΄επάρατο σύστημα,’ στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτό μένει αρκούντως ασαφές για να θυμίζει κάτι απόμακρο και παράλληλα εχθρικό. Διευρύνοντας κατά τι την εικόνα της ανάλυσης μας, θα τονίσουμε πως μαζί με το παιδικό βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά, ρίχθηκαν στην πυρά μάσκες καθημερινής χρήσης και self-tests ανίχνευσης του κορωνοϊού, εκεί όπου διαγράφεται το περίγραμμα μίας εναντίωσης που επιθυμεί να είναι ευρύτερη.
Εάν δε προσθέσουμε και το τι αναγράφονταν στο πανό που κρατούσαν συμμετέχοντες3 έχουμε ενώπιον μας ένα συγκροτούμενο υπόβαθρο το οποίο και συντίθεται τόσο από την εναντίωση (εναντίωση που τρέφει το φαντασιακό μίας ‘νόμιμης αντίστασης’), στα μέτρα που έχουν ληφθεί όλη αυτή την περίοδο, αν και εκ-λείπουν στοχευμένες εγκλήσεις στην επιβολή της καραντίνας, όσο και από την εναντίωση στον υποχρεωτικό εμβολιασμό που ακόμη και αν δεν κατονομάζεται, υπονοείται, υποδηλώνεται ως απτή και ταυτόχρονα, ‘ανυπόφορη πραγματικότητα.’
Έμπλεοι μίας οργής που μπορεί να έχει αρκετούς αποδέκτες, τροφοδοτούμενοι από τα νάματα ενός ‘δίκιου’ που βρίσκει εφαρμογή σε μία πράξη συμβολικής βίας, οι δρώντες, μέσω της καύσης αποκαλύπτονται, θέτοντας στο προσκήνιο την οιονεί καχυποψία για την γνώση εκείνη που δεν εναρμονίζεται με τις δικές τους αξίες και νόρμες, την επιθετικότητα, την εσωστρέφεια και την αυτο-αναφορικότητα, τον δογματισμό που αναζητεί τον ‘εχθρό’ στα βιβλία για να τον ‘φονεύσει,’ ήτοι να τον κάψει.