Για την κατάρτιση των ψηφοδελτίων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ

Σίμος Ανδρονίδης 28 Νοε 2022

Σε άρθρο της η δημοσιογράφος της εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα’, Φώφη Γιωτάκη, αναφέρεται στην κατάρτιση των ψηφοδελτίων του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ)-Κινήματος Αλλαγής, διαδικασία βέβαια που ακόμη είναι εν εξελίξει.

Η δημοσιογράφος, με εύληπτο και συνοπτικό τρόπο, εστιασμένο στην παράθεση ονομάτων υποψήφιων βουλευτών ή αλλιώς, στην ονοματολογία (κατά το γεγονοτολογία), προβαίνει στην ενημέρωση του αναγνώστη[1] ως προς το ποιοι θα είναι υποψήφιοι βουλευτές και σε ποιες εκλογικές περιφέρειες, θέτοντας στο επίκεντρο και τα ζητήματα που μπορεί να ανακύπτουν. Όπως είναι η δυστοκία στην εξεύρεση υποψηφίων στην περιφέρεια του Ιονίου.[2]

Σε αυτό το πλαίσιο, θα αναφέρουμε πως η κρισιμότητα της όλης διαδικασίας επιλογής[3] δεν έγκειται μόνο στο ό,τι οι υποψήφιοι βουλευτές (ιδίως σε περιοχές όπου το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ υστερεί) θα πρέπει να συναγωνιστούν τους συνυποψήφιους τους από τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα και ιδίως από τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ, να συμβάλλουν στην επίτευξη του στόχου της κοινωνικής, πολιτικής και εκλογικής ισχυροποίησης του κόμματος ώστε το κόμμα να προσεγγίσει και να υπερβεί το διψήφιο ποσοστό μετά από δεκαετία.

Κάτι που μας ωθεί να ισχυρισθούμε πως μία ποσοστιαία αύξηση της τάξεως του 2%, όπως συνέβη στις βουλευτικές εκλογές του 2019, δεν θα θεωρηθεί αρκετή. Και κάτι τέτοιο καθίσταται πολιτικά θεμιτό και ορθό: Εάν επιθυμείς να αυξήσεις τα ποσοστά σου, κοιτάς διαρκώς προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω.

 Έτσι λοιπόν, η κρισιμότητα της διαδικασίας έγκειται και στο ό,τι αφενός μεν οι ίδιοι υποψήφιοι βουλευτές, με κάποιες μικρές αλλαγές ίσως, θα ‘υποχρεωθούν’ στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων (λαμβάνουμε υπόψιν αυτό το σενάριο το οποίο μπορεί να αλλάξει),[4] να επεξηγήσουν επαρκώς την στάση των ιδίων και του κόμματος τους, θέτοντας στο επίκεντρο την θεματική ψήφο,[5] και, αφετέρου δε, διότι εκτιμούμε πως η διαδικασία ανασύνταξης του Κεντροαριστερού πολιτικού φορέα θα συνεχισθεί και την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο. Από όποια θέση βρεθεί το συγκεκριμένο κόμμα. Αυτό που μένει να φανεί είναι το ποια θα είναι η δυναμική της εξελισσόμενης διαδικασίας.

Άρα, οι ιθύνοντες του κόμματος πρέπει να είναι πεπεισμένοι πως οι επιλογές που έχουν γίνει μέχρι στιγμής (και αυτές που απομένουν να γίνουν)  είναι οι πλέον κατάλληλες (το μείγμα έμπειρων ή παλαιών και νέων δεν συνιστά εχέγγυο επιτυχίας), από την στιγμή όπου στην επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο, τα επίδικα επί των οποίων θα αποφασίσουν οι βουλευτές και του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, θα είναι εξόχως σημαντικά.

 Και η σημαντικότητα των υπό συζήτηση διακυβευμάτων μπορεί να αυξηθεί, διότι η Βουλή των Ελλήνων εμπίπτει στην κατηγορία του «ενεργού»[6] (active) Κοινοβουλίου, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Mezey.

Δηλαδή, πρόκειται για Κοινοβούλιο εντός του οποίου συζητείται επισταμένως ένα θέμα, και λαμβάνει (τα μέλη) του σημαντικές αποφάσεις.

To χιούμορ, κατάλληλα διατυπωμένο (ο πλέον αποτελεσματικός αντίπαλος του λαϊκισμού, είναι το χιούμορ,[7] αν και αυτό λίγοι το έχουν αντιληφθεί), μπορεί να αποτελέσει ‘εργαλείο’ προσέγγισης και αλληλεπίδρασης υποψήφιου βουλευτή του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής με ψηφοφόρους που θα θέσει τις βάσεις ώστε ο δεύτερος να αναρωτηθεί για το ‘ποιον’ του πρώτου: ‘Λες να το τολμήσω;’

Είναι όμως διατεθειμένοι οι υποψήφιοι βουλευτές του κόμματος, έστω κάποιοι εξ αυτών, για κάτι τέτοιο;

 

[1] Ο αναγνώστης δεν είναι αποκλειστικά ψηφοφόρος ή αλλιώς, υποστηρικτικής του συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος. Επίσης, μπορεί να μην προτίθεται να το ψηφίσει στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, μη διστάζοντας όμως να σπεύσει να διαβάσει το άρθρο, παρ’ ό,τι μπορεί να φαντάζει κουραστική η συνεχόμενη παράθεση ονομάτων, ακριβώς διότι στην εν Ελλάδι Μεταπολιτευτική πολιτική κουλτούρα, το ποιοι θα κατεβούν βουλευτές και σε ποια εκλογική περιφέρεια συνιστά από τα πλέον ενδιαφέροντα ‘κομμάτια’ της προεκλογικής εκστρατείας, εξακολουθώντας ακόμη και σήμερα να ‘ιντριγκάρει’ ουκ ολίγους πολίτες. Κινούμενοι σε ένα θεωρητικό πλαίσιο, θα διακρίνουμε τυπολογικά μεταξύ ‘βουλευτών επιλογής,’ που είναι αυτοί που προτιμώνται για μία σειρά από λόγους από τους εκλογείς διαφόρων πολιτικών κομμάτων (τέτοιος μπορεί να είναι ο Παύλος Γερουλάνος, πρώην υπουργός Πολιτισμού και υποψήφιος δήμαρχος Αθήνας στις δημοτικές εκλογές του 2019)  και ‘βουλευτών παρουσίας,’ οι οποίοι καλούνται να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων με την προεκλογική τους στάση και παρουσία.

[2] Βλέπε σχετικά, Γιωτάκη, Φώφη, ‘Ανανέωση και πρόσωπα-έκπληξη στις λίστες του ΠΑΣΟΚ,’ Ιστοσελίδα εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 23/11/2022, Ανανέωση και πρόσωπα-έκπληξη στις λίστες του ΠΑΣΟΚ (protothema.gr) Σχετικά με τη δυσκολία εξεύρεσης υποψηφίων στα νησιά του Ιονίου, η δημοσιογράφος Φώφη Γιωτάκη επισημαίνει με σαφήνεια πως « ανοιχτό παραμένει το ψηφοδέλτιο (σ.σ: στην Κέρκυρα) καθώς δεν έχουν κλείσει άλλες υποψηφιότητες πέραν του νυν βουλευτή Δημήτρη Μπιάγκη. Δυστοκία παρατηρείται και στα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου». Όμως, θεωρούμε πως το πρόβλημα έχει να κάνει, όχι τόσο με την εξεύρεση υποψηφίων (δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε πως ένα κόμμα που βρίσκεται σε διαδικασία οργανωτικής  ανασύνταξης και σε τροχιά ανόδου, εάν λάβουμε υπόψιν, όχι τόσο τις διάφορες δημοσκοπήσεις, όσο τον πολιτικό αντίκτυπο που προκάλεσαν οι εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού τον Δεκέμβριο του 2021), αλλά, κύρια με την εξεύρεση των πλέον κατάλληλων υποψηφίων που θα κληθούν να τρέξουν την προεκλογική εκστρατεία του κόμματος.

[3] Η επιλογή του πρώην βουλευτή του νομού Ιωαννίνων Βαγγέλη Αργύρη ως επικεφαλής της επιτροπής κατάρτισης ψηφοδελτίων, αποσκοπούσε και αποσκοπεί, στον κατευνασμό των όποιων εντάσεων και πολιτικών δυσαρεσκειών μπορεί να προκύψουν μεταξύ των ατόμων που επελέγησαν και των ατόμων που έμειναν εκτός ή μπορεί να έχουν το status του επιλαχόντα που θα κληθεί να καλύψει το κενό που προκύπτει από την αποχώρηση ενός υποψηφίου (για τους δικούς τους λόγους) από το ψηφοδέλτιο. Έτσι λοιπόν, δεν θα αποκαλέσουμε τον Βαγγέλη Αργύρη, ισορροπιστή, κάτι που είναι κοινότοπο. Αντιθέτως, θα τον χαρακτηρίσουμε ως  γνώστη και δη βαθύ γνώστη της Πασοκικής πολιτικής κουλτούρας και παράδοσης, που διαθέτει και την ικανότητα της απευθείας βολιδοσκόπησης, δίχως την χρήση ‘διαμεσολαβητών’, και επίσης, την ικανότητα του να ανακοινώνει με τον κατάλληλο τρόπο σε έναν πολιτευτή ή σφόδρα ενδιαφερόμενο για μία θέση στα ψηφοδέλτια του κόμματος, πως έμεινε εκτός.

[4] Στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, θα διαφανεί εάν το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις (η εφαρμογή της απλής αναλογικής διευρύνει τα περιθώρια για την έκφραση της λεγόμενης ‘κυβερνητικής ψήφου’: Δηλαδή, ο ψηφοφόρος εκφράζει την προτίμηση του σε εκείνο το κόμμα το οποίο θα ήθελε να δει να αναλαμβάνει κυβερνητικές ευθύνες μέσω της συμμετοχής του σε κυβέρνηση συνεργασίας), για τον σχηματισμό της «ελάχιστης νικηφόρας συμμαχίας», κατά τον W. Riker. Σε αυτή την περίπτωση, σε μία κυβέρνηση συνεργασίας συμμετέχουν μόνο όσα κόμματα χρειάζονται (βλέπε Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ), με κάθε μη απαραίτητο εταίρο να τίθεται εκτός κυβέρνησης.

[5] Δεν έχουμε κατά νου, λέγοντας κάτι τέτοιο, ένα σχήμα τύπου ‘γιατί ΠΑΣΟΚ.’ Η έννοια της θεματικής ψήφου ανταποκρίνεται πλέον με περισσή επάρκεια στη συνθετότητα ή αλλιώς, στην πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει μία εκλογική αναμέτρηση εν συνόλω, απαντά στις ιδιαίτερες προτιμήσεις μίας κατηγορίας ψηφοφόρων, ζήτημα το οποίο δεν αφήνει εν τοις πράγμασι αδιάφορο το ΠΑΣΟΚ και τον Νίκο Ανδρουλάκη, καθιστά πιο απτό και άμεσο, πιο στοχευμένο (και όχι αφηρημένο, αφημένο στη σφαίρα του συνθηματολογικού ‘εμείς είπαμε αυτό’) θα λέγαμε τον πολιτικοϊδεολογικό ανταγωνισμό των κυριότερων πολιτικών κομμάτων. Και με ποιον τρόπο; Δια της σύγκρισης. Βήμα- βήμα και εξαντλητικά. Σε μία τέτοια περίπτωση, τα παραδείγματα από τον ευρωπαϊκό χώρο με τα οποία διανθίζει ενίοτε τις πολιτικές του ομιλίες ο Νίκος Ανδρουλάκης, θα είναι χρησιμότερα από ό,τι αυτή την περίοδο.  

[6] Αναφέρεται στο: Norton, P., ‘Parliaments in contemporary western Europe,’ Routledge, 2013.

[7] Ένας Κεντρώος ψηφοφόρος, μπορεί να προσεγγισθεί εάν λάβει χώρα η προσεκτική χρήση του χιούμορ (σαφώς, θα μπορείς να γελάς συνέχεια ενώπιον μίας κάμερας),  η αξιοποίηση του ώστε να αναδειχθούν και να καυτηριαστούν κακώς κείμενα και παθογένειες, η ‘απεχθής κοινοτοπία’ του να ‘λέει κάποιος συνεχώς τα ίδια και τα ίδια αλλάζοντας μόνο τον τόνο της φωνής του,’  πολιτικές συμπεριφορές προσώπων που επενδύουν στον ναρκισσισμό. Δείγμα χιούμορ που φέρει την μορφή του ενίοτε ‘λυτρωτικού’ αυτο-τρολαρίσματος που προσεγγίζει την ακομπλεξάριστη στάση,  προσέφερε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφερόμενος στο γνωστό σατιρικό κανάλι ‘Luben’ και στη σκηνή με τα ντολμαδάκια. Γιατί να μην επιχειρήσουν κάτι παρόμοιοι βουλευτές και υποψήφιοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής;