Η επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου, στις Ηνωμένες Πολιτείες, για διαβουλεύσεις με τον Αμερικανό ομόλογο του Άντονι Μπλίνκεν, ολοκληρώθηκε δίχως να έχει προκύψει θετική συμφωνία ως προς την προμήθεια μαχητικών αεροσκαφών F-16.
Σαφώς όμως, το ζήτημα της προμήθειας ή αλλιώς, της αγοράς μαχητικών αεροσκαφών F-16 από τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν ήταν το μόνο που απασχόλησε την συνάντηση του Άντονι Μπλίνκεν με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου, καθότι η ανταλλαγή απόψεων επεκτάθηκε σε μία ευρεία γκάμα θεμάτων περιφερειακού και ευρύτερου γεω-πολιτικού ενδιαφέροντος. [1]
Σε μία τέτοια συζήτηση, είναι λογικό να αναμένεται πως ένα από τα βασικά θέματα που θα τεθούν στο τραπέζι, είναι οι εξελίξεις στη Συρία και το πως εξελίχθηκε η πρόσφατη αεροπορική στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας στη Βόρεια Συρία.
Λίγο πιο πάνω, αναφερθήκαμε στο ό,τι το ζήτημα της αγοράς Αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών από την Τουρκία δεν μονοπώλησε την συζήτηση των δύο υπουργών Εξωτερικών, οι οποίοι διαφέρουν και ως προς τον τρόπο με τον οποίο εξωτερικεύουν τα συναισθήματα τους.[2]
Σε αυτό το πλαίσιο, θα τονίσουμε πως η υπόθεση της πώλησης των μαχητικών, δεν έχει κλείσει, παρά την περί του αντιθέτου απλοϊκή και εύκολη[3] άποψη (η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ταχθεί υπέρ) που εκφράζει μία μερίδα του εγχώριου τύπου μετά το πέρας της συνάντησης των δύο υπουργών Εξωτερικών.
Αρκετοί μάλιστα έσπευσαν να πανηγυρίσουν, μη μπορώντας ή μη προσπαθώντας να κρύψουν την ευαρέσκεια τους, εκτιμώντας πως εν τοις πράγμασι η επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών δεν στέφθηκε από επιτυχία.
Οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις εκτιμήσεις μας (η στενά εθνο-κεντρική προσέγγιση δεν βοηθά), και ως προς την εξέλιξη των διμερών σχέσεων Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας,[4] και ως προς το ζήτημα της πώλησης των μαχητικών F-16.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα σημειώσουμε πως, πρώτον, η συνάντηση, παρά το ό,τι δεν κατέληξε σε κάποιο αποτέλεσμα όσον αφορά την πώληση των μαχητικών αεροσκαφών, δεν μπορεί ελαφρά τη καρδία να θεωρηθεί αποτυχημένη, από την στιγμή μάλιστα όπου πρωταρχικός στόχος ήταν να συζητηθούν ανοιχτά, τόσο περιφερειακά και γεω-πολιτικά ζητήματα μείζονος σημασίας, όσο και οι διαφορές που έχουν οι δύο πλευρές. Άλλως πως, τα ’αγκάθια’ που υπάρχουν στις διμερείς σχέσεις.
Δεύτερον, δεν συνοδεύθηκε, τουλάχιστον δημόσια, από αναφορές και εκκλήσεις, κυρίως από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, για την αναγκαιότητα εκτόνωσης της έντασης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, για την σημασία της πραγματοποίησης διαπραγματεύσεων για την επίλυση των εκκρεμών ελληνο-τουρκικών διαφορών.
Το γεγονός αυτό, στο οποίο δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία δημοσιογραφικά-πολιτικά, πρέπει να συνιστά λόγο ελαφράς ανησυχίας,[5] δίχως όμως να σημαίνει και πολιτικό-διπλωματικό ‘συναγερμό.’
Τρίτον, ανέδειξε στην επιφάνεια τα σημεία σύγκλισης μεταξύ των δύο χωρών. Που δεν είναι και λίγα.
Ίσως το πλέον σημαντικό θα ήταν μία σαφή δήλωση καταδίκης των Ηνωμένων Πολιτειών των συμφωνιών οριοθέτησης και συνεκμετάλλευσης θαλασσίων ζωνών που έχει υπογράψει η Τουρκία με την Λιβυκή μεταβατική κυβέρνηση. Από την στιγμή όπου η διεθνο-πολιτική συγκυρία παράγει γεγονότα, οφείλουμε να την παρακολουθούμε προσεκτικά.
[1] Είναι προδήλως εσφαλμένο θεωρητικά, το να περιορίζουμε την συνάντηση και την συζήτηση μεταξύ των δύο υπουργών Εξωτερικών, στο θέμα της προμήθειας των μαχητικών αεροσκαφών, που εν προκειμένω άπτεται πολλών παραμέτρων και δεν επηρεάζεται αποκλειστικά από την εξέλιξη των διμερών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Δύο χώρες συμμαχικές, οι στρατηγικές των οποίων ‘συναντώνται’ χωρίς να ταυτίζονται, σε αρκετά μέτωπα, έχουν πολλά να πουν. Κάποιες παράμετροι που μπορούν να επηρεάσουν την σχετική συζήτηση, είναι οι εξής: Πρώτον, η ενδεχόμενη ενίσχυση της περιφερειακής επιρροής και της στρατιωτικής ισχύος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν. Εάν η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών αισθανθεί πως το Ιράν αυξήσει την στρατιωτική του ισχύ με τρόπο ώστε να απειληθούν οι περιφερειακές ισορροπίες, τότε είναι πολύ πιθανό να ζητήσει την άμεση έγκριση της πώλησης μαχητικών αεροσκαφών στην Τουρκία. Δεύτερον, η πραγματοποίηση κινήσεων καλής θέλησης από το Τουρκικό, ημι-αυταρχικό καθεστώς (δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό), ιδίως στους τομείς του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αποφυλάκιση αντιφρονούντων (στις δεδομένες συνθήκες, η αποφυλάκιση του επιχειρηματία Οσμάν Καβαλά, φαντάζει υπέρβαση, η οποία όμως αν συνέβαινε θα προσέδιδε ιδιαίτερη δυναμική στις Αμερικανο-τουρκικές σχέσεις/Σταματάμε εδώ όμως), η άμβλυνση του ελέγχου επί των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, είναι μέτρα που θα μπορούσαν να μεταβάλλουν την στάση, όχι τόσο της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν και του ‘State Department’, όσο μελών του Κογκρέσου (και του Μπομπ Μενέντεζ) που αντιτίθενται στο ενδεχόμενο πώλησης Αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών στην Τουρκία. Τρίτον, η εξέλιξη των σχετικών συζητήσεων και των σχετικών διαπραγματεύσεων στο επίπεδο του Κογκρέσου. Το διαπραγματευτικό παιχνίδι, παρ’ όλο που μέχρι στιγμής φαίνεται να είναι εις βάρος της Τουρκίας, είναι δυναμικό και εν εξελίξει, με την έκβαση να μην είναι οριστική, αν και η υποστήριξη της κυβέρνησης στο Τουρκικό αίτημα μπορεί να μεταβάλλει τα δεδομένα. Χώρος και χρόνος για την ανάπτυξη Τουρκικών διπλωματικών πρωτοβουλιών σε επίπεδο Κογκρέσου υπάρχει, με διακύβευμα την αλλαγή στάσης όχι όλων, αλλά των πλέον σημαντικών κοινοβουλευτικών παικτών. Το Κογκρέσο έχει καταστεί χώρος άσκησης επιρροής και διεξαγωγής ενός ιδιαίτερου ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού. Τέταρτον, η επίδειξη καλής Νατοϊκής συμπεριφοράς από πλευράς Τουρκίας και η αποφυγή πραγματοποίησης μίας χερσαίας στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία, θα μπορούσαν να επιδράσουν θετικά στο ενδεχόμενο πώλησης των μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία. Αφήνουμε εκτός του πεδίου της ανάλυσης μας την επιβολή κυρώσεων από την Τουρκία στο Πουτινικό καθεστώς, καθότι αυτό είναι ζήτημα στο οποίο πλέον ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδίδουν έμφαση.
[2] Ενώ ο Άντονι Μπλίνκεν είναι ιδιαιτέρως εγκρατής και συναισθηματικά, διατηρώντας την ψυχραιμία του μέσα σε δύσκολα επικοινωνιακά περιβάλλοντα (βλέπε τις συναντήσεις του με τον Ρώσο ομόλογο του, Σεργκέι Λαβρόφ), και αποφεύγοντας να εξοργισθεί διότι κάτι τέτοιο μπορεί να θολώσει την κρίση και να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα και αποφάσεις, ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου δεν καταφέρνει και δεν θέλει ουσιαστικά, να εξωτερικεύσει την οργή και τον θυμό του, όντας εκ των προτέρων δεσμευμένος στο να ευθυγραμμίσει το ύφος του λόγου και την συναισθηματική του συμπεριφορά, με ό,τι εκλαμβάνει ως Τουρκική, περιφερειακή ισχύ: ‘Η Τουρκία είναι μία ισχυρή περιφερειακή δύναμη και εγώ συμπεριφέρομαι ανάλογα.’
[3] Δεν είναι καθόλου αβάσιμος ο ισχυρισμός που διατυπώνει ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης περί του διπλωματικού κεφαλαίου που έχει επενδύσει άκριτα η ελληνική κυβέρνηση, στο ζήτημα της μη αγοράς των Αμερικανικών μαχητικών F-16 από την Τουρκία. «Η Αθήνα κάπως αστάθμητα επένδυσε πολύ υψηλό πολιτικό κεφάλαιο στο θέμα της μη πώλησης των αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία-αστάθμητα τόσο γιατί ήταν ένας εμφανώς ανέφικτος στόχος, όσο και για τις άλλες πτυχές και παρενέργειες». Βλέπε σχετικά, Ιωακειμίδης, Παναγιώτης, ‘Παρερμηνεύοντας την Ουάσινγκτον…,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 19/01/2023, σελ. 10. Στο θέμα της πώλησης, η Τουρκία έχει κάνει κάποια βήματα μπροστά.
[4] Για μία αναδρομή στην ιστορία των διμερών σχέσεων Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας, βλέπε και, ‘Turkey (Türkiye)-U.S. Relations: Timeline and Brief Historical Context,’ Congressional Research Service, Διαθέσιμο στο: Turkey (Türkiye)-U.S. Relations: Timeline and Brief Historical Context (congress.gov) Η τελευταία ανανέωση της σελίδας έλαβε χώρα στις 12 Ιανουαρίου του 2023. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, δεν έχει προχωρήσει στη διαμόρφωση μίας συγκεκριμένης στρατηγικής ως προς την εξέλιξη των Αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, όπως είχε πράξει αντίθετα η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ με μία σειρά περιφερειακών χωρών.
[5] Βέβαια, αξιολογούμε τις σχετικές με την Τουρκία δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ως ιδιαίτερα σημαντικές και κινούμενες στην ορθή κατεύθυνση. Ο πρωθυπουργός δήλωσε πως δεν πρόκειται να ‘γίνει πόλεμος με την Τουρκία’, παρά τα προβλήματα που υπάρχουν.