Τις τελευταίες ημέρες, ιδιαίτερος λόγος γίνεται για την εφημερίδα ‘Η Αυγή,’ που εν προκειμένω πρόσκειται στο κόμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ).
Παρά την ανησυχία ό,τι η Αριστερή εφημερίδα έχει φθάσει ένα βήμα πριν το κλείσιμο της, λόγω σημαντικών οικονομικών δυσκολιών, τελικά, μετά από την συνεδρίαση του πολιτικού συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, προκρίθηκε η επιλογή της συνέχισης της λειτουργίας της εφημερίδας, με δραστικές όμως αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της.
Όπως τονίζει η καθηγήτρια Δέσποινα Παπαδημητρίου, «ο τύπος, ο οποίος παρέχει μαζί με τα άλλα μαζικά μέσα επικοινωνίας πληροφόρηση και εμπλέκεται στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, αποτελεί για τις μοντέρνες δημοκρατίες θεσμό. Οι εφημερίδες παράγουν ιδεολογία, πολιτική και πολιτισμό, αλλά και ως τύπος δημοσιογραφίας ενέχουν οι ίδιες υλικότητα, αναπτύσσοντας η καθεμία τη δική της γλώσσα και τις ιδιαίτερες ευαισθησίες της».1
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως και η εφημερίδα ‘Η Αυγή,’ κατά την διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, παρήγε τη δική της ιδεολογία, υποστηρίζοντας τις θέσεις και τις αντιλήψεις που εκπορεύονταν από τις διάφορες εκδοχές της λεγόμενης ανανεωτικής και ευρω-κομμουνιστικής Αριστεράς (για να εστιάσουμε στη Μεταπολιτευτική περίοδο).
Και το ενδιαφέρον στοιχείο είναι το γεγονός πως, μέσω των θέσεων που εξέφραζε αλλά και της εν γένει αισθητικής της, κατάφερνε να εγγράψει και παράλληλα να αναδείξει τις διαφορές που χώριζαν την ίδια από τον ‘Ριζοσπάστη,’ και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος Εσωτερικού (ΚΚΕ Εσωτερικού), μετέπειτα τον ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος.
Μέσω της συγκεκριμένης εφημερίδας, όπως επίσης και της εφημερίδας ‘Ριζοσπάστης’ που ανήκει στην κατηγορία των κομματικών εφημερίδων, διεξήχθη η πολιτικοϊδεολογική διαπάλη που εκκινούσε από την διαφορετική αντιμετώπιση του Σοβιετικού-Σοσιαλιστικού εγχειρήματος και έφθανε έως την στάση απέναντι στο τότε ισχυρό και κυρίαρχο δικομματικό μπλοκ (Νέα Δημοκρατία/Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα), και επίσης, από την διαφορετική στάθμιση των μαζικών διαδηλώσεων διαμαρτυρίας στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 2008, έως ποιοι μπορεί να είναι οι ενδεδειγμένοι τρόποι υπέρβασης της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής κρίσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, και ‘Η Αυγή,’ προέβαινε στην συγκρότηση της «ορθής αντίληψης» περί της Αριστεράς, ή αλλιώς, του τι σημαίνει Αριστερά, «μέσα από τη συνάντηση του «κόσμου του κειμένου» και του «κόσμου του αναγνώστη», για να παραπέμψουμε στη Δέσποινα Παπαδημητρίου και στον Roger Chartier.2 Το να ισχυρισθούμε πως ο ημερήσιος αριθμός κυκλοφορίας της ‘Αυγής’ ήταν και είναι ιδιαίτερα χαμηλός, καθίσταται αυτονόητο.
Αυτό που επίσης έχει ιδιαίτερο θεωρητικό και πολιτικό ενδιαφέρον, είναι το γεγονός πως η εφημερίδα, εν καιρώ κρίσης, και ακόμη, εν καιρώ της κοινωνικής-πολιτικής και εκλογικής ισχυροποίησης του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), δεν πέτυχε να αυξήσει τον ρυθμό των πωλήσεων του καθημερινού φύλλου, εκεί όπου η αναντιστοιχία μεταξύ χαμηλής κυκλοφορίας και αύξησης του αριθμού υποστηρικτών αλλά και μελών του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής.
Και η τελευταία παρατήρηση έχει κύρια ποιητική διάσταση, δίχως να περιορίζεται στο ποσοτικό σκέλος της.3
Το πλεονέκτημα που διέθετε η εφημερίδα μίας συγκεκριμένης εκδοχής της Αριστεράς και όχι της Αριστεράς4 εν συνόλω, πλεονέκτημα σχετικό με το ό,τι, λόγω της ευρείας θεματολογίας της και του ύφους που είχε υιοθετήσει, είχε επιτύχει να καταστεί αναγνωστική επιλογή για άτομα με Κεντροαριστερό πολιτικό υπόβαθρο,5 αμβλύνθηκε, προς όφελος νέων εντύπων όπως η ‘Εφημερίδα των Συντακτών.’ Η οποία βοηθήθηκε και από το γεγονός πως η ανάγνωση της συνδέθηκε με την δυνατότητα μίας πιο άμεσης και ομαλής πολιτικής μετάβασης και προσαρμογής ενός Κεντροαριστερού στο Συριζαϊκό ‘οικο-σύστημα,’ λειτουργώντας διαμεσολαβητικά για κάτι τέτοιο.
Η οποία επίσης, κατάφερε να προσελκύσει σε ένα σημαντικό κομμάτι παραδοσιακών αναγνωστών της ‘Αυγής,’ οι οποίοι μπορεί να είναι υποστηρικτές και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, καταλαμβάνοντας σημαντικό χώρο (είναι σημαντικό να έχουμε μία ευρύτερη οπτική), μεταξύ των εφημερίδων, διευρύνοντας παράλληλα τις διαθέσιμες επιλογές για ένα άτομο που πρόσκειται στην Αριστερά.
‘Η Αυγή’ δεν πέτυχε την μαζικοποίηση της όλα αυτά τα χρόνια, αυτό όμως δεν συνιστά ή δεν πρέπει να συνιστά το μοναδικό κριτήριο αξιολόγηση της, ακριβώς διότι αποτέλεσε και αποτελεί ιδιαίτερο κομμάτι του εγχώριου τύπου, της ιστορίας και της αναγνωστικής κουλτούρας που έχει συγκροτηθεί, διαδραματίζοντας ρόλο στην διαπάλη των πολιτικών ιδεών, στην προώθηση νέων δημοσιογραφικών φωνών, στην επικοινωνία με τάσεις και ρεύματα του εξωτερικού, εκεί όπου η λεπτομερής της ματιά υπήρξε εφάμιλλη της ματιάς εφημερίδων όπως ‘Το Βήμα,’ στην ανάδειξη θεμάτων που άπτονται του κεφαλαίου ‘Πολιτισμός,’ και, τελικά, στον ίδιο τον Μεταπολιτευτικό εκδημοκρατισμό της χώρας.
Αν εστιάσουμε σε αυτό το κομμάτι, διότι ‘Η Αυγή’ διαθέτει μία ιστορία χρόνων που προϋπάρχει της Μεταπολίτευσης, επιτυγχάνοντας, προδικτατορικά ακόμη, το να αποτελέσει όχι απλά ένα συμπλήρωμα του απαγορευμένου ‘Ριζοσπάστη’6 αλλά κομμάτι της καθημερινότητας αρκετών Αριστερών. Με την ανάγνωση της να συνδράμει στη δημιουργία της δικής της πολιτικής κουλτούρας.7
Για αυτούς τους λόγους, αλλά και λόγους που σχετίζονται με την διασφάλιση του δημοσιογραφικού-πολιτικού πλουραλισμού ως στοιχείου δημοκρατίας, ‘Η Αυγή,’ (είναι καίρια η εκτίμηση της Δέσποινας Παπαδημητρίου για την εφημερίδα ως «θεσμό»), παρά τα λάθη και τις αντιφάσεις της, τις διχοτομικές προσεγγίσεις της εν καιρώ κρίσης,8 πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί. Και μάλιστα απρόσκοπτα.