Την Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου, έγινε γνωστό πως η υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Λιζ Τρας, θα είναι η νέα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, στη θέση του παραιτηθέντος, Μπόρις Τζόνσον.
Η Λιζ Τρας, επικράτησε επί του υπουργού Οικονομικών, Ρίσι Σουνάκ, στην ψηφοφορία που διεξήχθη μεταξύ των μελών του κυβερνώντος Συντηρητικού κόμματος, αναλαμβάνοντας καθήκοντα σε μία περίοδο ενεργειακής επισφάλειας, στο εγκάρσιο σημείο όπου το Εργατικό κόμμα, προς ώρας τουλάχιστον, δεν φαίνεται διατεθειμένο να μεταβάλλει την σκληρή, πολιτικοϊδεολογικά, αντιπολίτευση που ασκεί.[1]
Η Λιζ Τρας που δεν υπήρξε μόνο θιασώτης της σκληρής, πολιτικής και στρατιωτικής, γραμμής, απέναντι στη Ρωσία, αλλά, συνέβαλλε στη διαμόρφωση αυτής της γραμμής από τη θέση της υπουργού Εξωτερικών, εκλέχθηκε στην πρωθυπουργία, χάριν της σύμπτωσης μίας σειράς παραγόντων όπως είναι οι κάτωθι: Πρώτον, λόγω του ό,τι απέσπασε, από τις απαρχές ακόμη της προεκλογικής της εκστρατείας, την υποστήριξη ενός σημαντικού μέρους των βουλευτών και των μελών του κόμματος που τάσσονται υπέρ του Μπόρις Τζόνσον, ακριβώς διότι εκτιμήθηκε από αυτή την κατηγορία στελεχών, η στάση της απέναντι στον πρώην πλέον Βρετανό πρωθυπουργό.
Η Λιζ Τρας ήσαν μεταξύ των υπουργών που δεν ζήτησαν την παραίτηση Τζόνσον, θέτοντας, έτσι, εξ αρχής, υποθήκες ‘επιλεξιμότητας’ της σε περίπτωση (τότε δεν ήταν γνωστό), που διεκδικούσε την πρωθυπουργία, διαμορφώνοντας διαύλους επικοινωνίας με ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της βάσης του κόμματος. Εν αντιθέσει με τον σημαντικότερο αντίπαλο της, ο οποίος έπρεπε να κινηθεί για να καλύψει το χάντικαπ με το οποίο ξεκινούσε έναντι της αντιπάλου του.
Δεύτερον, η Λιζ Τρας κατάφερε να εκλεγεί στη θέση της πρωθυπουργού, διότι εκτιμήθηκε με θετικό τρόπο, από μεμονωμένα στελέχη η θητεία της στο υπουργείο Εξωτερικών, θητεία που εξελήφθη ως αποτελεσματική (θέσπιση ‘κόκκινων γραμμών’ απέναντι στη Ρωσία, συγκρότηση ενός γεω-πολιτικού άξονα από κοινού με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία) και συγκεκριμένη, από την στιγμή όπου κατάφερε να εκπέμψει στίγμα,[2] αναδεικνύοντας στην επιφάνεια το ποια ‘πρέπει’ να είναι η θέση της χώρας μέσα στο διεθνο-πολιτικό γίγνεσθαι, με το σημείο τομής το συνέβαλλε ώστε να διευρύνει την όποια επιρροή διέθετε εντός του κόμματος, καθιστώντας την παράλληλα ΄ικανή’ (‘έχει την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται ώστε να ηγηθεί της χώρας’) ώστε εάν παραστεί ανάγκη, να διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος, να είναι η δημόσια αντιπαράθεση που είχε με τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν δίστασε να επιδείξει ένα συγκρουσιακό πολιτικό προφίλ.
Υπενθυμίζοντας, σε παλαιότερα μέλη του κόμματος, τον δυναμισμό που διέκρινε την Μάργκαρετ Θάτσερ και σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Τρίτον, λόγω της ικανοποιητικής παρουσίας της στα διάφορα debates στα οποία επένδυσε πολλούς εκ των διαθέσιμων συμβολικών και πολιτικών πόρων, υπερτερώντας του Σουνάκ σε δυναμισμό,[3] σε πειστικότητα, σε επάρκεια, φροντίζοντας ώστε η ρητορική της να «μην καταποντίζεται μέσα στη σκηνογραφία»,[4] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του R. Debray.
Τέταρτον, λόγω της υιοθέτησης, καθ’ όλη, ίσως, τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας, αφενός μεν ενός ήπιου πολιτικού λόγου που απέφευγε τις προσωπικές αντιπαραθέσεις με τους αντιπάλους της, και, αφετέρου δε, ένα άμεσου ή φιλο-λαϊκού πολιτικού προφίλ το οποίο αντιπαρέβαλλε με αυτό του βασικότερου αντιπάλου της,[5] δίδοντας έμφαση σε ζητήματα καθημερινότητας, πράγμα που μας ωθεί να πούμε πως δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων το ενδεχόμενο του να μελέτησε τα διακυβεύματα των πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων που έλαβαν χώρα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Και πέμπτον, διότι κατάφερε να κρύψει τις αδυναμίες της, ή αλλιώς, διαφορετικά ειπωμένο, διότι πέτυχε να μην τεθούν στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας που υπήρξε συμβατική, οι αδυναμίες της, μεταξύ αυτών και τα γνωσιακά της ελλείμματα.[6]
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως, αυτή που θεωρήθηκε ως ‘άξια διάδοχος’ του Μπόρις Τζόνσον (ας μην την αποκαλέσουμε ‘θηλυκό Τζόνσον’) προσέδωσε βαρύτητα σε πολιτικές και προγραμματικές αναφορές, αξιοποιώντας το γεγονός πως τόσο ο τύπος όσο και οι αντίπαλοι, απέφυγαν να θίξουν τις αδυναμίες της, και όποτε το έκαναν, το έκαναν απρόθυμα.
Και όταν όντως, συνέβαινε αυτό, η επαναλαμβανόμενη επωδός του ‘είμαι άνθρωπος με αντιφάσεις και διαπράττω λάθη όπως όλοι,’ αρκούσε για να κατευνάσει τις όποιες αντιδράσεις.[7] Πλέον, μένει να φανεί ποιες θα είναι οι πρώτες ενέργειες της.
[1] Επί θητείας της Λιζ Τρας στο υπουργείο Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, συνεχίσθηκε και εμβάθυνε η διαδικασία αποδέσμευσης της Μεγάλης Βρετανίας από την κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας (η διαδικασία αυτή ίσως συνέβαλλε στην επιτάχυνση της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση), εξέλιξη που σημασιοδοτήθηκε μέσω των διαφορετικών στρατηγικών επιλογών της Μεγάλης Βρετανίας σε μία σειρά από θέματα. Όμως, εκτιμούμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως η Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία διέκοψε (ή ανέστειλε προσωρινά) αυτή τη διαδικασία, ευθυγραμμίζοντας εκ νέου την εξωτερική πολιτική των δύο δρώντων, που εν προκειμένω, δεν έχουν σπεύσει μόνο να καταδικάσουν πολιτικά, ηθικά και αξιακά, την Ρωσική στρατιωτική εισβολή και τις σχετικές με αυτήν επιλογές του Πουτινικού καθεστώτος, αλλά, συναινούν και στο ακολουθούμενο μείγμα πολιτικής απέναντι του (επιβολή κυρώσεων). Βλέπε και, Κρεμμύδας, Χαράλαμπος., ‘Ο εξευρωπαϊσμός της εθνικής εξωτερικής πολιτικής: οι περιπτώσεις της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2013, Διαθέσιμη στο: Διατριβή: Ο εξευρωπαϊσμός της εθνικής εξωτερικής πολιτικής: οι περιπτώσεις της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας - Κωδικός: 29347 (ekt.gr) Ίσως το πλέον εμβληματικό πεδίο το οποίο σημασιοδοτεί την εμβάθυνση της διαδικασίας αποδέσμευσης της Μεγάλης Βρετανίας από την κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και τους κανόνες της, να είναι η Βόρεια Ιρλανδία και οι διαφωνίες που προέκυψαν ως προς το ποιο μπορεί να είναι το καθεστώς που θα διέπει τις σχέσεις της Βόρειας Ιρλανδίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
[2] Δεν θα πρέπει να αναμένονται αλλαγές ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η Βρετανική κυβέρνηση την Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, συγκριτικά με ό,τι ίσχυε επί θητείας Μπόρις Τζόνσον. Αυτό που μένει να φανεί είναι το αν η ίδια θα επιδιώξει να διαμορφώσει μία στενή πολιτική και προσωπική σχέση με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, με τον τρόπο που το έπραξε ο Μπόρις Τζόνσον. Θεωρούμε πως η ‘αναγκαιότητα’ του να παραμείνει η Ρωσία, πολιτικά-διπλωματικά, απομονωμένη, θα εξακολουθεί να αποτελεί ‘σταθερά’ της Βρετανικής εξωτερικής πολιτικής.
[3] Στις πολιτικές της αφηγήσεις συμπεριελάμβανε γλωσσικούς αστεϊσμούς που ξέφευγαν από το αυστηρό και εκ των προτέρων οριοθετημένο πλαίσιο της τυπικότητας, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να προσληφθεί, εκτός από αποφασιστική και δυναμική, και αστεία, όπου και όταν χρειάζεται, προκειμένου να αποφορτιστεί η ατμόσφαιρα, υπερτερώντας επί ενός αμήχανου Σουνάκ, που δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει με ευκολία στα διάφορα γλωσσικά τρικ που έθετε στο προσκήνιο η αντίπαλος του.
[4] Βλέπε σχετικά, Debray, R., ‘Η διαλεκτική της καθαρής τηλεόρασης,’ Πολίτης, Τεύχος 1, 1995.
[5] Με αυτόν τον τρόπο, καλλιέργησε το έδαφος για την σύγκριση της με τον Σουνάκ επί τη βάσει ενός σχηματικού και απλοϊκού, αλλά αποτελεσματικού για τους σκοπούς της, δίπολου: ‘Η πολιτικός που αφουγκράζεται τις λαϊκές ανάγκες, εναντίον του τεχνοκράτη Σουνάκ.’ Είναι απλοϊκή εκείνη η άποψη που εστιάζει στο ό,τι η Λιζ Τρας εκλέχθηκε στην πρωθυπουργία της χώρας επειδή υπήρξε θερμή υποστηρίκτρια του ‘Brexit.’ Πέρασε ήδη αρκετός καιρός και από την επιλογή, μέσω δημοψηφίσματος, της εξόδου, και της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξόδου, ώστε να θεωρείται, πως το πρόταγμα του ‘Brexit’ μπορεί να καθορίζει τις εκλογικές επιλογές των Βρετανών, από την στιγμή μάλιστα, όπου στο μεσοδιάστημα, οι Βρετανοί, πολίτες και πολιτικοί, έκαναν τις επιλογές τους ως προς το ‘Brexit.’
[6] Όντως είναι γνωσιακά ανεπίτρεπτο να είσαι υπουργός Εξωτερικών εν καιρώ πολέμου, να εκφράζεις την υποστήριξη σου με ζέση (και ορθώς), στη χώρα που υφίσταται τη Ρωσική επιθετικότητα, και ναν μην γνωρίζει πως το Ροστόφ ανήκει στην επικράτεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Και όμως, αυτά τα ελλείμματα δεν της στοίχισαν.
[7] Το αφηγηματικό σχήμα λειτούργησε στην περίπτωση της απιστίας της, η οποία δεν θεωρήθηκε ως ηθικό πρόβλημα (και ως πρόβλημα εμπιστοσύνης) που μπορεί να επηρεάσει επί τα χείρω την προεκλογική της εκστρατεία (ίσως το ό,τι το εκλογικό σώμα υπήρξε πολύ μικρότερο μίας βουλευτικής εκλογικής αναμέτρησης, να την βοήθησε, αν και δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε πως στις σημερινές εκκοσμικευμένες Δυτικές κοινωνίες, ζητήματα απιστίας και ηθικής κρίσης δεν μπορούν να επηρεάσουν δραστικά και να κρίνουν το αποτέλεσμα μίας εκλογικής αναμέτρησης), αλλά, αντιθέτως, ως ισχυρό δείγμα ανθρωπινότητας: ‘Είναι η πρώτη ή η τελευταία που απατά τον σύζυγο της;’ Επίσης, η συσχέτιση μεταξύ της επιλογής της και του ό,τι είναι γυναίκα, είναι μικρή.