Για την δολοφονική απόπειρα κατά του Ντόναλντ Τραμπ

Σίμος Ανδρονίδης 16 Ιουλ 2024

.Ο Borum περιγράφει την διαδικασία της «ριζοσπαστικοποίησης που οδηγεί στον βίαιο εξτρεμισμό» (radicalization into violent extremism), ως την διαδικασία εκείνη «μέσω της οποίας άνθρωποι καταλήγουν να υποστηρίζουν πεποιθήσεις που δε δικαιολογούν απλώς τη χρήση βίας αλλά την υιοθετούν, και καταλήγουν στον εξτρεμισμό μετουσιώνοντας τις σκέψεις σε πράξεις».[1]

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως ο εικοσάχρονος που επιτέθηκε στον Ντόναλντ Τραμπ επιχειρώντας να τον δολοφονήσει μπροστά στα μάτια των υποστηρικτών του, είχε ήδη ριζοσπαστικοποιηθεί πολιτικά ή αλλιώς, πολιτικοϊδεολογικά, αποδεχόμενος την βία ως ‘εργαλείο’ που μπορεί να συμβάλλει στην εξόντωση του εχθρού. Εν προκειμένω του Ντόναλντ Τραμπ. Και ποιοι παράγοντες συνέβαλλαν ώστε να μεταπηδήσει στον βίαιο εξτρεμισμό;

Αφενός μεν η έναρξη της προεκλογικής περιόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που τον έφερε διαρκώς σε επαφή με τον ‘στόχο,’ και, αφετέρου δε (πολύ κρίσιμος παράγοντας), η ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ, την οποία δεν αντιμάχονταν απλά, αλλά, την έβρισκε ‘ανυπόφορη’.

Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε έναν ακόμη παράγοντα που συνέβαλλε στο να καταστεί ο δράστης εξτρεμιστής που θα ήσαν ευχαριστημένος εάν σκότωνε όχι μόνο τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και περισσότερους.

Και ποιος είναι αυτός ο παράγοντας; Η αντιπάθεια του προς το πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ, σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου αυτός δεν ήσαν παρά ένα ‘βρωμερό παράσιτο που έπρεπε να βγει με κάθε τρόπο από την μέση’.[2] Εάν δε, στραφούμε στην περί βίας τυπολογική προσέγγιση της Della Porta, θα ισχυρισθούμε πως η δολοφονική επίθεση (πως αλλιώς μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε; ) που δέχθηκε ο Ντόναλντ Τραμπ, ανήκει στην κατηγορία της «βίας υψηλού επιπέδου».[3]

Δηλαδή, της βίας που στρέφεται κατά προσώπων. Και η επίθεση κατά του υποψήφιου προέδρου, επαναφέρει το ‘φάντασμα’ της βίας κατά πολιτικών προσώπων στο πολιτικό προσκήνιο (αρκεί να θυμηθούμε την δολοφονία του άλλοτε προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζον Κένεντι), αλλάζοντας άρδην τα προεκλογικά δεδομένα, καθώς και το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης μεταξύ Τζο Μπάιντεν και Ντόναλντ Τραμπ. Μπορεί να έχει αντίκτυπο στο αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών μία τέτοιου τύπου επίθεση; Ακόμη είναι νωρίς για να εκτιμήσουμε κάτι τέτοιο.

 Όμως, εάν διακινδυνεύσουμε μία απάντηση, θα λέγαμε πως μπορεί να έχει αντίκτυπο στις προσεχείς Αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ειδικά εάν ο  Ντόναλντ Τραμπ προβάλλει εαυτόν ως ‘ήρωα’ (διαδικασία ‘ηρωοποίησης’), που επειδή ‘αντιμάχεται το σύστημα Μπάιντεν’ τίθεται στο στόχαστρο ‘αυτού’.[4]

Πείθοντας κυρίως αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους πως είναι ‘ο μόνος’ που μπορεί να ‘σταματήσει’ τον ‘επικίνδυνο Μπάιντεν και την ‘συμμορία’ του, φράζοντας του τον δρόμο για τον Λευκό Οίκο.

Επίσης, μπορεί να έχει αντίκτυπο εάν ο Ντόναλντ Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί πείσουν τους ψηφοφόρους εκείνους που αποδίδουν μεγάλη έμφαση σε ζητήματα τάξης, ασφάλειας και μετανάστευσης πως ο Τζο Μπάιντεν ‘έχει ξεχαρβαλώσει τα πάντα και έχει καταστήσει τη χώρα ξέφραγο αμπέλι,’ με την Αστυνομία να μην μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια ακόμη και ενός υποψήφιου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πιο αναμενόμενη σε τέτοιες περιπτώσεις ενέργεια, είναι αυτή της ‘αυτο-θυματοποίησης’: ‘Θέλουν να με σκοτώσουν επειδή δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μαζί μου’. Και η λογική της ‘αυτο-θυματοποίησης’ προσελκύει μονίμως καχύποπτους ψηφοφόρους, για τους οποίους πίσω από την επιφάνεια ‘υπάρχει κάτι άλλο βαθύτερο.’[5]

Μένει να φανεί εάν αυτή η δολοφονική απόπειρα κατά του Ντόναλντ Τραμπ αποτελέσει το σημείο καμπής το οποίο θα συντελέσει στη μετάβαση από τις συνθήκες εντεινόμενης συλλογικής πόλωσης που επικρατούν εντός Ηνωμένων Πολιτειών (βλέπε το κίνημα ‘Black Lives Matter’), σε εξατομικευμένες βίαιες αντιδράσεις.[6]

 

[1] Βλέπε σχετικά, Borum, R., ‘Radicalisation into violent extremism I, a review of social sciences theories,’  Journal of Strategic Security, 4, 4, 2011. Βλέπε και, Καρατράντος, Τριαντάφυλλος., & Παναγιωτόπουλος, Παναγής., ‘Μετά τη βία των πολλών: Μορφολογικά και κοινωνικά στοιχεία για την πολιτική βία στην ύστερη Μεταπολίτευση και ειδικότερα την περίοδο 2015-2019,’ στο: Βαρουξή, Χρ., Κακεπάκη, Μ., Σαρρής, Ν., Τραμουντάνης, Ά., & Τσέκερης, Χ., (επιμ.), ‘Το Πολιτικό Πορτραίτο της Ελλάδας ΙΙ. Διακυβεύματα και Προκλήσεις,’ Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα, 2021, Διαθέσιμο στο: to-politiko-portraito-tis-elladas-tis-elladas-ii-diakiveumata-kai-proklisis (ekke.gr) Είναι εξόχως ανησυχητικό για τις Δυτικές, φιλελεύθερες δημοκρατίες το γεγονός πως το φαινόμενο της πολιτικής βίας κάνει εκ νέου την εμφάνιση του στο εσωτερικό τους. Και, εκτός από την απόπειρα δολοφονίας κατά του υποψηφίου του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για την προεδρία των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, έχουμε επίσης την απόπειρα δολοφονίας κατά του Σλοβάκου πρωθυπουργού Ρόμπερτ Φίτσο και επίσης, βίαιες επιθέσεις εναντίον πολιτικών στη Γερμανία, δείγμα της αυξανόμενης κοινωνικοπολιτικής πόλωσης που επικρατεί πλέον στο εσωτερικό Δυτικών κοινωνιών. Της ύπαρξης ενός ‘κύματος’ καχυποψίας και εχθροπάθειας που μπορεί να ωθήσει κάποιον να ασκήσει  βία κατά πολιτικών προσώπων. Εμβαθύνοντας περισσότερο στην ανάλυση μας, θα επισημάνουμε πως η οιονεί ‘πολεμική’ ρητορική, τα νεύρα και οι υψηλοί τόνοι, η δαιμονοποίηση του αντιπάλου που ενίοτε συνοδεύεται και από την απο-απανθρωποποίηση του, καλλιεργούν το έδαφος για την χρήση βίας.

[2] Θα είναι προδήλως εσφαλμένο να τονίσουμε πως ο δράστης της αποτρόπαιας και σοκαριστικής δολοφονικής επίθεσης είναι υποστηρικτής του Δημοκρατικού κόμματος που δεν επιθυμούσε με τίποτε να δει τον Ντόναλντ Τραμπ να επιστρέφει στον Λευκό Οίκο.  Ουδέποτε το Δημοκρατικό Κόμμα (και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε; ) δεν αποδέχθηκε την βία και δεν κάλεσε τους υποστηρικτές του να ασκήσουν βία κατά των πολιτικών αντιπάλων. Πέραν αυτού, ουδείς υποστηρικτής του κόμματος ήσαν και είναι διατεθειμένος να ασκήσει βία. Βία η οποία ρητά καταδικάζεται από όλους. Εμβαθύνοντας όμως περισσότερο στην ανάλυση μας, δεν θα διστάσουμε να τονίσουμε πως η βίαιη ‘εξέγερση’ στο Καπιτώλιο το 2021, συνιστά σημείο τομής ακριβώς διότι νομιμοποίησε την βία και δη την πολιτική βία στα μάτια ενός διόλου ευκαταφρόνητου τμήματος της Αμερικανικής κοινωνίας. Οι πλέον ριζοσπαστικοποιημένοι εκ των διαδηλωτών τότε, δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να στραφούν προσωπικά εναντίον είτε του νεο-εκλεγέντος προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν, είτε κατά Δημοκρατικών Γερουσιαστών και βουλευτών. Και το παράδοξο εδώ έγκειται στο ό,τι το πρόσωπο εκείνο που δεν καταδίκασε ρητά τις βίαιες ενέργειες των διαδηλωτών (ή αλλιώς, τον βίαιο ακτιβισμό τους), συντελώντας με την στάση και με την ρητορική του στην τοποθέτηση της πολιτικής βίας στην ‘καρδιά’ του Αμερικανικού πολιτικού συστήματος, δέχθηκε ο ίδιος δολοφονική επίθεση που παραλίγο να στοιχίσει την ζωή του. Και μία τέτοια αποτρόπαια και ρητά καταδικαστέα  ενέργεια, θα μπορούσε να ωθήσει τον Ντόναλντ Τραμπ σε μία επανεκτίμηση του τι είπε και έκανε στο πρόσφατο παρελθόν.   

[3] Βλέπε σχετικά, Della Porta, Donatella., ‘Social movements, political violence, and the state: A comparative analysis of Italy and Germany,’  Cambridge: Cambridge University Press, 1995. Θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο, στρεφόμενοι στην ανάλυση των Καρατράντου και Παναγιωτόπουλου, για το ό,τι ο δράστης εμφάνισε «έλλειμμα αποδιοργάνωσης». Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως ουδείς μπορούσε αυτή την περίοδο να απαντήσει στους προβληματισμούς του, να κατευνάσει τους φόβους και τις ανησυχίες του, να τον πείσει και  πως ο Ντόναλντ Τραμπ ‘αξίζει’ και είναι ένα ‘καλό άτομο’ και πως δεν ‘πρέπει να στραφεί με βίαιο τρόπο εναντίον του’. Και όσο πιο ισχυρό το «έλλειμα αποδιοργάνωσης», εκεί όπου όλα ‘είναι μαύρα’, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες να ασκήσει βία ένα πρόσωπο. Να μεταπηδήσει στην ‘όχθη’ του βίαιου εξτρεμισμού.

[4] Και σε αυτή την περίπτωση, ήδη διακινούνται οι αναμενόμενες θεωρίες συνωμοσίας, με τον Τζο Μπάιντεν, τους Δημοκρατικούς και το ‘σύστημα’ που έχουν ‘συγκροτήσει’ να θεωρούνται από πολλούς (και στην Ελλάδα) ως ‘υπεύθυνοι’ για την δολοφονική επίθεση που δέχθηκε ο άλλοτε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

[5] Τόσο η απόπειρα δολοφονίας (η «βίαιη σκηνή» κατά τους Καρατράντο & Παναγιωτόπουλο) όσο και η εικόνα ενός αιμόφυρτου Ντόναλντ Τραμπ διαδόθηκαν παρά πολύ γρήγορα, λόγω της ταχύτητας που επικρατεί πλέον στην μετάδοση των ειδήσεων και των πληροφοριών. Και, ενώ ακόμη η Αμερικανική κοινωνία τελεί σε κατάσταση ‘σοκ,’ στο εξωτερικό ο κάθε ένας έχει και μία εξήγηση για το τι τελικά συνέβη. Και είναι το αίμα αυτό που ‘σοκάρει’ και φοβίζει εντός και εκτός Αμερικανικής κοινωνίας, από την στιγμή όπου ένας πολίτης μπορεί κάλλιστα να σκεφθεί το εξής: ‘Αν ένας πρώην πρόεδρος ολόκληρων ΗΠΑ δεν είναι ασφαλής, τότε πως εγώ μπορώ να είμαι ασφαλής’; Βλέπε σχετικά, Καρατράντος, Τριαντάφυλλος., & Παναγιωτόπουλος, Παναγής., ‘Μετά τη βία των πολλών: Μορφολογικά και κοινωνικά στοιχεία για την πολιτική βία στην ύστερη Μεταπολίτευση και ειδικότερα την περίοδο 2015-2019,’ στο: Βαρουξή, Χρ., Κακεπάκη, Μ., Σαρρής, Ν., Τραμουντάνης, Ά., & Τσέκερης, Χ., (επιμ.), ‘Το Πολιτικό Πορτραίτο της Ελλάδας ΙΙ. Διακυβεύματα και Προκλήσεις…ό.π., σελ. 137. Στην κατά Sageman «πολιτικοποιημένη κοινωνική ταυτότητα» του δράστη, περίοπτη θέση καταλαμβάνει το πρόσωπο του πρώην προέδρου και εκ νέου υποψηφίου: ‘Τραμπ, θα κάνω αυτό που πρέπει να γίνει. Θα σε δολοφονήσω.’ Και, Sageman, M., ‘Turning to political violence: The emergence of terrorism,’ Pennsylvania: University of Pennsylvania Press, 2017.

[6] Πολλοί Αμερικανοί πολίτες μέσης ηλικίας είναι εξοικειωμένοι με την πολιτική βία. Ακόμη και η αντίδραση του αμέσως μετά την επίθεση που δέχθηκε είναι καθαρά ‘Τραμπική’. Ο Ντόναλντ Τραμπ σφίγγει την γροθιά του, δηλώνοντας ‘πως είμαι εδώ, δεν έπαθα κάτι. ‘Τίποτε δεν με πτοεί. Θα  νικήσουμε οριστικά’. Δεν θα σπεύσουμε όμως να χαρακτηρίσουμε αυτή την αντίδραση ως θεατρική αλλά ως βαθιά ανθρώπινη.